«Οι Μουσικές Ταξιαρχίες δημιουργήθηκαν το 1980, όταν οι συνθήκες ήταν ίδιες, όπως και σήμερα!» είπε ξεκινώντας ο Τζίμης Πανούσης. Πριν 35 χρόνια! Διάβολε! Για κάποιους εξ ημών, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: το ιστορικό τους πρώτο άλμπουμ του 1982 με την ευτραφή γυμνή κυρία στο εξώφυλλο, μας πέτυχε σε εφηβική ηλικία και για πολλούς ήταν αυτό που μας έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με το παράξενο ζωάκι που ονομαζόταν ελληνικό ροκ.
Όμως η αποστροφή του Τζιμάκου είναι ανατριχιαστική και για έναν πολύ πιο ουσιώδη λόγο: είναι εξαιρετικά εύστοχη. Σαφής η αντιστοιχία της πολιτικής κατάστασης, αλλά και εφιαλτική η θεώρηση μιας κοινωνίας που ξεκίνησε από κάπου, έζησε μια ψευδεπίγραφη άνοδο κυνηγώντας χίμαιρες ευζωίας και εύκολου, άκοπου πλουτισμού, και τώρα μοιάζει να επιστρέφει τσακισμένη σε μια δυσβάσταχτη, έξωθεν επιβεβλημένη πραγματικότητα.
Το πρώτο μέρος της παράστασης στο Gagarin μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον γι αυτόν ακριβώς το λόγο: η επανένωση του Πανούση με τους παλιούς του φίλους μάς θύμισε τραγούδια που είχαμε καιρό να ακούσουμε – ομολογώ πως πάνε δεκαετίες από την τελευταία φορά που το εν λόγω βινύλιο βρήκε το δρόμο προς το πικάπ μου – και μας εντυπωσίασε με το πόσο καλά έχουν γεράσει. Αρκούσε να δει κανείς πώς τα απήλαυσε ένα κοινό με τεράστιο ηλικιακό φάσμα – από πρεσβύτερούς μου μέχρι παιδιά που μάλλον έχουν πρόσφατα τελειώσει το σχολείο – για να συνειδητοποιήσει πως διατηρούν σχεδόν ακέραια τη δύναμη και τη φρεσκάδα τους. Άλλωστε ο Γιάννης Δρόλαπας, ο Σπύρος Πάζιος, αλλά και το μεταγενέστερο μέλος Βασίλης Γκίνος, δεν είναι τυχαίοι μουσικοί: είναι αληθινές αξίες και προσωπικότητες.
Στο σύνολό της η παράσταση του Gagarin ανήκει στις πλέον δεμένες, σφικτές και μεστές που μας έχει παρουσιάσει ο Τζίμης Πανούσης τα τελευταία χρόνια – και δεν σας κρύβω πως τον παρακολουθώ ανελλιπώς. Βοηθάει, φυσικά και η εποχή, που προσφέρεται ιδιαιτέρως (για κακή μας τύχη) για το πολιτικό καμπαρέ που εκπροσωπεί επάξια αυτός ο βαθύτατα ευαίσθητος, δαιμόνιος και ευφυής καλλιτέχνης. Και με την αφορμή της αναβίωσης των Μουσικών Ταξιαρχιών, είναι και ίσως η πιο μουσικοκεντρική παράστασή του, πράγμα θετικό στα δικά μου μάτια. Για παράδειγμα, πόσα τραγούδια με την ευθύτητα, την τόλμη και τη δραματικότητα του συγκλονιστικού «Ένα Τραγούδι Για το Χειμώνα» διαθέτει αυτό το μουσικό ιδίωμα;
Ομολογώ πως το βράδυ του Σαββάτου μπήκα στο Gagarin πολύ κουρασμένος, δύσθυμος και με το βάρος μιας δυσάρεστης εβδομάδας στους ώμους μου. Και μου δόθηκε και πλήθος αφορμες για γκρίνια. Πέραν του γεγονότος πως δεν μου αρέσει η εικόνα του Gagarin με τραπέζια, θεωρώ απαράδεκτο το να αρχίζει η παράσταση μετά τις 11 όταν οι πόρτες έχουν ανοίξει στις 9, και παρόλο που θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν από τους ανεκτικότερους προς τα πάθη των άλλων μη καπνιστές που μπορεί να συναντήσει κανείς, ενοχλούμαι ιδιαίτερα από τη μαγκιά που οδηγεί τους συμπατριώτες μου να αγνοούν – μόνοι αυτοί στον πολιτισμένο κόσμο – μαζικά τη νομοθεσία και να με υποχρεώνουν να παρακολουθώ συναυλίες με δύσπνοια και κόκκινα μάτια από την κάπνα, και να βγαίνω από αυτές με ρούχα και μαλλιά που μυρίζουν τσιγαρίλα για μέρες. Το κατόρθωμα του Τζιμάκου και των εκλεκτών του φίλων είναι πως τα ξέχασα όλα από τη στιγμή που βγήκαν στη σκηνή, και τα βήματά μου στη Λιοσίων μετά το πέρας της βραδιάς ήταν εξαιρετικά πιο ανάλαφρα: αυτός δεν είναι ο σκοπός της έξυπνης ψυχαγωγίας; Πόσο μάλλον όταν είναι τόσο βαθιά πολιτική – στην ουσία και όχι στη μορφή και στο φαίνεσθαι -, ουσιαστική και απολαυστική. Και το να επιτυγχάνει να κάνει τη ζωή στην Hell Ass – περιττή, νομίζω, η μετάφραση – όπου ζούμε, μια στάλα ευκολότερη. Λίγο το έχετε;
Δείτε πολλές ακόμη φωτογραφίες από τη συναυλία: