Η χρονιά που μας αποχαιρέτισε προ ημερών, μας εφοδίασε με ποικίλες ηχητικές απολαύσεις, ορισμένες από τις οποίες αξίζει να περιφέρουμε στο μυαλό μας για πολλά ακόμη έτη. Στα καθ’ ημάς, ειδικότερα, το 2014 υπήρξε μια εξαιρετικά γόνιμη, και συνεπώς γενναιόδωρη περίοδος σε ό,τι αφορά τη μουσική δημιουργία, παρόλο που περιέβαλε τα εκάστοτε εγχειρήματα με την ανασφάλεια και την αστάθεια που χαρακτήρισαν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής στη χώρα. Σε πείσμα των αντιξοοτήτων, λοιπόν, εκεί έξω (κι όχι μόνο κοντά μας…) δρουν και εκφράζονται καλλιτεχνικά συμπατριώτες μας δημιουργοί, αλλά και συλλογικότητες, καταθέτοντας αξιομνημόνευτα μουσικά έργα.
Διάλεξα τα 34 (20+14, δηλαδή) συναρπαστικότερα εγχώρια άλμπουμ του 2014. Πολλά μπορεί να μην τα έχετε ξανακούσει ποτέ, η παρουσίασή τους λοιπόν θα γίνει με βάση το ηχητικό ή υφολογικό στίγμα τους.
//Η εγχώρια παράδοση, αλλιώς
Christos Galanopoulos and Friends, The City Man [Αυτόνομη Κυκλοφορία] *
H καθημερινότητα του Ανθρώπου της πόλης –ο οποίος παριστάνεται στο εξώφυλλο ως μια φιγούρα που επιζητεί τη φυγή και βαδίζει ασθμαίνοντας– και οι ανησυχίες αυτού, ενδύονται με ρυθμούς, μελωδίες, βόμβους, παράσιτα και εν γένει με ηχοχρώματα, στων οποίων τα συστατικά δεν υπερτερεί κάποια πολιτισμική κληρονομιά. Μέσα σε αυτά τα ηχοχρώματα, ο ειρμός του Γαλανόπουλου και των αλληλεπιδρώντων μουσικών υλοποιεί ένα όραμα που προσεγγίζει την ηχητική παρακαταθήκη της χώρας μας. Πότε (ανα)ψηλαφίζοντας τις συντεταγμένες της kosmische musik, η οποία μορφοποιήθηκε επί γερμανικού εδάφους κυρίως στα ’60s και στα ’70s, και πότε στρέφοντας το βλέμμα στις κοιτίδες του βρετανικού προοδευτικού ροκ, του ελεγειακού ροκ των GY!BE, της ηλεκτρονικής αντίληψης των ’90s, της τζαζ. Πάντοτε, σχεδόν, περνώντας από βυζαντινούς και ανατολίτικους «δρόμους», και αναδεικνύοντας την ευδοκιμούσα συνομιλία μεταξύ φυσικών οργάνων (ακουστικών, ηλεκτρικών, παραδοσιακών και μη) και ηλεκτρονικών εργαλείων.
Στήσε Αυτί:
Villagers Of Ioannina City, Riza [Mantra]
Ορμώμενοι από την πόλη των Ιωαννίνων και με επαρκή επίγνωση των όσων συνέβησαν μέχρι σήμερα στον stoner/heavy rock και στον μετά-grunge χώρο, οι Villagers Of Ioannina City (ή συντομογραφικά V.I.C.) εξελίχθηκαν μέσα στο 2014 στην ατραξιόν της εγχώριας μουσικής πραγματικότητας που αποκλίνει από τις επιταγές της μαζικής κατανάλωσης. Στο επίσημο ντεμπούτο του (είχε προηγηθεί μια πρόμο έκδοση κάποιων συνθέσεών τους), το προκείμενο πενταμελές σχήμα επέλεξε όχι απλώς να αναπλάσει τις μνήμες που εκλύουν τα παραδοσιακά τραγούδια της Ηπείρου, αλλά να προτείνει μία εκστατική ηχητική τεχνοτροπία. Μια τεχνοτροπία, που διατηρεί στο επίκεντρό της τόσο τον διονυσιασμό του τόπου τους (με το κλαρίνο σε πρώτο πλάνο) όσο και τον αντίστοιχο (ελέω των αιχμηρών και διαλογιστικών κιθαρισμών) που συναντά κανείς σε ηχογραφημένες στιγμές συγκροτημάτων όπως οι Kyuss και οι Tool, μέσα από ένα τρόπο κλιμάκωσης των συνθέσεων που αντλεί από την ambient (ok, post) rock λογική δόμησης.
