Στις αρχές του περασμένου Ιουλίου, τότε που το «δεύτερο κύμα» της πανδημίας ήταν μια κάπως αόριστη απειλή στα δελτία ειδήσεων, το Ringer δημοσίευσε ένα άρθρο με τον αγχωτικό (ή αγχωμένο;) τίτλο: «Θα Ξεμείνουμε από Τηλεόραση» (“We’re Going to Run Out of TV”).
Το περιεχόμενό του ήταν προφανώς ο τρόπος με τον οποίο η πανδημία επηρέαζε ήδη αυτήν την όχι και τόσο μικρή γωνιά της βιομηχανίας του θεάματος που αποτελεί σήμερα η τηλεοπτική αγορά. Και, πράγματι, ο πρόχειρος απολογισμός στο τέλος αυτής της χρονιάς που κράτησε έναν μικρό αιώνα, δείχνει ότι ο κορωνοϊός καθυστέρησε περίπου το 60% των τηλεοπτικών προγραμμάτων που βασίζονται σε κάποιου είδους σενάριο κι έχουν κάποιες στοιχειώδεις παραγωγικές απαιτήσεις που αναστάλθηκαν από το social distancing. Κι αν στο πρώτο μισό της χρονιάς τα δίκτυα και οι πλατφόρμε έφαγαν από τα έτοιμα, αυτή η καθυστέρηση έγινε αντιληπτή από το καλοκαίρι και μετά.
Δεν ήταν ιδέα σας, η Τηλεόραση ήταν όντως πιο φτωχή φέτος. Της έλειψαν οι σειρές-events, αυτές που σηκώνουν παγκόσμια συζήτηση ενεργοποιώντας οικουμενικό binge watching. Αλλά αυτό πάντα έχει και την άλλη πλευρά: μεγαλύτερο περιθώριο για να ανθίσουν μικρότερου βεληνεκούς παραγωγές, μεγαλύτερο περιθώριο να βρει ο καθένας αυτό που κουμπώνει στο γούστο του χωρίς την εξαντλητική πίεση του hype. Κι ευκαιρία, ίσως, μέσα στις ατέλειωτες ώρες που κάναμε scrolling στους 4 τοίχους να γεμίσουμε τα κενά των essentials (όλοι έχουμε τουλάχιστον έναν φίλο-μία φίλη που ζηλέψαμε αφάνταστα επειδή ξεκίνησε τους Sopranos ή το Wire εν μέσω καραντίνας / όλοι ξέρουμε κάποιον-α που είδε μαζεμένα επεισόδια Friends για να αισθανθεί λίγο καλύτερα μέσα σε όλο αυτό που ζούμε).
Καλώς ή κακώς, ανάμεσα σε free trials, συνδρομές που αποκτήθηκαν πάνω σε έναν home entertainment αυθορμητισμό και παρασκευή banana breads, η Τηλεόραση αποτέλεσε το 2020 ένα κάποιου είδους παράθυρο στον κόσμο (αφού το κανονικό έμεινε ερμητικά κλειστό). Από την πρώτη καραντίνα που όλος ο πλανήτης έζησε ξανά την καριέρα του Μάικλ Τζόρνταν στο Last Dance μέχρι τα χριστουγεννιάτικα τραπέζια των 9 που κάποιος θα πετάξει «δείτε το Ethos». Περίεργο αυτό για ένα μέσο (μια συσκευή) που λίγα χρόνια πριν ταυτιζόταν με το μπανάλ και το τετριμμένο.
Αυτές είναι οι σειρές που αγάπησε το 2020 η συντακτική ομάδα της Popaganda…
Η Αραμπέλα κλεισμένη σ’ ένα γραφείο προσπαθεί να τελειώσει ένα draft από το βιβλίο της ώστε να το στείλει στην εκδότρια της. Το deadline λήγει σε λίγες ώρες. Έχει γυρίσει μόλις από την Ιταλία, όπου υποτίθεται ότι πήγε να γράψει, αντ’ αυτού όμως πέρασε έναν τρελό έρωτα μ’ έναν ντίλερ ναρκωτικών.
Λονδρέζα, ζει στη χιπ ανατολική πλευρά της πόλης. Έχει γράψει ήδη ένα πρώτο βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο κι έχει κάνει πάταγο. Είναι κοντά στα 30, μαύρη με καταγωγή από την Αφρική. Επιβλητική, δυναμική, στύβει τη ζωή, όπως κάθε άνθρωπος στην ηλικία της.
