Ο Πάτρικ Κάρνι βαριέται. Μπορώ να το καταλάβω έτσι όπως νωχελικά με υποδέχεται σε ενα από τα κουτιά – καμαρίνια πίσω από τη μεγάλη σκηνή του Rockwave. Μπορώ να το καταλάβω γιατί κι εγώ, αν ήμουν εκείνος, το ίδιο θα έκανα σχεδόν δύο ώρες πριν την παρθενική εμφάνιση των Black Keys στην Αθήνα. Έχοντας φτάσει στην πόλη το ίδιο πρωί κι έχοντας πεταχτεί στα γρήγορα μέχρι την Ακρόπολη για την απαραίτητη τζούρα ιστορίας, πριν την εξίσου απαραίτητη δόση ελληνικού φαγητού για μεσημεριανό. «Ξέρεις, με ενδιαφέρει αρκετά η ιστορία», μου λέει. «Τι κάνεις δηλαδή; Διαβάζεις βιβλία; Βλέπεις ντοκιμαντέρ;», τον ρωτάω. Μου απαντά αργόσυρτα, «εεεε, τσεκάρω πολύ την Wikipedia». Ο Πάτρικ Κάρνι, ο θεόρατος – σχεδόν δίμετρος – ντράμερ του ντουέτου από το Άκρον του Οχάιο, βαριέται πολύ αυτή τη γρήγορη συνέντευξη, είμαι πλέον σίγουρος.
Στα παρασκήνια, λίγο πριν ανέβουν στην σκηνή οι Black Angels, επικρατει ηρεμία. Ο Τζέικ Γκαρσία, κιθαρίστας των Μαύρων Αγγέλων, περιφέρει την κουλ αμφίεσή του (skinny jean, στενό μπλέιζερ, πολύχρωμο ψυχεδελικό πουκάμισο, καουμπόικες μπότες), μοιράζοντας απλόχερα χαμόγελα. Αλλά καμία παρουσία δεν είναι πιο επιβλητική από εκείνη του «αρχηγού» Χρήστου Δασκαλόπουλου που πίνει την μπίρα του, καθισμένος σε ένα παγκάκι (η διοργάνωση μας έχει διαβεβαιώσει ότι «δικαιούμαστε ένα πότο» αφού περάσαμε 2-3 ελέγχους και είμαστε πια backstage). Κάποιοι σερβίρονται από τον μπουφέ, η ομάδα παραγωγής του φεστιβάλ βρίσκεται σε εγρήγορση, ο Νίκος Λώρης παραδοσιακά casual με φόρμα – αθλητικό παπούτσι φαίνεται ήρεμος.
Δεν έχουμε πολύ ώρα στη διάθεσή μας, ο άγγλος τουρ μάνατζερ του γκρουπ μας λέει να το πάμε με το μαλακό με τις φωτογραφίες – η Popaganda έχει εξασφαλίσει μερικά λεπτά με κάποιον από τους δύο Black Keys, μαζί με 4-5 ραδιόφωνα και κανάλια. «Εντάξει δεν είμαστε η μεγαλύτερη, ούτε η πιο σημαντική, αγορά στον κόσμο, αλλά έχεις καθόλου άγχος που κάνετε ντεμπούτο σε ελληνικό έδαφος; Έχεις νευρικότητα την πρώτη φορά που θα παίξετε σε ένα καινούριο μέρος;», αναρωτιέμαι. Ο Πάτρικ, χωρίς να σταματήσει δευτερόλεπτο να κάνει διατάσεις –παρότι καθισμενος στον καναπέ- μου απαντάει τόσο στην ερώτηση που του κάνω όσο και σε εκείνη που έρχεται. «Δεν είναι τόσο το μέρος, όσο ότι είχαμε σταματήσει για κάποιον καιρό τα live, λόγω ενός τραυματισμού μου στον ώμο (σ.σ. η δύναμη της αυθυποβολής θα με κάνει αργότερα στο live να πιστεύω ότι επηρέασε την ταχύτητα που χτυπούσε τα τύμπανά του) και είχα αγωνία για το πως θα επανέλθω. Είναι μόλις το δεύτερο live που δίνουμε από όταν έγινα καλά, δύο μέρες πριν παίξαμε στο Primavera στη Βαρκελώνη. Εκεί ναι, ήμουν αρκετά αγχωμένος. Και σήμερα, είμαι αρκετά πιασμένος. Από τα μπράτσα μου μέχρι τον αχίλλειο τένοντα στο πόδι μου».
