Ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των σύγχρονων ηλεκτρονικών παραγωγών που δικαιολογούν απόλυτα το πολυχρησιμοποιημένο κλισέ «κάνει εγκεφαλική μουσική». Ο Pantha du Prince, ή κατά κόσμον Hendrik Weber, εμφανίστηκε στα μέσα των 00s μέσα από το ρόστερ της Dial, πατώντας με το ένα πόδι στις shoegaze καταβολές του και με το άλλο στο, ακόμα κραταιό τότε, minimal techno. Το 2010 μεταπήδησε στη Rough Trade όπου επιδόθηκε σε πιο κονσεπτικές αναζητήσεις, προτείνοντας την δική του απάντηση στον λευκό θόρυβο με το υπέροχο Black Noise. Δεν σταμάτησε ποτέ να εμπλουτίζει τον ήχο του, έστησε ένα εντυπωσιακό συμφωνικό περιβάλλον στις επόμενες δουλειές του με τους the Bell Laboratory (στα live του «συμμετείχαν» και 50 χάλκινα κουδούνια), ενώ το τελευταίο του άλμπουμ The Triad (2016) ήταν σύμφωνα με τη διεθνή κριτική το πιο φιλόδοξό του μέχρι τώρα.
Όσο ο Pantha du Prince ζεσταίνει την κονσόλα του για την Αθήνα, μιας και θα είναι ο ένας από τους τρεις headliners του Winter Plisskën Festival 2018 (μαζί με τον David August και Lindstrøm, Παρασκευή 8/12), μας «κάνει κομματάκια» το κεφάλαιο «electro εμπειρία», ενώ αποκάλυψε πως η επόμενη δουλειά του θα έχει να κάνει με…δέντρα.
https://www.youtube.com/watch?v=M2EurT5gOdk
Ξεκίνησες κάνοντας πιο καθαρή dance μουσική αλλά με τα χρόνια η μουσική σου απέκτησε πιο εγκεφαλική διάσταση. Πιστεύεις πως «τα παιδιά του dancefloor» κάποια στιγμή ησυχάζουν κι αποζητούν την ηρεμία; Νομίζω πως υπάρχει μια ωμότητα στην dance μουσική που είναι ωραία να την νιώθεις, αλλά αν το κάνεις συνέχεια, κάποια στιγμή πάει πολύ. Ειδικά ως παραγωγός, όταν κάνεις όλη μέρα μουσική, θες συγχρόνως να νιώθεις και πιο ολοκληρωμένος ως άνθρωπος κι αυτό να αποτυπώνεται στη μουσική σου. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της μουσικής μου αλλάζει. Πάντως πιστεύω πως ο τελευταίος μου δίσκος, The Triad, είναι ο πιο χορευτικός. Αλλά αυτό είναι μια καθαρά προσωπική μου εντύπωση, είναι πολύ υποκειμενικά αυτά. Ήταν όμως πλούσιος ηχητικά, πιο αφηγηματικός, ίσως γι’ αυτό ακούγεται εγκεφαλικός.
Θα έλεγα πως η μουσική σου χορεύεται τόσο στο κλαμπ, αλλά απολαμβάνεται εξίσου φορώντας ακουστικά στον υπολογιστή…Ναι, μπορεί να λειτουργήσει και με τους δύο τρόπους.
Στα live sets σου, λοιπόν, θες να κάνεις τον κόσμο να χορέψει ή να του προσφέρεις μια πιο εγκεφαλική εμπειρία; Δεν θεωρώ ότι τα δύο χρειάζεται να διαχωρίζονται. Όλοι μας έχουμε και πνεύμα και σώμα, όλα τα διαφορετικά στοιχεία του ποιοι είμαστε συνυπάρχουν την ίδια στιγμή. Για μένα έχει περισσότερο να κάνει με το σε ποια κατάσταση είναι εκείνη την ώρα το κοινό και με ποιον τρόπο μπορούμε να πορευτούμε μαζί. Κι η μουσική είναι αυτή που αποφασίζει που θα πάμε. Προσπαθώ να διανύσω το κατάλληλο μονοπάτι που θα βρω κάθε βραδιά για να φτάσω εκεί. Κάποιες φορές κυλάει πολύ αβίαστα, άλλες φορές είναι πιο νοητική η διαδικασία. Η βάση μου είναι 40-50 tracks, η ίδια μουσική ανάλογα με τη συνθήκη μπορεί να παρουσιαστεί διαφορετική.