Καλά όλα αυτά, αλλά δεν μπορεί να τελειώσει το draft ώσπου συμβαίνει το μοιραίο. Ένας φίλος την καλεί για γρήγορα ποτά με την παρέα του. Στην αρχή διστάζει και μετά λέει δε βαριέσαι.
Το επόμενο πρωί, παραδίδει στους ατζέντηδές της, ένα μισοτελειωμένο δοκίμιο. Μέσα στη θολούρα της, θυμάται ότι την έχουν βιάσει. Σε αυτό το σημείο ξεκινάει και η ιστορία.
Δε θα προδώσω κάτι άλλο. Είναι 12 επεισόδια, μικρής διάρκειας που μπορούν να καταναλωθούν σε δύο μέρες. Μιλάμε για μια σειρά που απέρριψε το Netflix και μάλλον θα τραβάνε τα μαλλιά τους αφού το HBO και το BBC έκαναν την παραγωγή στην πιο «αληθινή» σειρά που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Αληθινή γιατί, παίζει με το μυαλό σου όπως ακριβώς η ίδια η ζωή. Στην αρχή σε πιάνει ότι βλέπεις μια ταινία πάνω στο #metoo κίνημα, μετά λες ότι έχει σχέση με το black lives matter κίνημα, σε περνά στην τρέλα των σόσιαλ μίντια και στις σχέσεις εξουσίας μέσα στην καθημερινότητά μας. Στο τέλος, μπορεί να νιώσετε, πόσο τελικά τα βλέπουμε όλα μέσα από ένα πρίσμα κατανάλωσης κινημάτων και τάσεων. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτό. Αντί να δω την αλήθεια της ιστορίας μιας γυναίκας που βιάστηκε, μια καθημερινή τραγωδία σε αυτό τον πλανήτη, έψαχνα διάφορα χάσταγκ για να ταυτιστώ.
Η Μικέιλα Κόελ, δημιουργός και πρωταγωνίστρια της σειράς, είναι κάτι παραπάνω από μεγάλο αστέρι.
Τη σειρά μπορείτε να τη δείτε στην Ελλάδα μέσα από το Vodafone TV
Σταύρος Διοσκουρίδης
Θα περίμενε κανείς ότι έχουν εξαντληθεί οι πρωτότυποι, εφευρετικοί ή καινοτόμοι τρόποι για να καταγράψει κάποιος την Νέα Υόρκη και τους ανθρώπους της. Όμως στη σειρά How To With John Wilson, που έσκασε από το πουθενά στο ΗΒΟ (στην Ελλάδα στο Vodafone TV), ο ντοκιμαντερίστας Τζον Γουίλσον όχι μόνο κινηματογραφεί την Καλύτερη Πόλη Στον Κόσμο με φρέσκια ματιά, αλλά συλλαμβάνει ένα είδος κωμωδίας που ταυτίζεται ευφυώς με την κουλτούρα του 2020. Σαν αόρατος, ως επί το πλείστον, αφηγητής, ο Γουίλσον σε κάθε επεισόδιο αναγνωρίζει μια συγκεκριμένη εμμονή του (οι νευρώσεις του είναι τόσο νεοϋορκέζικες που θα μπορούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Γούντι Άλεν, τον Τζέρι Σάινφελντ κι άλλους υμνητές του ασήμαντου) κι αποφασίζει να βρει πώς θα την επιλύσει μιλώντας με κάθε λογής τυχαίους κατοίκους της Νέας Υόρκης.
Στο πρώτο επεισόδιο, με τίτλο “How To Make Small Talk”, αποφασίζει να βγει από το διαμέρισμά του για να πιάσει την κουβέντα με ξένους και καταλήγει στο πάρκινγκ, κατά τη διάρκεια ενός WrestleMania, όπου συναντά έναν παρευρισκόμενο που τον καλεί στο σπίτι του για να του δείξει πώς παγιδεύει παιδεραστές στο Ίντερνετ.
Στο “How To Put Up Scaffolding” ανοίγει διάλογο με την αρχιτεκτονική ολόκληρης της πόλης που έχει μεταλλαχθεί από τις αιώνια τοποθετημένες σκαλωσιές.
