Ας ξεκινήσω από δύο απόψεις μου: είμαι απολύτως ανοιχτή στις διαφορετικές προσεγγίσεις παλαιότερων ή κλασικών έργων στη σκηνή, είμαι εντελώς φιλοπερίεργη για τον τρόπο που οι σύγχρονοι σκηνοθέτες επιχειρούν να φέρουν στο σήμερα και στα δικά τους βιώματα παλαιότερα κείμενα με μία βασική προϋπόθεση: να υπάρχει συνέπεια στο εγχείρημα. Να μπορώ δηλαδή, στο κάθε «πείραγμα» να διακρίνω μια συνεπή «γραμμή» και αντίληψη σε αυτό που τελικά παρουσιάζεται.
Και χωρίς περιστροφές, η Μαρία Πανουργιά, στη δική της εκδοχή για ένα δημοφιλές και πολυπαιγμένο έργο, το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ Άλμπι (πρωτοπαρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1962), που όλοι έχουμε δει περισσότερο από μία φορά είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, είχε συνέπεια σ’ αυτό που επιχείρησε να κάνει. Υπηρέτησε την οπτική της, η ίδια και οι ηθοποιοί της παράστασης, από την αρχή μέχρι το τέλος. Με βασικό όχημα το σήμερα, με βασικό πρόσημο τη δηλωμένη ή αδήλωτη βία των ανθρώπων στις σχέσεις και στα συναισθήματά τους.
Στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, είχε στηθεί ένα μεγάλο μεσοαστικό καθιστικό, παντός καιρού και εποχής. Ενας καναπές γωνία με ένα μόνο έργο στον τοίχο-κουρτίνα (παίζει ρόλο η κουρτίνα και άλλοι τέσσερις άνθρωποι έχουν ρόλο στην παράσταση πίσω από τις κουρτίνες): το πασίγνωστο έργο του Γκυστάβ Κουρμπέ «Η προέλευση του κόσμου». Ενοικοι του σπιτιού, ένα ζευγάρι πολυκαιρισμένο, που μόνη του ευχαρίστηση είναι να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Αναγνωρίσιμο μοτίβο; Προφανώς. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από αυτά, υπάρχει μια τρομακτική συνεννόηση, σχεδόν συμπαιγνία: η Μάρθα (Λένα Κιτσοπούλου) και ο Τζωρτζ (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) έχουν κρυφούς κώδικές, έχουν παρελθόν, έχουν τελικά νοιάξιμο. Με τον δικό τους τρόπο. Είναι από εκείνα τα ζευγάρια που δεν μπορεί ο ένας να μην βασανίζει τον άλλον, που δεν μπορεί ο ένας χωρίς τον άλλον. Ολοι οι άλλοι είναι παρείσακτοι…
Η παράσταση ξεκινά με ένα πράσινο μήλο που βάζει στο κεφάλι της η Μάρθα και το στοχεύει -σαν άλλος Γουλιέλμος Τέλλος- όχι με τόξο, αλλά με περίστροφο, ο Τζωρτζ. Ολα για όλα. Εξ αρχής. Μισομεθυσμένη η Μάρθα, έχει ξαπλώσει πίσω από τον καναπέ και κάνει έναν διάλογο από εκείνους που γεμίζουν το χρόνο σ’ ένα ζευγάρι που τα έχει πει όλα: προσπαθεί να θυμηθεί μια ταινία… Και μιλάει η Μάρθα-Λένα Κιτσοπούλου, μόνο με το χέρι της, πίσω από τον καναπέ! Το μπαρ είναι η άλλη βασική διακόσμηση αυτού του καθιστικού, τα ποτά πάνε κι έρχονται, τα παγάκια επίσης. Και μέσα στη μαύρη νύχτα η Μάρθα ανακοινώνει στον Τζωρτζ -είναι φανερό ότι ο Τζωρτζ έχει αποδεχθεί να του ανακοινώνονται απλώς διάφορα πράγματα- πως περιμένουν… επισκέψεις! Τον Νικ, ένα φέρελπι, επιφανειακά flat, πανεπιστημιακό, βιολόγο (Γιάννης Παπαδόπουλος) και τη νεαρή, αθώα και νευρωτική συζυγό του, τη Honey (Στέλλα Βογιατζάκη). Ενα νέο ζευγάρι στην πόλη και στο πανεπιστήμιο της πόλης, όπου άρχει ο πατέρας της Μάρθας Και ιδού η πρώτη ψυχαναλυτική εμπλοκή. Υπάρχουν πολλές στη διάρκεια του έργου. Οπως υπάρχει και μεγάλη έμφαση σε σημερινές εκφράσεις της βίας στις διαπροσωπικές σχέσεις, υπόγειες ή φανερές, (πολύ πιο σκληρή απ’ ό,τι στον Αλμπι βγαίνει στην παράσταση, διότι, προφανώς, πολύ πιο σκληρή είναι σήμερα η βία). Μόνο που όλο αυτό κάποια στιγμή μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός, μοιάζει να γίνεται επανάληψη και εμμονή, με αποτέλεσμα να χάνεται ο ρυθμός. Παρόλο που υπάρχουν εξαιρετικές αισθητικές στιγμές στην παράσταση, όπως και εύγλωττες στιγμές αμηχανίας και σιωπής, σαν αυτές που ζούμε, βιώνουμε ή διακρίνουμε γύρω μας διαρκώς. Υπάρχουν επίσης και εξαιρετικά προκλητικές σκηνές, που πάλι παραπέμπουν σε ψυχαναλυτικά πεδία, με δόσεις εντυπωσιασμού παρ’ όλα αυτά. Βεβαίως η βία και η διάθεση ισοπέδωσης του άλλου σκέλους της δυάδας, του ζευγαριού, είναι συστατικό στοιχείο του έργου. Και δεν φεύγει πολύ από το έργο η Μαρία Πανουργιά. Απλώς αλλάζει, δραματουργικά (σύμβουλος δραματουργίας Τάσος Κουκουτάς) τις εκφράσεις και το λεξιλόγιο. Αποδεκτό. Ως ένα σημείο. Γιατί υπάρχουν και υπερβολές. Πάλι. Και επίσης βασίζεται ιδιαιτέρως, και πολύ, και παραπάνω από πολύ, στην πληθωρική και αναγνωρίσιμη σκηνική παρουσία της Λένας Κιτσοπούλου σε πολλές στιγμές της παράστασης.
Ομως στη διάρκεια της παράστασης η Μαρία Πανουργιά έβαλε κι άλλα στοιχεία, όχι όλα αναγνώσιμα και αναγνωρίσιμα. Λίγο θύμιζαν την ταινία «Μάτια ερμητικά κλειστά», λίγο την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», έργα με πολλαπλές ψυχαναλυτικές αναγνώσεις ασφαλώς. Λίγο ατάκτως ερριμμένα αυτά. Λίγο εκ του περισσού. Οπως αναιτίως περίσσεια ήταν και η διάρκεια της παράστασης.
Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες, Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης απέδωσε εύστοχα, με σοφή αυτοκυριαρχία και με υπόγειο χιούμορ τον κυνικό, ηττημένο αλλά έξυπνο, παραδομένο αλλά παρόντα, Τζωρτζ. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ήταν ο Νικ που υποχωρεί, που θυμώνει άκαιρα, που υποτάσσεται και εξευτελίζεται επειδή έχει στόχο. Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιοι Νικ γύρω μας! Η Στέλλα Βογιατζάκη ερμήνευσε εξαιρετικά την αφελή, φοβισμένη, μαλθακή και νευρωτική Honey, προφανώς υπακούοντας στην υπερβολική απόδοσή του ρόλου. Τελευταία, αλλά όχι έσχατη, η Λένα Κιτσοπούλου, η οποία, όταν ακολουθούσε στιγμές ησυχίας και βαθύτητας και όχι τον αναγνωρίσιμο δρόμο της, ήταν εξαιρετική. Οπως στη σκηνή του φινάλε, της αποδοχής της ματαιότητας, της αναγνώρισης του συμβιβασμού και της εξάρτησης. Σε αρκετές στιγμές του έργου είχα την εντύπωση, όμως, ότι έβλεπα σκηνές από δικές της παραστάσεις που είχα ήδη δει.
Η παράσταση της Μαρίας Πανουργιά είχε άποψη, είχε σκεπτικό, είχε νέα πρόταση για ένα πασίγνωστο έργο, παρότι υπερέβαλε στον υπερτονισμό της νοσηρότητας ενός έργου που πραγματεύεται τη νοσηρότητα. Και είχε ακρότητες, όπως αυτές που έχει το σήμερα. Και είχε μια απολύτως σχεδιασμένη παράσταση, με τη δική της πρόταση. Που αρκετές στιγμές σε κέρδιζε κι άλλες άφηνε τον θεατή αμήχανο.
Συντελεστές: Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη. Σκηνοθεσία: Μαρία Πανουργιά. Σύμβουλος Δραματουργίας: Τάσος Κουκουτάς. Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου. Επιμέλεια Κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου . Μουσική & Ήχος: Blaine L. Reininger
Παίζουν:
Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (George), Λένα Κιτσοπούλου (Martha), Γιάννης Παπαδόπουλος (Nick), Στέλλα Βογιατζάκη (Honey)
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Συγγρού 107)
12 έως 30 Δεκεμβρίου 2018
Μικρή Σκηνή
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 21:00