Αυτό που δε λέει είτε από μετριοφροσύνη, είτε επειδή το θεωρεί φυσικό είναι ότι οι Black Keys ήταν headliners στο σπουδαίο καταλανικό φεστιβάλ. Όχι μικρή υπόθεση για δύο τύπους που ξεκίνησαν στις αρχές των 00s, κάνοντας κάτι που δε φαινόταν ότι θα αποκτούσε ποτέ τόσο μεγάλες διαστάσεις. Αναβιώνοντας δηλαδή όλους τους προηγούμενους αναβιωτές της blues παράδοσης, με έμφαση στους γκαραζιέρηδες των 60s, και ποντάροντας χρόνο με το χρόνο στο δίπολο «ψηλός αντικοινωνικός ντράμερ – κοντός επικοινωνιακός φρόντμαν». Μια δεκαετία έχτιζαν και τα τελευταία πέντε χρόνια συνέβη η εκτόξευση στην στρατόσφαιρα.
– «Πώς είναι να είστε στην κορυφή του κόσμου;»
– «Είναι κάπως σουρεαλιστικό».
Αυτή ήταν η στιχομυθία αυτολεξεί. Ο Πάτρικ όμως εδώ ήθελε να αναλύσει. «Είναι περίεργο, απρόσμενο, ειδικά αν το συγκρίνεις με το παρελθόν. Σου έλεγα πριν για τη Βαρκελώνη, είχαμε να βρεθούμε εκεί από το 2004 – τότε είχαμε παίξει μπροστά σε 50 άτομα, τώρα σε σχεδόν 50.000 κόσμο. Ή στις ΗΠΑ που πια παίζουμε στο Coachella και όχι στις μικρές πόλεις του ξεκινήματός μας». Τι έχει αλλάξει όμως, εκτός από το γεγονός ότι έχουν πολλά περισσότερα λεφτά και ότι είναι σε θέση να νουθετούν διακριτικά και προκαταβολικά τους δημοσιογράφους να μην κάνουν ερωτήσεις για τον ηγέτη ενός συγκροτήματος που υπηρχε κάποτε και λεγόταν White Stripes; «Είναι πιο εύκολο για μας να περιοδεύουμε πια, έχουμε τα μέσα. Και σίγουρα έχουμε μεγαλύτερες προσδοκίες να ικανοποιήσουμε, πρέπει να βγάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ενέργεια στα σόου. Εντάξει μπορεί και να μας σταματάνε στο δρόμο για καμιά φωτογραφία, αλλά σε διαβεβαιώ ότι έχω φίλους που είναι πολύ πιο διάσημοι από μας και ξέρω πώς είναι να μην μπορείς να κάνεις ούτε βήμα».
Είπαμε, ο Πάτρικ Κάρνι βαριέται, κάνει διατάσεις κτλ., αλλά εγώ δεν ξέρω πότε κι αν θα τον ξαναβρώ μπροστά μου και θέλω να τον βάλω λίγο στην κουβέντα που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πριν τη συναυλία των Black Keys και είμαι σίγουρος ότι θα φουντώσει μετά (όπως κι έγινε). Για το mainstream, για τη μεγάλη απήχηση, για τις μεγάλες εταιρείες, για τους ίδιους ως εταιρεία ή brand. Τι λέει για την εξέλιξη της ίδιας της μουσικής βιομηχανίας η ανάδειξη μιας, αρχικά niche, μπάντας όπως η δική τους σε ένα από τα μεγαλύτερα κι εμπορικότερα ονόματα του ροκ στερεώματος; «Τους πρώτους μας δίσκους τους γράφαμε σε ένα υπόγειο και τους κυκλοφοορύσαμε σε μικρά labels. Κάποια στιγμή, η απήχηση μεγάλωσε και μετά τον τέταρτό δίσκο, θελήσαμε να βάλουμε στις συνθέσεις και μερικές άλλες επιρροές μας. Όμως δεν εχει αλλάξει μέχρι σήμερα η προσέγγισή μας. Και μπορώ να σου πω ότι είμασταν πολύ ευχαριστημένοι ήδη από το σημείο στο οποίο είχαμε φτάσει και πριν το Brothers». Μάλλον ήθελα ένα πιο βαρύγδουπο συμπέρασμα, κάτι γενικότερο για τις σύγχρονες τάσεις αλλά δεν επιμένω.