Στο “How To Improve Your Memory” γνωρίζει μια πρωταθλήτρια μνήμης που του εξηγεί την τεχνική απομνημόνευσης “memory palace” (το ίδιο που έχει και η ηρωίδα σε μια άλλη νέα, διασκεδαστική σειρά του HBO, το Τhe Flight Attendant) και τελικά ταξιδεύει σε ένα συνέδριο ανθρώπων που θεωρούν ότι οι παραπλανητικές συλλογικές αναμνήσεις τους στην πραγματικότητα είναι αληθινές (ένα φαινόμενο που λέγεται The Mandela Effect).
Μέσα από τις μικρές καθημερινές του οδύσσειες, δημιουργεί μια ολοκαίνουργια οπτική γλώσσα μέσα από το συνδυασμό των λόγων και των πλάνων του, που πάντα διαπερνά ένα διακριτικό κωμικό ύφος, σαν εκείνο που έκανε καλτ εκπρόσωπο της αλλόκοτης κανονικότητας τον Νέιθαν Φίλντερ του Nathan For You (ο οποίος ανήκει στους παραγωγούς της σειράς). Ο Τζον Γουίλσον είναι ο αστικός φιλόσοφος, ιστορικός και χρονογράφος που θα ζήλευε κάθε μεγαλούπολη, αλλά αξίζει μόνο η Νέα Υόρκη.
Μάρα Θεοδωροπούλου
Zeit is ein unendlicher Kreis.
Μπορεί να μην έχεις ιδέα από γερμανικά, ωστόσο αν παρακολουθείς Dark αυτή η φράση σου έχει ήδη χαράξει τον εγκέφαλο.
Θα γράψω για το τέλος μιας σειράς και όχι για την αρχή της. Αν κι, όσοι έχουν έστω και την παραμικρή υποψία περί τίνος πρόκειται, οι έννοιες αυτές είναι τόσο σχετικές που μπορεί να γράφω για την αρχή και να μην το ξέρω. Η τρίτη σεζόν της δημοφιλούς γερμανικής σειράς του Netflix φιλοτέχνησε ένα από τα πιο καλοδουλεμένα κλεισίματα. Αυτό γιατί το δημιουργικό αλλά και in-real-life ζεύγος Μπάραν Μπο Όνταρ και Χάντιε Φρίζε –ούτε που μπορώ να φανταστώ τις «χαλαρές» συζητήσεις που θα κάνουν στο οικογενειακό τραπέζι- είχαν εξαρχής ένα μεγάλο, συμπαγές πλάνο. Να διεκπεραιώσουν τη σειρά με σχέδιο και συγκεκριμένες προθέσεις κι όχι να υποκύψουν στα παρακαλητά παραγωγών για βεβιασμένη επέκταση λόγω υψηλής τηλεθέασης.
Δεδομένου του όγκου των δεδομένων, των μαεστρικά μπλεγμένων timelines –αναπαράγοντας με τον πιο δημιουργικό τρόπο το, εν ολίγοις sci-fi κλισέ πλέον, “everything is connected”- αλλά και τον μαινόμενο κίνδυνο του να διασταλλεί το εν λόγω σύμπαν πέραν του ελέγχου των ίδιων των δημιουργών του, η τρίτη σεζόν της πραγματικά γερμανικής αυτής σειράς (μην περιμένεις ούτε υποψία comic relief), υπακούει μέχρι τέλους στην μαεστρική τους διαχείριση ποντάροντας σε ένα εκ των καλύτερων face castings που έχουμε δει ποτέ. Συνεχίζει να τεστάρει τις αντοχές μα όχι και την υπομονή σου, κρατώντας σε δέσμιό μέχρι να φτάσεις στον επίλογο που σε χτυπάει κατευθείαν στα αριστερά του θώρακα. Μετά το φινάλε, θα συνεχίζεις να μη θες να περάσεις ούτε απ’ έξω από την ομιχλώδη κωμόπολη του Βάιντεν. Παρ’ όλ’ αυτά, η στιβαρή αφήγησή του Dark–που έκανε ολόκληρο Στίβεν Κινγκ να ξύσει το κεφάλι του με απορία- θα σου λείψει λίγο.
Η σειρά είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix.