Στήσε Αυτί
Μπάμπης Παπαδόπουλος, Μέσα στον πόνο είν’ η χαρά μέσ’ στη χαρά είναι ο πόνος [Puzzlemusik]
Στο άκουσμα του ονόματος του Μπάμπη Παπαδόπουλου, ο χαρακτηρισμός που μου έρχεται πάντα στο νου, είναι: «ακούραστος ταξιδευτής». Από τις Τρύπες και τη συνεργασία του με άλλους μουσικούς, μέχρι και την ακραιφνώς προσωπική του οπτική, ο Παπαδόπουλος διέπεται από μια σπάνια συνέπεια. Αυτή που τον κάνει να υπηρετεί το εκάστοτε όραμά του με την αρμόζουσα προσήλωση, κι η οποία εμφανίζεται και στο τέταρτο -συνυπολογίζοντας και τη φετινή «σκονισμένη» ηχητική επένδυση για Το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη- σόλο άλμπουμ του, Μέσα στον πόνο είν’ η χαρά μέσ’ στη χαρά είναι ο πόνος. Με την αλληλεπίδραση των λιτών του κιθαριστικών φράσεων και των χαρακτηριστικών που προσδίδουν στο δίσκο το κοντραμπάσο, το μπουζούκι, το βιολί και η βιόλα, καταλήγει σε ένα συγκροτημένο και πλήρες ουσίας αποτέλεσμα που στήνει υπέροχα γέφυρες μεταξύ της ελληνικής μουσικής παρακαταθήκης (ρεμπέτικο, λαϊκό των ’50s/’60s, λόγιο τραγούδι συνθετών όπως ο Ξαρχάκος), των ανατολίτικων σκοπών, της δυτικοτραφούς φολκ και των μπλουζ, της ελαφριάς γαλλικής αισθητικής…
Στήσε Αυτί
Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου [Αχός/Music Links Knowledge ]
Πιστός στην εντρύφησή του στην ελληνική κουλτούρα μέσα από την ευρυγώνια οπτική του, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου προχωρά σε μια ακόμη καλλιτεχνική περιπλάνηση. Σε ένα άλμπουμ θαυμαστών ισορροπιών, οι οποίες διατηρούνται στο ακέραιο έως και το πέρας αυτού, ο Λαρισαίος δημιουργός δεν πηγαινοέρχεται απλώς μεταξύ ετερόκλητων μουσικών ιδιωμάτων, ούτε αναδιατυπώνει την ήδη γνώριμη άποψή του επί του ήχου. Κατορθώνει να εκφέρει μια νέα ηχητική πρόταση, που μπορεί να δανείζεται στοιχεία από το παρελθόν του καλλιτέχνη, μα σηματοδοτεί έναν ολοκαίνουργιο και ξεχωριστό κόμβο στην πολλά σημαίνουσα σταδιοδρομία του. Η μπουζουκομάνα βρίσκεται και πάλι στην υπηρεσία του Θανάση για να οδηγήσει, στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε ένα λυτρωτικό σεργιάνι τις αναπτύξεις των συνθέσεων. Αυτή τη φορά, πάντως, πέρα από τις διαχρονικά αγαπημένες του εμμονές, επιλέγει να τοποθετήσει σε περίοπτη θέση στο πόνημά του ορισμένους τζαζ προσανατολισμούς, στους οποίους συνηγορούν και μερικοί μουσικοί (σε πληκτροφόρα, κοντραμπάσο, κρουστά και πνευστά) από εκείνους που αποδέχονται την… Πρόσκληση σε Δείπνο Κυανίου.
