Ο μουσικός χάρτης, σπάνια μένει στάσιμος. Κάθε τόσο αναδύεται ένα μουσικό κίνημα που γίνεται ο δείκτης της εκάστοτε πολιτιστικής συγκυρίας. Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια, το κίνημα που έχει κατακλύσει – σχεδόν – ολοκληρωτικά την εναλλακτική μουσική σκηνή, είναι το post-punk έχοντας ως έδρα του τη Βρετανία. Ή, όπως δικαίως θα έπρεπε να λέγεται, το revival, του revival, του revival του post-punk.
Η δυναμική της αναβίωσης του είδους, έχει αρχίσει να αμφισβητείται τα τελευταία χρόνια. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αναμενόμενο και αποτελεί μέρος της διάρκειας ζωής κάθε σκηνής. Συνέβη με το punk και το grunge, τώρα συμβαίνει με το post-punk. Η ζωή είναι κυκλική και τα πράγματα φτάνουν κάποια στιγμή στον κορεσμό τους, ανεξάρτητα από τη συμβολική σημασία που κάποτε διέθεταν. Πώς φτάσαμε λοιπόν εδώ; Πώς φτάσαμε στην αναπαραγωγή πολλαπλών rip-offs του Mark E. Smith και στην εκ νέου δημοφιλία του post-punk, όταν στην πραγματικότητα τα σύγχρονα συγκροτήματα που το εκπροσωπούν δεν έχουν τίποτα κοινό με τους προκατόχους τους – πέρα από μερικές κοινές γραμμές κιθάρας και ένα μιμητικό φωνητικό στυλ;
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει πρώτα να επιστρέψουμε στις ρίζες του είδους. Παράλληλα, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι το post-punk λειτούργησε ως ένας όρος-ομπρέλα για διάφορα μουσικά παρακλάδια και η ονομασία αποτελεί κατά βάση προϊόν των μέσων ενημέρωσης. Ο συγγραφέας Paul Morley ισχυρίστηκε μάλιστα ότι «ενδεχομένως» να ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο.
Το post-punk ξεπήδησε σταδιακά στον απόηχο της κατάρρευσης του punk στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Είχε φτάσει ο καιρός να χτίσουμε ξανά για το μέλλον. Εμπνευσμένοι από την DIY αισθητική και την ενέργεια του punk κινήματος, οι (όπως αποδείχθηκαν μελλοντικά) αξιομνημόνευτοι καλλιτέχνες του post-punk βρέθηκαν απογοητευμένοι από την παλιά σκηνή. Το πανκ είχε γίνει λαϊκίστικο και ανέμπνευστο, έτσι, όσοι είχαν την προνοητικότητα αποφάσισαν να κρατήσουν αυτά που αντιλαμβάνονταν ως αξιόλογα και θεμελιώδη στοιχεία του είδους και να προχωρήσουν παρακάτω.
Το πρώτο κύμα του post-punk ήταν ριζοσπαστικό με όλη τη σημασία της λέξης. Siouxsie and the Banshees, Wire, Cabaret Voltaire, Joy Division, Talking Heads, Devo, Gang of Four, The Cure, Magazine, The Fall, Bauhaus – η λίστα είναι ατελείωτη. Όσον αφορά το μουσικό στυλ, υπήρχε πραγματικά μια μεγάλη ποικιλία μέσα στην ομπρέλα που ονομάστηκε post-punk. Μερικά γκρουπ φλέρταραν με αυτό που θα ονομαζόταν στη συνέχεια goth, κάποιοι ήταν περισσότερο ψυχεδελικοί, no wave, industrial, funk, dub, ακόμη και jazz. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα τους ένωνε όλους, ήταν ο ριζοσπαστισμός.
Εκτός από τον ριζοσπαστισμό στη σύνθεση, οι ριζοσπαστικές πεποιθήσεις χαρακτήρισαν εξίσου το είδος και αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι μνημονεύουν μέχρι και σήμερα τους προαναφερθέντες καλλιτέχνες. Η διατομεακότητα ήταν το κλειδί. Η περίοδος εκείνη αντλούσε ιδέες από την τέχνη, τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την πολιτική σκέψη, που είχαν επιδραστικό χαρακτήρα για τη μουσική. Πολλοί από τους μουσικούς της εποχής ήταν μέλη της εργατικής τάξης, ενώ αρκετοί αρνήθηκαν να μπουν στο τρυπάκι των mainstream διακρίσεων μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας.