Δημητρης Μάστορης
To “Lovers Rock”, η δεύτερη από τις πέντε ταινίες που γύρισε ο Στιβ ΜακΚουίν υπογράφοντας την τηεοπτική σειρά ανθολογίας Small Axe, συμβαίνει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε ένα σπιτικό πάρτι της αφροκαραϊβικής κοινότητας στο Δυτικό Λονδίνο των early 80s.
Οι ετοιμασίες ξεκινάνε από νωρίς. Οι γυναίκες μαγειρεύουν στην κουζίνα, οι άνδρες στήνουν το χειροποίητο soundsystem, ο κόσμος συρρέει μόλις πέφτει η νύχτα, κι όταν τα όποια τεχνικά προβλήματα ξεπερνιούνται, η κατάληξη είναι διονυσιακή. Γνωστά όλα αυτά, μόνο που κανείς δεν έχει φιλμάρει ποτέ ένα πάρτι, έτσι όπως το κάνει εδώ ο ΜακΚουίν. Δεν το παρακολουθείς, δεν το βλέπεις απλά να εξελίσσεται μέσα σε ένα 24ωρο, το ζεις. Μυρίζεις το σκόρδο και το κάρι από την κουζίνα, ανυπομονείς για ένα κομμάτι από το jerk chicken, χάνεις από ένα σημείο και μετά τον λογαριασμό από το πόσες Red Stripe έχεις κατέβασει, παραδίνεσαι στη ζαλάδα των χόρτων που σε συνδέουν με τον Jah. Αναζητάς το αγόρι ή το κορίτσι που θα λυτρώσει την σεξουαλικότητα που αυτό το βράδυ είναι αποφασισμένη να δικαιωθεί, το παίρνεις από το χέρι και προχωράτε στην πίστα, καβλώνεις όταν τα κορμιά σας τρίβονται αργά και ηδονικά, κλείνεις τα μάτια μαζί με το πλήθος που σπρώχνει a capella το “Silly Games” της Janet Kay στην αιωνιότητα. Προσπαθείς να αποφύγεις τις κακοτοπιές: αν είσαι αγόρι ο τσαμπουκάς παραμονεύει (τουλάχιστον είσαι με τα αδέρφια σου και μπορείς να το λύσεις ενώ χοροπηδάτε σε κάποιο heavy dub), αν είσαι κορίτσι πρέπει να προσέχεις με ποιον θα ξεμοναχιάσεις. Κι αν είσαι Το Αγόρι και Το Κορίτσι εύχεσαι να σας βρει μαζί το ξημέρωμα μετά το τελευταίο lovers rock που σπίναρε ο DJ.
Κι όλα αυτά, χωρίς να μεσολαβήσει κανενός είδους «πολιτισμική οικειοποίηση». Ο ΜακΚουίν, και στις 5 ταινίες (μα εδικά σε αυτήν), δεν σε εκβιάζει με το επείγον του Black Lives Matter για να ελεημονήσεις τη φυλή του με το λευκό σου προνόμιο. Η σύνδεση γίνεται σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο, έτσι όπως τα καταφέρνει πάντα το καλό σινεμά (ή η καλή τηλεόραση). Μας βάζει μέσα στα σπίτια που μεγάλωσε, στις μυρωδιές και τις συνήθειές τους, μας εξηγεί το τίμημα της κατασκευής του σημερινού μητροπολιτικού «πολυπολιτισμικού Λονδίνου», μας δείχνει την κατάφωρη αδικία του συστημικού ρατσισμού – πολιτικό θεμέλιο των συντηρητικών χρόνων της Θάτσερ. Χωρίς καν να χαρίζεται στους δικούς του: στο πατριαρχικό δίκαιο της κουλτούρας τους, στον συντηρητισμό της πρώτης γενιάς που κατέφτασε από τις Δυτικές Ινδίες, στην παραίτηση και τον συμβιβασμό με την αδικία.
Το Small Axe είναι το σημαντικότερο τηλεοπτικό γεγονός της χρονιάς (ειδικά αυτής της τόσο φυλετικά φορτισμένης χρονιάς). Το δε σάουντρακ του, έτσι όπως συγκεντρώνεται σε τούτη τη λίστα, είναι επιτέλους το όπλο που ψάχναμε τόσα χρόνια για να σας πεισουμε με ένα link να σταματήσετε να αδικείτε την μουσική που έρχεται από εκείνα τα υπέροχα νησιά.
Η σειρά είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα της COSMOTE TV.
Παναγιώτης Μένεγος
«Μια σειρά με τον Πατσίνο να κόβει ναζιστικούς κώλους. Εκτός απροόπτου το μόνο που μπορεί να πάει στραβά είναι να μην κόβει αρκετούς ναζιστικούς κώλους».
Με αυτή τη λεζάντα συνόδευσα περιχαρής το μοίρασμα, λίγο πριν εκπνεύσει ο Νοέμβριος του 2019, της είδησης ότι λίγοι μήνες απέμεναν μέχρι να δούμε τον Μεγάλο Αλ επί της μικρής οθόνης να κυνηγά ναζί που όχι απλά δεν έχουν πληρώσει για τα εγκλήματά τους, όχι μόνο δεν αρκούνται στο να ζουν με άλλη ταυτότητα ακόμη και πλουσιοπάροχα στις ΗΠΑ των τελών των 70s, αλλά συνωμοτούν κιόλας ώστε να ολοκληρώσουν αυτό που άφησε στη μέση (ή όπου, τέλος πάντων), ο αιμοσταγής Φύρερ τους, έχοντας φυσικά αφήσει πίσω του καμμένη γη κι εκατομμύρια χαμένες -από πυρά, από θαλάμους αερίων, από βασανισμούς, από πείνα, από αρρώστιες- ζωές: την καθολική επικράτηση της γερμανικής αυτοκρατορίας, του Τέταρτου, στην περίπτωση των συγκεκριμένων δολοπλόκων, Ράιχ.
Αμ δε.
Διότι μπορεί να μην πήγε στραβά αυτό που φοβόμουν, αλλά το Hunters, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Βέιλ και παραγωγή Τζόρνταν Πιλ (Get Out, Us) που σηματοδοτείται από την παρθενική συμμετοχή του Αλ Πατσίνο σε κανονική σειρά (μετά τις τηλεταινίες Άγγελοι στην Αμερική του Μάικ Νίκολς, Phil Spector του Ντέιβιντ Μάμετ και Πατέρνο του Μπάρι Λέβινσον – μάλιστα στην τροπαιοθήκη του έχει δύο Emmy ερμηνείας για τα δύο τελευταία)· το Hunters του οποίου η πλοκή είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα (δηλαδή πραγματικούς κυνηγούς Ναζί)· το Hunters που, σε μια εποχή που ο αντισημιτισμός καλά κρατεί, κόσμος και κοσμάκης το περίμενε πώς και πώς ως ταραντινικά στιλιζαρισμένο αντιναζιστικό αποκούμπι τύπου Άδωξοι Μπάσταρδη διαδραματιζόμενο όμως στο χιλιοτραγουδισμένο «Καλοκαίρι του Σαμ»· το Hunters λοιπόν τα είχε τα θεματάκια του – και δεν εννοώ θεματάκια σαν και την απεικόνιση Ναζί στο Άουσβιτς να παίζουν σκάκι με κρατούμενους αντί για πιόνια και να σκοτώνουν όποιο «πιόνι» πρέπει να φύγει από τη σκακιέρα, κάτι που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Μουσείου του Άουσβιτς που χαρακτήρισε τη σκηνή επικίνδυνα ηλίθια και καρικατούρα.
Στο δια ταύτα.
Δεν είναι λίγοι οι κριτικοί που υπήρξαν αμείλικτοι, όπως για παράδειγμα η Σόφι Γκίλμπερτ του περιοδικού Atlantic: «Είναι μια περίεργη σειρά, όλο αισθητικοποιημένη βία και νηπιακή φιλοσοφία, σαν μια ταινία Batman με τον Τζορτζ Κλούνεϊ σκηνοθετημένη από τον Κουέντιν Ταραντίνο. Το στυλ είναι φωνακλάδικο, όπως ταιριάζει με το 1977, οι αναφορές σε υπερήρωες είναι ατελείωτες, η επίκληση στο Ολοκαύτωμα μέσω φλασμπακ ακολουθιών γίνεται τόσες πολλές φορές που η σειρά αναγκάζεται να σκαρφιστεί νέες φρικαλεότητες των Ναζί (προφανώς οι παλιές δεν είναι αρκετές). Σε έναν χαρακτήρα αναφέρονται ως “ένας αληθινός γαμημένος Εβρυπερήρωας. Ένας ψυχοπαθής πυροβολεί ένα φλαμίνγκο σε μια κρίση θυμού. Καθόλη τη διάρκεια το Hunters παλεύει να δώσει έμφαση στο ηθικό του βάθος, παρά το ότι η βασική θεωρητική του έγνοια καταλήγει σε μία σχετικά απλή ερώτηση: είναι εντάξει να σκοτώσεις έναν Ναζί;”.
Από την άλλη δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που το βρήκαν απολαυστικό, όπως o Μπεν Τρέιβερς του IndieWire: «Ανήκει σε εκείνο το είδος των θρίλερ μαύρου χιούμορ που πηγαίνουν μία κοινή έκφραση όπως είναι το “φάε σκατά” κυριολεκτικά στα άκρα, αλλά επενδύει τις εξωφρενικές στιγμές του με ιστορικά στοιχεία. Ο Αλ Πατσίνο δεν ταΐζει απλώς περιττώματα σε έναν τυχαίο κακό – χώνει σκατά με δύναμη στο λαιμό ενός ύποπτου Ναζί. Αν αυτό ακούγεται σαν ευχή για κάτι που θα θέλατε να υλοποιηθεί, η σειρά του Amazon που μπλέκει την ιστορία με τη μυθοπλασία θα σας το σερβίρει, ξανά και ξανά, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή είναι μία από τις πιο χαμηλών τόνων (και λιγότερο ευρηματικές) σκηνές βασανισμού.»
Αμφότεροι είναι λιγότεροι από όσους ούτε κρύωσαν, ούτε ζεστάθηκαν παρακολουθώντας το, όπως καλή ώρα ο Ρίτσαρντ Λόουσον του Vanity Fair: «Η σειρά στις καλύτερες στιγμές της είναι μία λυπητερή αλλά εθιστική απεικόνιση της φρίκης του Ολοκαυτώματος σαν μία σχεδόν ζωντανή οντότητα κάτω από το δέρμα της ανθρωπότητας σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά. Σε άλλες στιγμές τα ένστικτα του Βέιλ γίνονται εύκολα και μαζικά, ειδικά όταν προσπαθεί να γίνει αστείος. Όταν δεν βουτάει σε ένα πηγάδι πόνου κι απώλειας, το Hunters προσπαθεί να γίνει μια διασταύρωση θρίλερ και κωμωδίας με αταίριαστους συμμάχους, ένας τόνος που έρχεται σε σύγκρουση με τις πιο σοβαρές, στενάχωρες αναζητήσεις».
Όσο για μένα που είδα τα δέκα επεισόδιά του σε δύο μέρες, και κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα δω και τη δεύτερη σεζόν (οι υπογραφές έχουν πέσει):
Το μυαλό μου συστρατεύεται με τους τρίτους.
Η καρδιά μου με τους δεύτερους.
Κι ας είναι ο τελευταίος ναζιστικός κώλος που κόβει ο Αλ Πατσίνο, ο…
Θεοδόσης Μίχος
Η τέταρτη σεζόν του Insecure της Ίσα Ρέι έμοιαζε πολύ πιο ώριμη από τις προηγούμενες, παρά το κάπως σαπουνοπερικό τέλος της, που όμως μας κάνει να θέλουμε να έρθει πολύ γρήγορα η πέμπτη σεζόν για να πάρουμε απαντήσεις. Στο Insecure η αγάπη, οι σχέσεις και τα προβλήματά τους, είχαν πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο, στην τέταρτη σεζόν όμως, στο επίκεντρο δεν βρίσκεται μια ερωτική σχέση (χωρίς να λείπουν και αυτές βέβαια), αλλά η σχέση ανάμεσα στην Ίσα και την Μόλι που βλέπουν την φιλία τους να αποσυντίθεται σιγά-σιγά, χωρίς εκείνες να μπορούν ή να είναι διατεθειμένες να κάνουν κάτι.
