«Προς απάντηση των δημοσιευμάτων, οι Χαΐνηδες αποφάσισαν να κάνουν μία παύση». Με αυτή τη λιτή φράση στην επίσημη σελίδα τους στο Facebook ο frontman της μουσικής κολλεκτίβας-συγκροτήματος-μουσικού καραβανιού ή ό,τι άλλο, Δημήτρης Αποστολάκης, διευκρινίζει τις προθέσεις αυτού που όλοι διαβάσαμε σε σχετικά δημοσιεύματα τις προηγούμενες ημέρες, ότι δηλαδή οι Χαΐνηδες χωρίζουν τα τσανάκια τους. Λύπη επικρατεί στο διαδίκτυο και μελαγχολικά status εμφανίζονται στα προσωπικά προφίλ των μουσικόφιλων που θρηνούν χαμηλοφώνως για αυτή την απώλεια. Γιατί όμως τόση στεναχώρια για ένα συγκρότημα τόσο χαμηλών τόνων, τόσο ειδικών γούστων και τόσο αντί-lifestyle ιδιοσυγκρασίας που ελάχιστα έκανε ώστε να αρπάξει λίγη προσοχή από το μουσικόφιλο κοινό αλλά κατάφερε να κατακτήσει πολλή; Είναι ο συναισθηματισμός που μας έπιασε ξαφνικά για τη λαίλαπα της εποχής η οποία κάνει τα λίγα εναπομείναντα ελληνόφωνα συγκροτήματα να ρίχνουν αυλαία ή το τέλος μιας αγάπης με το κοινό «που έμοιαζε λίγο στη θλίψη μόνο με την φτωχογειτονιά εκεί που η σκέψη ακροπατεί σαν το φονιά»;
Η αλήθεια είναι ότι το θέμα «παύση» για τους Χαΐνηδες δεν είναι καινούργιο. Τους είχε ξανασυμβεί αυτή η κόπωση (;) πριν αρκετά χρόνια και θέλησαν να σταματήσουν πριν γίνουν όπως εκείνοι που συνήθως κοροϊδεύουμε: σκιές τους καλλιτεχνικού τους εαυτού (και του πραγματικού, γιατί όχι;) που γυρίζουν από συναυλία σε συναυλία περιφέροντας ό,τι απέμεινε από τον ενθουσιασμό που τους διέκρινε κάποτε, στο βωμό είτε των οικονομικών απολαβών είτε της αποφυγής της πικρής παραδοχής του τέλους. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, αλλά πάντοτε βρίσκονταν και θα βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής, κυρίως διότι δεν σέβονται το κοινό που τους ανέδειξε και τους στηρίζει. Οι Χαΐνηδες όμως μοιάζουν να αποδεικνύουν σε κάθε τους κίνηση ότι δεν είναι έτσι, καταβάλλοντας ωστόσο μηδαμινή προσπάθεια για να διαμορφώσουν τις εντυπώσεις. Ή για να το θέσω καλύτερα, οι εντυπώσεις μάλλον τους ακολουθούν. Τελικά λίγο καιρό μετά από εκείνη την παύση επανήλθαν δριμύτεροι.
Στην πορεία τους κατάφεραν κάτι το οποίο ουδείς- έστω και περιστασιακός- ακροατής τους μπορεί να αμφισβητήσει. Μέσα από την αίσθηση μιας αβίαστης ελευθερίας (μα όχι ελευθεριότητας) δημιούργησαν μια ειλικρινή σχέση με το κοινό που σπάνια συναντάμε στο ελληνικό τραγούδι. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι φορές που μέσα στις πολύλεπτες παρεμβάσεις του, ασυνήθιστες για την περίσταση σε χρόνο, ύφος και περιεχόμενο, ο Δημήτρης Αποστολάκης αποδίδει τιμές στην συνύπαρξη, υποβαθμίζοντας την «απλή» ύπαρξη σε κάτι ασήμαντο. Αυτό το «συν» τελικά φέρνει τα θαύματα. Δυσκολεύομαι να μην αναφερθώ σε μία από τις πρώτες εντυπώσεις που μου δημιούργησε ο Αποστολάκης σε μια συναυλία πριν από κάποια χρόνια, όταν αναρωτήθηκα αν όλες οι αναφορές σε φιλοσοφικές και υπαρξιακές σχολές που έκανε ανάμεσα στα λογύδρια του προέρχονταν όντως από προσωπική μελέτη, πνευματική αναζήτηση και καταστάλαγμα ή ήταν απλώς μια επίδειξη «εξυπνακισμού», στο πλαίσιο της παράστασης. Η απάντηση ήρθε από μόνη της λίγες ημέρες αργότερα όταν τον συνάντησα στο ταμείο ενός βιβλιοπωλείου να φορτώνει στην κυριολεξία ένα βουνό βιβλία…
Τι είναι τελικά αυτό που κάνει το εν λόγω μουσικό σχήμα τόσο συμπαθές στο κοινό; Ίσως είναι ο αέρας του αυθορμητισμού που περικλείει τα πάντα γύρω τους, καθώς και η περιφρόνηση για κάθε τι απόλυτο, υλικό ή δογματικό που επικρατεί καταρχήν στις συναυλίες τους και κατ’ επέκταση στους δίσκους. Δίσκους με παράξενους τίτλους όπως Η κάθοδος των Σαλτιμπάγκων, Ο γητευτής και το δρακοδόντι, Ο Καραγκιόζης στη Γιουροβίζιον ή το Αγροτοκτηνοτροφικά & Μητροπολιτικά στο οποίο γίνεται ευθαρσώς η παραδοχή ότι μάλλον το συγκρότημα δεν προέρχεται από αυτό τον κόσμο. Ίσως και να’ ναι έτσι. Για τους Χαΐνηδες οι φιλοδοξίες μοιάζουν να εξαντλούνται στα ταπεινά πλην σημαντικά, ενώ τα άγχη και η ματαιοδοξία είναι φανερά απόντα. Γίνεται όμως ένα συγκρότημα που ξεκίνησε το 1990, διήνυσε 24 ολόκληρα χρόνια καλλιτεχνικής παρουσίας και ζύμωσης, συνεργάστηκε με κόσμο και κοσμάκη κι έκανε χιλιάδες συναυλίες ανά την Ελλάδα (επιστρέφοντας πάντα στην Κρήτη…) να μην έχει παρεκκλίνει του σκοπού που ευαγγελίζεται σχεδόν από την αρχή; Με τους Χαΐνηδες μάλλον γίνεται.
Παύση λοιπόν για το συγκρότημα που μοιράζεται σε ίσα μερίδια τα έσοδα που προκύπτουν από τη δραστηριότητά του, που ενώ μοιάζει τρελό και αλλοπαρμένο είχε τις ρίζες του βαθιά στην αυτογνωσία, που κάνει το ίδιο κέφι να παίζει και να τραγουδά με κοινό ή χωρίς κοινό, που σύμφωνα με συναδέλφους του μουσικούς μπαίνει στο στούντιο και το μετατρέπει σε πανηγύρι από το οποίο κανείς δεν θέλει να απέχει. Παύση και όχι «τίτλοι τέλους», εξού και ο ενεστώτας του παρόντος κειμένου, με την ευχή για καλή αντάμωση, ίσως υπό καλύτερες συνθήκες. Εξάλλου, έχουν μια τίγρη μέσα τους.