Τα θέματα της αλλοτρίωσης, της καταστολής και του νεωτερισμού διερευνήθηκαν σε βάθος, με τη βοήθεια της επιρροής συγγραφέων όπως ο JG Ballard και ο William S. Burroughs. Οι σπουδαίοι The Fall, για παράδειγμα, εμπνεύστηκαν το όνομά τους από το ομώνυμο βιβλίο του Albert Camus, ένα έργο που αφορούσε την πτώση του ανθρώπου. Η ικανότητα κατανόησης της οπτικής και της φιλοσοφίας μιας μπάντας μέσω του ονόματός της, διαφοροποίησε σημαντικά το post-punk από το punk είδος. Ο μεταμοντερνισμός είχε πλέον και τις μουσικές του ρίζες. Εντελώς αριστερό και αντι-κορπορατιστικό, το post-punk κατάφερε να γίνει όσα ήθελε να είναι το πρώτο κύμα του punk. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η σκηνή είχε εξαπλωθεί σε πολλά διαφορετικά παρακλάδια, αλλά η δουλειά της είχε γίνει: Συνέβαλε στην καθιέρωση της εναλλακτικής κουλτούρας στο σύνολό της, με ανεξάρτητα labels να ανθίζουν καθώς και νέα είδη όπως το goth και το industrial.
Το επαναστατικό αυτό πρώτο κύμα του post-punk, διαδέχτηκαν οι επαναλήψεις του. Η επιρροή των αυθεντικών post-punk συγκροτημάτων ήταν τόσο έντονη και διαρκής, που εμφανίστηκε μια τρέλα αναβίωσης στη δεκαετία του 2000. Και πάλι, αναδύθηκε μια ευρεία ομάδα συγκροτημάτων με την ταμπέλα του post-punk, που (αναμφισβήτητα) ταίριαζε σε όλους. Interpol, Bloc Party, Yeah Yeah Yeahs, The Strokes, LCD Soundsystem, The Rapture, Franz Ferdinand, The Libertines, Silversun Pickups, TV On the Radio, ακόμη και εμπορικά (στην πορεία τους) συγκροτήματα όπως οι Arctic Monkeys, συγκεντρώθηκαν κάτω από την ομπρέλα του post-punk.
Συγκροτήματα όπως οι Libertines, οι Interpol και οι Arctic Monkeys, κατά τα πρώτα τους βήματα, έκαναν τα πράγματα με έναν DIY τρόπο, αντάξιο του πρώτου κύματος του post-punk. Πραγματοποιούσαν πολυάριθμες περιοδείες, υπέγραφαν σε ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες -ακόμη και στις λιγότερο δημοφιλείς- και κατάφεραν μόνοι τους να καλλιέργησαν ένα τεράστιο fan base που παραμένει αφοσιωμένο στην τέχνη τους δεκαετίες μετά.
Στην πορεία της όμως, αυτή η φάση της αναβίωσης σημείωσε μια σημαντική απόκλιση από το πρώτο κύμα λόγω της αυξημένης εμπορικής σημασίας της. Η πλειονότητα των συγκροτημάτων που αναφέρθηκαν, έγινε πρωτοσέλιδο στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, έστρεψε πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, προσέλκυσε mainstream ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια, ενώ πολλά από τα έως τότε ανεξάρτητα συγκροτήματα, υπέγραψαν σε θυγατρικές των πιο επιφανών δισκογραφικών. Βέβαια, αν και μπάντες του πρώτου κύματος όπως οι Cure και οι Talking Heads είχαν επίσης σημειώσει μεγάλη εμπορική επιτυχία, η απόδοση στα charts των μεταγενέστερων συγκροτημάτων, επισκίασε εκείνη της παραδοσιακής σκηνής, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα πολλές από τις αξίες που εκπροσωπούσε το είδος. Συγκροτήματα όπως οι Bloc Party οι οποίοι καταπιάστηκαν από πολύπλοκα κοινωνικοπολιτικά και φιλοσοφικά θέματα, αποτελούσαν τη μειοψηφία.
Μεταβαίνοντας στην επόμενη φάση του post-punk, αυτή μοιάζει να έχει τα νύχια της γραπωμένα στο παρελθόν, με πολλές από τις αυθεντικές post-punk μπάντες όπως οι The Fall και οι Bauhaus να αποτελούν πηγή έμπνευσής τους. Αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι η τρίτη δισκογραφική κυκλοφορία των Iceage, Plowing Into the Field of Love (2014), σηματοδότησε την έναρξη εκείνης της φάσης, ενώ άλλες μπάντες που βοήθησαν να αναβιώσει το είδος, ήταν οι Eagulls και οι «ήρωες» του Λονδίνου, Savages. Η μινιμαλιστική επιθετικότητα της Jehnny Beth και των υπολοίπων μελών στην πρώιμη παραγωγή των Savages, ήταν καταλυτική για την καθιέρωση του post-punk ως ένα είδος, που όσο κι αν αλλαξοπιστούσε, δεν αφανιζόταν.