Από το πρώτο της επεισόδιο κιόλας, η σειρά σε βάζει σε έναν πολύχρωμο, ζωντανό κόσμο, γεμάτο μουσική, όπου οι πρωταγωνιστές είναι μαύροι Αμερικανοί του σήμερα, οι οποίοι παρουσιάζονται όχι ως καρικατούρες ή μέσα από στερεότυπα, αλλά γεμάτοι φιλοδοξίες, ανησυχίες, προβλήματα επιβίωσης κι άγχους να βρουν την θέση τους σε έναν κόσμο που για εκείνους δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Η Ίσα Ρέι καταφέρνει να μας βάλει σε έναν κόσμο γεμάτο στρώσεις συναισθημάτων ανοίγοντας ένα παράθυρο στη «μαύρη εμπειρία». Ίσως δεν έχει όλες τις απαντήσεις που θα εξηγήσουν τον φυλετικό αναβρασμό στις ΗΠΑ του 2020, αλλά είναι μια καλή αρχή αν θες να καταλάβεις το Black Lives Matter, ειδικά από την οπτική γωνία των μαύρων γυναικών, τις οποίες η pop κουλτούρα συχνά αντιμετωπίζει με πολύ άδικους όρους.
Ντενισα Μπαϊρακτάρι
Αν μπορούμε να πιστώσουμε κάτι στις πλατφόρμες streaming είναι ότι μας έδειξαν πως υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ για όλους.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια true crime σειρά που απασχόλησε τους αρθρογράφους όλων των έγκριτων μέσων, τρένταρε στο twitter, γέμισε σελίδες κι ομάδες στο Facebook, χάρισε memes με τη σέσουλα κι απέκτησε τη δική του εκδοχή TikTok Challenge, έφτασε μέχρι τον Λευκό Οίκο όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε τον Ντόναλντ Τραμπ αν θα δώσει χάρη αποφυλάκισης στον πρωταγωνιστή της Joe Exotic. Είναι το τηλεοπτικό προϊόν που πληκτρολογήθηκε περισσότερο στο Google Search το 2020. Το Tiger King: Murder, Mayhem and Madness είναι αναμφίβολα ό,τι πιο WTF έχουμε δει στο Netflix.
Ο πρωταγωνιστής συστήνεται ως redneck, γκέι κι ανοιχτά πολυγαμικός, εκτρέφει τίγρεις και διατηρεί μια καουμπόικη γκαρνταρόμπα γεμάτη με εξεζητημένα τζάκετ, καρό πουκάμισα και πολλές δόσεις παγιέτας. Μέσα από τη δική του καθημερινότητα παρακολουθούμε μια μεγάλη μπίζνα εκατομμυρίων δολαρίων που έχει στηθεί στις ΗΠΑ, με ιδιωτικούς ζωολογικούς κήπους που αιχμαλωτίζουν αιλουροειδή και ζητάνε 50 δολάρια για να βγάλεις μια σέλφι μαζί τους.
Απέναντι σε αυτό το κύκλωμα εκμετάλλευσης βρίσκεται η άλλη (εκ)κεντρική φιγούρα του ντοκιμαντέρ, η Κάρολ Μπάσκιν. Φοράει μόνο λεοπάρ print και μαζί με τον πρώην άντρα της δημιούργησε το Big Cat Rescue που συνεργάζεται με την PETA για να σταματήσει το εμπόριο και ο βασανισμός των αιλουροειδών. Εκτός όμως από την κόντρα μεταξύ των δύο τιγρολατρών για το ποιος είναι ο πραγματικά φιλόζωος της υπόθεσης, η εξαφάνιση του πρώην συντρόφου της Μπάσκιν γίνεται ο μοχλός πίεσης του Joe Exotic απέναντί της. Μάλιστα, έγραψε κι ένα σχετικό τραγούδι σε ρυθμό country στο οποίο βλέπουμε τη δημιουργό του Big Cat Rescue να ταΐζει τον αγνοούμενο στις τίγρεις.
Μην ανησυχείτε, δεν κάνω spoilers…και να θέλω δεν μπορώ με όλο αυτόν τον παραλογισμό που θα δείτε. Στα επτά επεισόδια που ακροβατούν μεταξύ reality show και ντοκιμαντέρ παρελαύνουν trash κι αλλόκοτες προσωπικότητες, όπως ο «εκλεπτυσμένος» Doc Antle ο οποίος διατηρεί δικό του εκτροφείο που δέχεται πλήθος κόσμου ενώ λειτουργεί κι ως αίρεση – μια μίξη του βουδισμού με τη λατρεία των αιλουροειδών σε polyamorous κλίμα. Κι όσο η οπισθοδρόμηση της Βαθιάς Αμερικής θα ξεδιπλώνεται στο Tiger King, ενώ οι πρωταγωνιστές του σκηνοθετούν μόνοι τους τον εαυτό τους, τόσο δεν θα ξέρετε αν αυτό που παρακολουθείτε είναι για γέλια ή για κλάματα.
