Άρχισα να μετράω πόσες φορές έχω δει αυτό το έργο στο θέατρο, όταν έγινε γνωστή η φετινή παραγωγή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Και το έχω δει κάμποσες αυτό το διαχρονικό, αιχμηρό, βαθύ, σύνθετο, οργισμένο όσο και απελπισμένα τρυφερό έργο του Εντουαρντ Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Το έργο το ξέρω -σκέφτηκα. Θα δω την παράσταση, που κάθε φορά είναι διαφορετική.
Αυτό που αποδείχθηκε όμως -για άλλη μια φορά- είναι ότι δεν είναι μόνο κάθε παράσταση διαφορετική. Κάθε παράσταση δείχνει αλλιώς το ίδιο έργο. Και κάθε παραγωγή του ίδιου έργου επιτρέπει, βοηθάει, προτρέπει να το ξανακούσουμε αλλιώς, να ταυτιστούμε αλλιώς.
Στη σκηνή του Θεάτρου «Αθηνών» έχει στηθεί ένα σαλόνι της δεκαετίας του ’60. Ενα σαλόνι ανθρώπων που αγαπούν τα βιβλία, οπωσδήποτε, αλλά καθόλου την τάξη (σκηνικά Αθανασία Σμαραγδή). Ακούγεται το σαρωτικό γέλιο της Μάρθας (Μαρία Πρωτόπαπα) που μπαίνει μισομεθυσμένη και ακολουθείται από τον υπομονετικό Τζωρτζ (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), τον οποίο προστάζει να κατευθυνθεί στον… συμπρωταγωνιστή της παράστασης, το μπαράκι στην άκρη της σκηνής. Καταφυγή, διέξοδος, εκτόνωση, συντροφιά είναι το αλκοόλ γι’ αυτό το ώριμο, αλλά κουρασμένο ζευγάρι, που από την είσοδο έχει αρχίσει το πινγκ πονγκ της αλληλοακύρωσης: «Αν υπήρχες θα σε χώριζα» λέει η Μάρθα. «Εχεις σαρώσει όλα τα βραβεία βδελυγμίας» απαντά ο Τζωρτζ.
Δεν πτοούνται ούτε με την άφιξη ενός ζευγαριού που πρώτη φορά συναναστρέφονται, αλλά πρέπει, για κάποιους λόγους κοινωνικής ομηρίας, να δεχθούν την επίσκεψή τους μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Το αντίθετο, μπροστά στο νέο ζευγάρι το παιχνίδι της κόντρας γίνεται πιο προκλητικό, ως δείγμα εξουσίας, υποτίμησης και σνομπισμού. Και από εκεί που είναι, φαινομενικά, υπόθεση δύο ζευγαριών, η ιστορία του Αλμπι γίνεται γρήγορα υπόθεση κοινωνικών στρωμάτων, αντιλήψεων, συμπεριφορών που διαμορφώνουν, ασφαλέστατα, τις σχέσεις των ανθρώπων. Των συγκεκριμένων ανθρώπων και όλων των ανθρώπων. Αυτό είναι το ένα σημαντικό που κάνει ο Αλμπι σ’ αυτό το έργο.