Πάντως η ηλεκτρονική μουσική, ακόμη κι όταν είναι εξωστρεφής, είναι μια κάπως εσωστρεφής εμπειρία. Δε συμφωνείς; Πράγματι, έχει να κάνει πολύ με εσένα και τον εαυτό σου, αλλά συγχρόνως μου φαίνεται κάπως στενάχωρο το να χορεύουν άνθρωποι μόνοι τους. Γι’ αυτό μου φαίνεται ωραίο σε ένα μέρος να υπάρχει ένωση μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μια μορφή ευτυχίας. Αλλά για να επέλθει αυτή η ένωση πρέπει πρώτα να συνδεθείς με τον εαυτό σου. Γι’ αυτό και τελευταία κάνω μεγαλύτερα sets. Χρειάζεται χρόνο αυτή τη διαδικασία. Αυτή η μετάβαση από την πιο ενδόμυχη κατάσταση στην εξωστρέφεια είναι και η πιο απολαυστική στιγμή.
Πώς προέκυψε η ιδέα για το Black Noise; Φαντάζομαι έχει να κάνει με το λευκό θόρυβο…Είχα στο μυαλό μου και την ιδέα της ομοιοπαθητικής κατά έναν τρόπο. Υπάρχει πληροφορία στον κόσμο, στα φυτά, στους ήχους, που δεν ξεδιπλώνεται πάντα, αλλά υπάρχει. Η ιδέα του μαύρου θορύβου είναι ότι «μπορεί να μην το ακούς, αλλά το νιώθεις». Όσο περισσότερο χρόνο περνάς μέσα σε αυτό, μπορείς να το ξεδιπλώσεις σε ένα κομμάτι μουσικής. Υπάρχει απλά μια κρυμμένη πληροφορία σε αυτό που ακούς. Το Black Noise είναι μια μεταφορά αυτής της ιδέας.
Σε αυτό το δίσκο επίσης συνεργάστηκες με τον Noah Lenox των Animal Collective και τον Tyler Pope των LCD Soundsystem…Ναι, ο Tyler βασικά έμενε πολύ κοντά μου κι έχει παντρευτεί μια από τις πιο παλιές μου φίλες, ερχόταν στο στούντιο και κάπως έτσι προέκυψε η συνεργασία. Με τον Noah, είχαμε περιοδεύσει μαζί για πολύ καιρό στην Ευρώπη -άνοιγα για τους Animal Collective- όπου περάσαμε πολύ χρόνο μαζί. Στο τέλος της περιοδείας του ζήτησα να συμμετάσχει σε ένα κομμάτι. Μάλιστα ήθελε να συμμετάσχει και στο The Triad, τελικά μάλλον θα εμφανιστεί στην επόμενη δουλειά μου.
Μιας και το ανέφερες, το The Triad ήταν επίσης ένας συνεργατικός δίσκος. Είναι εύκολο να κάνεις ηλεκτρονική μουσική μαζί με άλλους ανθρώπους; Η νόρμα είναι να γράφω τα tracks μόνος μου και μετά να καλώ ανθρώπους στο στούντιο, δεν είναι ότι η μουσική γράφεται συνεργατικά. Απλά τα μοιράζομαι και μετά δημιουργούμε από κει και πέρα με τους υπόλοιπους. Είναι μια όμορφη διαδικασία, γιατί ξαφνικά η πληροφορία πολλαπλασιάζεται όταν είσαι με κάποιον άλλο στο δωμάτιο και πρέπει να την συνοψίσεις. Ξαφνικά, τα κομμάτια γίνονται πιο πλήρη.
Το 2010 πήγες στην Rough Trade – εκεί κυκλοφόρησε το Black Noise. Η μετάβαση σε ένα πατροπαράδοτο indie label άλλαξε τους όρους στη μουσική που κάνεις; Το βρήκα κάτι πολύ καλό γιατί μπορώ ακόμη να βρίσκομαι στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής και των κλαμπ απ’ όπου προέρχομαι, αλλά συγχρόνως, κατάφερα να εκτεθώ σε ένα κοινό συνηθισμένο σε άλλα πράγματα. Για μένα είναι ο τέλειος συνδυασμός γιατί έχω τη δυνατότητα να κάνω αυτό που θέλω διευρύνοντας το κλαμπ ακροατήριο. Νομίζω πώς πια τα όρια δεν είναι τόσο αυστηρά, επιστρέφει η ιδέα της μίξης στα ακροατήρια.
Κι από εδώ και πέρα τι προβλέπεται; Αυτό τον καιρό δουλεύω ένα πρότζεκτ και πρόκειται για μουσικές συνθέσεις που βασίζονται στην επικοινωνία των δέντρων. Δούλεψα με πολλά ακουστικά όργανα, αυτό ηχογραφήθηκε και κάναμε κι ένα σόου το περασμένο καλοκαίρι. Θα είναι ο επόμενος δίσκος που θα κυκλοφορήσει πιθανότατα του χρόνου.