Αν δεν σας έπεισα ακόμα να το ξεκινήσετε, σας έχω μερικούς ακόμα εξωφρενικούς λόγους για να μην το χάσετε.
Η σειρά είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix.
Ζωή Παρασίδη
Αρχικά ας ξεκαθαρίσω ότι χαίρομαι πολύ που κανένα Fargo δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Ούτε φυσικά η ομότιτλη ταινία των αδερφών Κοέν (ούτως ή άλλως οι Κοέν δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ) ούτε καμία από τις τέσσερις σεζόν της σειράς που βασίζεται ως φιλοσοφία και διάθεση στην ταινία του 1996.
Το Fargo 4 είναι (κι αυτό) ένα αριστούργημα που στάζει αίμα και σαρκασμό. Μέσα από τη διαμάχη της ιταλικής με την αφροαμερικάνικη μαφία, και με αναφορές στην ιρλανδική που αποτελεί παρελθόν, οι δημιουργοί της σειράς μιλούν για την Αμερική με λόγο τόσο αιχμηρό που θέλεις να σηκωθείς όρθιος από τον καναπέ σου και να χειροκροτήσεις.
Mια περιεκτική σταχυολόγηση, που θα μιλήσει για το Fargo 4, καλύτερα από εμένα:
– Ιταλός μαφιόζος εξηγεί για όταν πρωτοήρθε στην Αμερική και προσπαθούσε να καταλάβει ποιες είναι οι «αμερικανικές αξίες» και καταλήγει “I realize to be American is to pretend” («Συνειδητοποίησα ότι το να είσαι Αμερικάνος, είναι να υποκρίνεσαι»).
– “You know why America loves a crime story? Because America is a crime story” («Ξέρετε γιατί η Αμερική αγαπάει τις ιστορίες εγκλήματος; Γιατί η Αμερική είναι μια ιστορία είναι μια ιστορία εγκλήματος»), λέει κάποια στιγμή ο Τζόστο Φάντα, ο κληρονόμος της ιταλικής μαφίας, στον επικεφαλής της αφροαμερικάνικης, Λόι Κάνον,.
– Και τέλος, αφού είμαστε εδώ για την ιστορία και για την Ιστορία, η έφηβη Εθερίλδα Περλ Σμάτνι καταλήγει: “History is a form of memory. But what does it mean to remember? We think naturally of our own past. Our lives, day by day. And through them, we see the events of our time. We are black and white. Rich and poor. Foreign-born and domestic. And yet if our pasts are separate, then aren’t our histories separate too? Segregated? Ask yourself — who writes the books? Who chooses what we remember and what gets forgotten?” («Η ιστορία είναι μια μορφή μνήμη;. Αλλά τι σημαίνει να θυμόμαστε; Να σκεφτόμαστε φυσικά το παρελθόν. Τις ζωές μας, μέρα με τη μέρα. Και μέσα από αυτές, να βλέπουμε τα γεγονότα των καιρών μας. Είμαστε μαύροι και λευκοί. Πλούσιοι και φτωχοί.Γεννημένοι κάπου αλλού κι εδώ. Κι όμως αν το παρελθόν μας είναι ξεχωριστό, δεν είναι ξεχωριστές και οι ιστορίες μας; Διαχωρισμένες; Ρωτήστε τον εαυτό σας – ποιος γράφει τα βιβλία; Ποιος διαλέγει τι θυμόμαστε και τι ξεχνιέται;»)
Προσθέστε στο μίγμα τις φοβερές ερμηνείες των Τζέσι Μπάκλεϊ (I ‘m thinking of ending things) και Μπεν Γουίσο (The Lobster), τον Κρις Ροκ σε κόντρα ρόλο και το 9ο επεισόδιο που από μόνο του είναι art cinema και έχετε μια από τις καλύτερες σεζόν των τελευταίων χρόνων.
Η σειρά είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα της COSMOTE TV.
Λίνα Ρόκου