Οι Preoccupations, Protomartyr, Sleaford Mods και Parquet Courts, ήταν μερικά ακόμη από τα συγκροτήματα που έκαναν ξανά το post-punk cool. Με φόντο τα αποτρόπαια γεωπολιτικά γεγονότα όπως το οικονομικό κραχ του 2008, την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit, ήταν η τέλεια στιγμή για να ανθίσει η τέχνη και η ριζοσπαστική οπτική τους. Η ζοφερή καθημερινότητα που μοιράζονταν οι νεότερες γενιές εξακολουθούσε να έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη του τέλους της δεκαετίας του ’70, καθώς υπήρχαν και πάλι πολλά να ειπωθούν για τις κοινωνικές συγκρούσεις της περιόδου.
Φτάνοντας στο σήμερα, αισθητικά, μουσικά και πολιτικά, έχει δημιουργηθεί μια νέα «συμμαχία» που μετρά κατά μέσο όρο πέντε χρόνια ζωής. Οι Dry Cleaning, Shame, Yard Act, Fontaines D.C., IDLES, Working Men’s Club, Black Country, New Road, Black Midi και The Murder Capital, έχουν κάνει τις νεότερες γενιές να μιλούν με πάθος για το “post punk”, να γεμίζουν συναυλιακούς χώρους και φυσικά να υιοθετούν το ενδυματολογικό στυλ των αγαπημένων τους καλλιτεχνών. Αν και τα περισσότερα από αυτά τα συγκροτήματα μοιράζονται μια αρκετά δυστοπική οπτική στους στίχους τους, είναι post-punk με δευτερεύοντες τρόπους και όχι ριζοσπαστικούς.
Μιλώντας για τους Idles, με την κυκλοφορία των δύο πρώτων άλμπουμ τους, Brutalism και Joy as an Act of Resistance, έφεραν μια πραγματικά ανατρεπτική πνοή στο post-punk. Εστιάζοντας στις πιο επιθετικές μορφές του είδους και θέτοντας στο επίκεντρο της δημιουργίας τους τα πολιτικά μηνύματα, η ατμόσφαιρα θύμιζε στ’ αλήθεια κάτι από τον αγωνιστικό χαρακτήρα της πρώτης φάσης του είδους. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα για την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ τους, Ultra-Mono , το 2020, το συγκρότημα επικρίθηκε με το επιχείρημα ότι το μήνυμα που προσπάθησε να περάσει ήταν υπερβολικό και σε ορισμένα σημεία επιτηδευμένο – ακόμη και επινοημένο.
Η ανατροπή που σημειώθηκε όμως με την κυκλοφορία του τέταρτου άλμπουμ τους, Crawler, είναι ενδεικτική του πού οδεύουμε. Φαίνεται ότι το συγκρότημα δέχθηκε την κριτική και επέστρεψε με κάτι φρέσκο και φωτεινό. Το Crawler, τους βρίσκει να βγαίνουν από το comfort zone της οργής τους, προσθέτοντας όργανα και ηλεκτρονικά στοιχεία με τη βοήθεια του hip-hop παραγωγού Kenny Beats. Οι IDLES είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι το post-punk – όπως το ξέραμε – φτάνει σιγά σιγά στο τέλος του. Ένα τέλος το οποίο κατάφεραν να παρακάμψουν και τώρα απολαμβάνουν μια δημιουργική αναγέννηση, εμπνέοντας και άλλα σύγχρονα συγκροτήματα.
Ζώντας σε μία εποχή που ο πολιτισμός νοσταλγεί και αγαπά να ανακυκλώνει τη ρετρό αισθητική, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε τη βασική απόκλιση του τελευταίου κύματος από το πρώτο: Ενώ κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80 το είδος καταπιάστηκε έντονα με το μέλλον και την κοινωνική αλλαγή, η τελευταία φάση του έχει εμμονή με το παρελθόν – κάτι που είναι ενδεικτικό της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Παρά τις μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, με αποκορύφωμα την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ζούμε σε μεγάλο βαθμό στην εποχή του εφησυχασμού και αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αρχική φιλοσοφία του post-punk. Το zeitgeist αλλάζει και περιμένουμε υπομονετικά να δούμε τι θα ακολουθήσει.
Με πληροφορίες από το Far Out Magazine