Στήσε αυτί
//Σταυροδρόμια πολιτισμών
Epirus Quartet, Transatlantic [Fair Weather Friends]
Με τον Νικόλα Μπούκλα (τενόρο σαξόφωνο και φλάουτο) και τον Χαράλαμπο Τυρόπουλο (το έβδομο μέλος…) στη συγγραφή των συνθέσεων, κι ακόμη πέντε μουσικούς με καταγωγή από τις ΗΠΑ, οι Epirus Quartet μπορεί να κατοικοεδρεύουν στο Όστιν του Τέξας, μα αρκετά σημαντικό μέρος του κοινού τους εντοπίζεται έξω από αυτό… Η πολυσυλλεκτικότητα του ύφους τους, αποτελεί μια πιθανή εξήγηση για την ευρύτητα της απήχησή τους, αφού στο παρθενικό τους καταστάλαγμα με τίτλο Transatlantic, «πηγαινοέρχονται» με χαρακτηριστική επιτυχία στις δύο όχθες του Ατλαντικού, αλλά δεν στέκονται μόνο σε αυτό. Τοποθετώντας κάθε του απόπειρα σε groovy πλαίσιο και με συνδετικό ιστό τη διάθεση για εκτεταμένο αυτοσχεδιασμό, το παρόν σεξτέτο αναμιγνύει τα πεντατονικά ηπειρώτικα με τη τζαζ, το φανκ, το άφρομπιτ και τη σόουλ. Και το πράττει με αληθινά απολαυστικό τρόπο.
Στήσε αυτί
Xylouris White, Goats [Other Music]
Γιώργης Ξυλούρης (ο Ψαρογιώργης) και Jim White (ναι, ο περκασιονίστας, μεταξύ άλλων, των Dirty Three) αποφάσισαν να συμπράξουν και πάλι, αυτή τη φορά υπό το όνομα Xylouris White, καταστρώνοντας από κοινού (για πρώτη φορά) ένα πλήρους διάρκειας ηχογράφημα που δεν αποτελεί μονάχα μια συναρπαστική σύζευξη των επιμέρους (ετερόκλητων) καταβολών τους, αλλά ένα σταυροδρόμι συνάντησης διαφορετικών λαογραφικών συνόλων. Η κρητική κουλτούρα από τη μία μέσω του Ξυλούρη και μια δυτικής προέλευσης ποικιλόμορφη αισθητική από την άλλη, λόγω των πολυπολιτισμικών συνεργασιών του Αυστραλού White με άλλους καλλιτέχνες, σχηματοποιούν ένα ηχητικό μόρφωμα που διακρίνεται για τον εκστατικό, σχεδόν διονυσιακής χροιάς ενθουσιασμό του. Στο Goats, λαούτο και κρουστά, ως επί το πλείστον (με τη φωνή του Ξυλούρη να ακούγεται σε ένα κομμάτι), επιστρατεύονται για να αξιοποιηθούν ως εκφραστικά εργαλεία, βάσει πάντοτε των απαιτήσεων της καλοδεχούμενης αυτής «συνομιλίας» μεταξύ των δύο προαναφερθέντων μουσικών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Guy Picciotto των Fugazi επωμίστηκε την ευθύνη της παραγωγής.
Στήσε αυτί
Electric Litany, Enduring Days You Will Overcome [Inner Ear] *
Τέσσερα χρόνια μετά το ολοκληρωμένο της ντεμπούτο, η τετραμελής και πολυπολιτισμική παρέα των Electric Litany στήνει και πάλι γέφυρες ανάμεσα σε δομές, φόρμες και ύφη. Ο μελανόμορφος post punk/shoegaze λυρισμός που διέσχιζε τις εκφάνσεις της τεχνοτροπίας τους έχει καταφανές στίγμα και στο καινούργιο τους πόνημα. Εκείνα που τώρα αποκτούν υπολογίσιμο έρεισμα σε σχέση με το παρελθόν, είναι οι παχιές γραμμές των συνθεσάιζερ, η «πλαστική» ρυθμολογία και οι λούπες μέσω των ηλεκτρονικών στηριγμάτων, η παραμορφωτική ισχύς του vocoder, τα κατανυκτικά «κουδουνίσματα» του περσικού σαντουριού. Συστατικά, που κατά κύριο λόγο τοποθετούνται ευφυώς σε κομβικά σημεία των κομματιών και σε συνδυασμό τόσο με τον ενορχηστρωτικό αναβρασμό όσο και με την καθηλωτική παραγωγή σε συνεργασία με τους Alan Parsons και Γιώργο Μπότη, που ρέπουν προς τον μαξιμαλισμό (και τη φουτουριστική νοοτροπία εκ των progressive ’70s) μα ποτέ προς τον βερμπαλισμό, σχηματίζουν ένα συνεκτικό αποτέλεσμα.
Στήσε αυτί
συνέχεια στην επόμενη σελίδα: με beats, ποίηση και πειραματισμό