Το δεύτερο σημαντικό είναι οι χαρακτήρες που χτίζει. Η Μάρθα και ο Τζωρτζ, αλλά και η Χάνυ με τον Νικ (το νεαρό ζευγάρι) είναι αρχετυπικοί χαρακτήρες, οι φοβίες τους, οι ανασφάλειές τους και ο τρόπος που αυτές εκδηλώνονται υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Υπάρχουν πάντα ζευγάρια που αλληλοσπαράσσονται, υπάρχουν πάντα άνθρωποι που νιώθουν ηδονή από τη συντριβή του άλλου, υπάρχουν πάντα αυτοί που θέλουν να δείχνουν κυριαρχικοί και κυρίαρχοι, αλλά είναι απολύτως εξαρτημένοι, κι εκείνοι που διαρκώς υποχωρούν και αφήνουν χώρο, στριμώχνοντας το εγώ τους στη γωνία. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν οι ανταγωνισμοί της προηγούμενης με την επόμενη γενιά, αυτή η τρομερή και διαρκής μάχη του κυνισμού (Τζωρτζ) με το θράσος (Νικ). Υπάρχουν πάντα τα ψέματα πάνω στα οποία χτίζονται οι επισφαλείς ισορροπίες πολλών σχέσεων. Και υπάρχουν κι εκείνες ο αδυσώπητες, πικρές ατάκες που δεν έχουν ηλικία και εποχή: «Ξέρω από ιστορία. Ξέρω πότε απειλούμαι»· «Διανύουμε το τελευταίο κατοστάρι της πνευματικής μας εγρήγορσης»· «ναυαγισμένες ελπίδες, προθέσεις αγαθές»· «μαζεύουμε τα δάκρυα, τα βάζουμε στην κατάψυξη και τα βάζουμε στα ποτά», είναι μερικές από αυτές, που ακούγονται την ώρα της έκρηξης, της ταπείνωσης, της διεκδίκησης, της εκδίκησης, την ώρα που μερικά από τα βιβλία φεύγουν από τα ράφια και γίνονται όπλα. Και μόνο ενός από αυτά βλέπουμε το εξωφυλλο, την ώρα που το σηκώνει από το πάτωμα ο Τζωρτζ και το ξεφυλλίζει σιωπηλός: «Η παρακμή της Δύσης», του Οσβαλντ Σπένγκλερ.
Τελικά, ναι, ήταν πολύ διαφορετική αυτή η παράσταση του πασίγνωστου έργου του Εντουαρντ Αλμπι. Παρότι ακουμπούσε απολύτως στην εικόνα και στο κλίμα της κλασικής ταινίας του Mike Nichols, με τις ανεξίτηλες ερμηνείες της Λιζ Τέιλορ και του Ρίτσαρντ Μπάρτον, πολύ σύντομα η σύνδεση αυτή υποχώρησε, εξαφανίστηκε. Ακουσα όλους τους διαλόγους, παρατήρησα κάθε «συλλαβή» από τις γλώσσες του σώματος των τεσσάρων ηθοποιών, «διάβασα» με άλλη ματιά τις καίριες και διαχρονικές επισημάνσεις του Αλμπι για τόσα πολλά θέματα. Κι όλα αυτά χάρη στο ρυθμό της παράστασης, χάρη στο ότι η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη προσέγγισε με τρυφερότητα λες και κατανόηση οπωσδήποτε τις διαδρομές της ψυχής αυτών των ανθρώπων, και ασφαλώς χάρη στις ερμηνείες. Ολοι απέδωσαν με βάθος, ετοιμότητα, χιούμορ και ευστροφία τους τέσσερις χαρακτήρες του Αλμπι. Θα σταθώ όμως ιδιαιτέρως στις δύο γυναικείες ερμηνείες της παράστασης. Στη Μάρθα της Μαρίας Πρωτόπαπα, στην καλύτερη Μάρθα των σύγχρονων παρουσιάσεων του έργου -όσων έχω δει τουλάχιστον που είχε γοητεία, όση και τσαμπουκά μαζί με απελπισία. «Μάρθα, έχεις απαίσια χαρίσματα» της λέει ο Τζωρτζ κάποια στιγμή, σε μια ακόμα επική ατάκα. Θα σταθώ επίσης στη Χάνυ, αυτή την κοπελίτσα που όλοι προσπερνούν, την χωρίς εμπειρίες και άποψη. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου με μια εξαιρετική ερμηνεία έκανε διακριτό αυτό το καταπιεσμένο τίποτα, έκανε να ακουστούν οι φθόγγοι βοήθειας που έχει παλεύουν στον ουρανίσκο της, ανέδειξε τελικά, την απελπισία όσων έχουν κάτι να πουν, νιώθουν πολλά, και έχουν μάθει να σιωπούν.
Μια κλασικά μοντέρνα παράσταση, φόρος τιμής σ’ ένα μεγαλειώδες θεατρικό κείμενο.