Καμία μπάντα δε μένει για πάντα στην κορυφή. Υπάρχουν σκαμπανεβάσματα στην καμπύλη και σε κάθε σημείο πρέπει να είσαι έτοιμος και για την πτώση. Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων
Στο ψητό. Έξω είναι 20, 25, 30 χιλιάδες άνθρωποι, η πλειοψηφία (ίσως η συντριπτική πλειοψηφία) δεν έχει ακούσει ποτέ ούτε ένα κομμάτι από το ντεμπούτο The Big Come Up του 2002, είναι οι fans που τους βρήκαν στην πορεία. Κάπου μεταξύ του «να, να, να» του “Howlin’ For You” και του «οοοοοοοο» του “Lonely Boy”. Μπαίνουν στον κόπο να το σκεφτούν καθόλου; «Το ξέρουμε πάρα πολύ καλά. Είναι άλλωστε προφανές και είμαστε απόλυτα κουλ με αυτό. Γι’ αυτό το λόγο το σετ μας θα έχει μόνο δύο τραγούδια από τους πρώτους τέσσερις δίσκους, όλα τα υπόλοιπα θα είναι από τους τέσσερις επόμενους». Λογικό, τι συμβαίνει όμως σε μια τέτοια περίπτωση, το γκρουπ εξακολουθεί να ανήκει στον εαυτό του ή είναι πια ιδιοκτησία του κοινού του; Ο Πάτρικ δεν έχει και πολλή διάθεση να το φιλοσοφήσει. «Εμείς μπαίνουμε στο στούντιο και κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε, χωρίς να μας νοιάζει και πολύ τι κάνουν, για παράδειγμα, τα άλλα συγκροτήματα. Και ξέρουμε και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Καμία μπάντα δε μένει για πάντα στην κορυφή. Υπάρχουν σκαμπανεβάσματα στην καμπύλη και σε κάθε σημείο πρέπει να είσαι έτοιμος και για την πτώση. Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων».
Η κουβέντα κάπως γλιστράει στην υπεραθλητική διάσταση που έχουν οι ντράμερ και κάπου εκεί αναφέρεται το όνομα του Λεμπρόν Τζέιμς κι αρχίζουν τα προγνωστικά για τους τελικούς του ΝΒΑ. «Κοίτα, ο Λεμπρόν είναι κι αυτός από το Άκρον του Οχάιο, άρα φυσικά και θέλω να πάρουν οι Cavs το πρωτάθλημα. Δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ, αλλά δεν είμαι κι από αυτούς που τον έβρισαν όταν μετά το “Decision” μετακόμισε στο Μαϊάμι. Κι εγώ θα έφευγα στη θέση του, το Cleveland ήταν χάλια τότε. Ξανάχτισαν την ομάδα από την αρχή και τώρα που επέστρεψε, έχουν τις καλύτερες πιθανότητες από ποτέ για τον τίτλο». Ο χρόνος μας τελειώνει, αλλά μιας κι αναφερθήκαμε στη γενέτειρά τους (που πάντα παίζει το ρόλο της στις συνεντεύξεις τους και τώρα δίνει μια μικρή λάμψη στα μάτια του που μιλάει γι’ αυτή), τι άλλο φοβερό έχει, εκτός από το Λεμπρόν και τους ίδιους; «Έχει καταπληκτικά τσίζμπεργκερ, αυτό συστήνω σε όλους να κάνουν αν επισκεφθούν το Άκρον. Υπάρχουν μάλιστα κάποια μέρη που ισχυρίζονται ότι εκεί τα έχουν ανακαλύψει – δεν μπορώ να ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά αν σας βγάλει ο δρόμος, δοκιμάστε τα. Επίσης, έχει πολύ ωραία πάρκα για να αράξεις με τους φίλους σου, συνήθως δίπλα στις λίμνες. Ξέρεις, σε τέτοιες βόλτες έχουν φτιαχτεί πολλά συγκροτήματα». Και ποιο είναι το DON’T; «Εντάξει, υπάρχουν κάποιες γειτονιές που καλό είναι να μην τις επισκέπτεσαι πολύ αργά το βράδυ».
Ακολουθούν οι τυπικές χειραψίες, φωτογραφίες κτλ., αν κι έμεινε η απορία που η καλή διαγωγή δεν άφησε να εκφραστεί. Υπάρχουν κάποιες φήμες ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο ντουέτο δεν είναι οι καλύτερες, φανταστείτε αφού το πήγαμε μπασκετικά κάτι σε Γκάλη-Γιαννάκη το ’87, η μηδενική επαφή τους κατά τη διάρκεια του live τις ενίσχυσε, ας τις αφήσουμε όμως να αιωρούνται. Ως μέρος της ροκ μυθολογίας. Δεν είναι δα και οι Rolling Stones να τσακώνονται για το ποιος θα γίνει Sir.