Το έργο ξεκινά σαν «ένα ταξίδι μέσα στον νεοελληνικό χρόνο που οδηγεί άλλοτε στον Άδη και άλλοτε στο Υπερπέραν. Παραστάτες σ΄αυτό το ταξίδι είναι δύο μορφές του νεοελληνικού πανθέου που εμφανίζονται όχι ως φυσικές παρουσίες αλλά ως ενεργά φαντάσματα». Ένας σημαντικός μεσήλικας ηθοποιός υπαγορεύει τη διαθήκη του σε έναν βοηθό συμβολαιογράφου. Είναι ο 35ος συμβολαιογράφος, μέσα σε 40 χρόνια, που αναλαμβάνει αυτήν τη δουλειά.
Τους δύο ρόλους στην παράσταση, που σκηνοθετεί ο Βασίλης Παπαβασιλείου και κάνει πρεμιέρα στις 18 Νοεμβρίου, κρατά ο ίδιος με τον Γιάννο Περλέγκα.
ΑΥΤΟΣ. Σάββα, παιδί μου, η ζωή είναι μια δίκοπη προσφορά του θεού. Στη μία όψη, δώρο, ευλογία, στην άλλη, ανάθεμα, κατάρα. Έρχεσαι στον κόσμο και σε περιμένει στρωμένο το χαλί της βλακείας. Πώς το είπε ο άλλος; «Τίποτα δεν γεννά τόσο πολύ το αίσθημα της απεραντοσύνης όσο η ανθρώπινη βλακεία.» Οι άνθρωποι, παιδί μου, γίνονται βλάκες επειδή συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Η συνύπαρξη μας αποβλακώνει, παιδί μου. Γι’ αυτό και μόνον αυτή μπορεί να μας σώσει. Εγώ είχα αυτήν την τύχη. Είχα δίπλα μου εκείνη… Έζησα με έναν άνθρωπο που δεν είχε αυτό που λέμε «ανθρώπινους στόχους», αυτούς που συνοψίζονται στον εξής έναν: την επιβεβαίωση της ανωτερότητάς μας. Είμαστε τόσο ανασφαλείς, παιδί μου, που αποζητούμε ανά πάσαν στιγμή την κατώτερη νοημοσύνη του περιβάλλοντος ως απόδειξη της υπεροχής μας. Γι΄αυτό αποκτούμε παιδιά, γατιά, σκυλιά… Τα αποκτούμε κι ύστερα μετανιώνουμε πικρά….
ΣΑΒΒΑΣ. Εσείς δεν κάνατε παιδιά.
ΑΥΤΟΣ. Ναι. Δεν κάναμε άλλα παιδιά εκτός από εμάς. Τελειοποιηθήκαμε αμφότεροι ως παιδιά. Σκοτωθήκαμε για να είμαστε ελεύθεροι, για να δικαιώσουμε τον Σίλλερ, που είχε πει, όπως ξέρεις, «ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνον όταν παίζει». Τον τόνο βέβαια τον έδωσε εκείνη που είχε αυτήν τη σχέση με τη μουσική… Μπροστά της εγώ ήμουν μπακάλης, στούρνος κανονικός… Εκείνη ήταν η ίδια η μουσική… Η έξοδος… Η μεγάλη έξοδος.
ΣΑΒΒΑΣ. Από τι;
ΑΥΤΟΣ. Από τη φυλακή της γλώσσας. Κάνουμε ένα επάγγελμα, Σάββα, παιδί μου, με πρώτη ύλη το πιο κοινόχρηστο πράγμα του κόσμου, το πιο μπανάλ, τη γλώσσα.
ΣΑΒΒΑΣ. Μπανάλ η γλώσσα;
ΑΥΤΟΣ. Μπλαμπλαδίζουμε ασύστολα. Βράζουμε στο ζουμί της γλώσσας όπως αυτά τα άχρηστα υποκείμενα, οι πολιτικοί, οι ρήτορες, οι νομικοί… Όλοι αυτοί που περιφέρουν σαν μοναδικό τίτλο ευγενείας το «τι ωραία που τα λέτε!» Σε όλους αυτούς, όπως και στους αθλίους συναδέλφους μου, τους καταχρηστικώς αποκαλουμένους και ηθοποιούς, θα έπρεπε να επιβληθεί η ποινή της εξαετούς αναγκαστικής σιωπής – για να μην πω δεκαετούς!
ΣΑΒΒΑΣ. Παραφέρεσθε!
ΑΥΤΟΣ. Είμαι πολύ επιεικής! (Κρίση παροξυσμού) Ακούς εκεί! Να με σιχαθούν! Όλοι να με σιχαθούν! Και να απολαμβάνω το θέαμά τους! Κι εσύ να με σιχαθείς! Τι νομίσατε, κύριε Σάββα; Όσο ζούμε, κύριε Σάββα, δουλεύουμε! Δεν μας μένει καιρός για αισθηματοκοπίες! Μπροστά μας έχουμε μιαν αποστολή. Την αποστολή μας. Η άλλη όψη αυτής της αποστολής είναι η τυραννία των ρόλων. Μας τυραννούν τα πρόσωπα και οι ποιηταί. Γιατί εμείς τι είμαστε, κύριε Σάββα; Απλοί μεσολαβηταί, όπως λέει ο άλλος, ο ανεπρόκοπος; Όχι, κύριε, κάτι βαρύτερο και πιο κοπιαστικό: αχθοφόροι της ποιήσεως, μεταφορείς του θαύματος! Κουράζει αυτή η δουλειά, κύριε Σάββα! Τι νόμισες; Χειρωναξία. Ατελεύτητη χειρωναξία υπέρ της ποιήσεως. Να δανείζεις το σώμα σου στην ποίηση… Μόνο τα ψώνια, κάτι μειράκια και κάτι αφελείς πρεσβύτεροι πιστεύουν ότι η δουλειά αυτή είναι υπόθεση αγγέλων. Τεράτων είναι, αγαπητέ, τεράτων ιερών, monstres sacres!