Πενηντάρης αρχιτέκτων, ανύπαντρος, αστός του Μιλάνου συνηθίζει να επισκέπτεται γνωστό «σπίτι» όπου απολαμβάνει ήρεμα τις χαρές νεαρών γυναικών. Όλα είναι τακτικά διευθετημένα ώσπου ένα απόγευμα, θα συνερευθεί με την Λάιντε, μια μπαλαρίνα.
Αυτό το πλάσμα με το όχι ιδιαίτερα όμορφα πρόσωπο, τον απότομο χαρακτήρα του κοριτσιού που μεγάλωσε στις φτωχές συνοικίες της πόλης και την υπεροπτική συμπεριφορά, θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Μετά από λίγες επισκέψεις, ο Αντόνιο συνειδητοποιεί ότι του έχει γίνει εμμονή και επιδιώκει να την βλέπει σταθερά εκτός του «σπιτιού», προσφέροντάς της ένα εβδομαδιαίο ποσό.
Έτσι, αρχίζει μια ιδιόμορφη σχέση, με τον Αντόνιο να θέλει να βρίσκεται διαρκώς μαζί της, αλλά την Λάιντε να μην έχει σχεδόν καθόλου σαρκική επαφή μαζί του, ενώ αντίθετα τον αναγκάζει να της κάνει υποτιμητικά θελήματα και να την περιμένει επί ώρες.
Όσο φουντώνει η ζήλια του ότι πηγαίνει με άλλους, τόσο εκείνη τον βάζει να την μεταφέρει σε ξενοδοχεία εκτός πόλης, όπου τον παρουσιάζει ως θείο της και τον διώχνει. Σταδιακά, ο Αντόνιο αποκόπτεται από τους φίλους και την οικογένειά του, ενώ διαρκώς γίνεται ράκος από την μόνιμη αδιαφορία της Λάιντε.
Όταν θα βρει το θάρρος να την διώξει, εκείνη θα εμφανιστεί στο γραφείο του μετανιωμένη. Έπειτα, θα αρχίσει πάλι τα ίδια. Ώσπου, το τέλος θα δοθεί με μια αναπάντεχη εξέλιξη.
Τρείς δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, το τελευταίο μυθιστόρημα του Dino Buzzati μεταφράζεται εκ νέου στη γλώσσα μας (από την Μαρία Οικονομίδου) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο πολυπράγμων Ιταλός Dino Buzzati (συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος, δημοσιογράφος) έγραψε το όνομα του στην ιστορία της λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα χάρη σε κείμενα μικρής έκτασης που τείνουν στο φανταστικό και τον μαγικό ρεαλισμό, στο ύφος του Μπόρχες και του Καλβίνο. Το δε αριστούργημά του «Η Έρημος των Ταρτάρων» έχει υμνηθεί ως η ιταλική απάντηση στον «Πύργο» του Κάφκα.
Έτσι, όταν το 1963, ήδη καταξιωμένος, κυκλοφόρησε το «Ένας Έρωτας», κοινό και κριτική πήραν στα χέρια τους ένα βιβλίο που δεν περίμεναν. Όχι απλά δεν ήταν μια συλλογή διηγημάτων, αλλά είχε «κανονική» έκταση, ήτοι σχεδόν υπερδιπλάσια της 200σέλιδου «Ερήμου». Το πλέον αναπάντεχο ήταν ότι ο Buzzati είχε γράψει ένα ολόκληρο μυθιστότημα για έναν έρωτα, ενώ και ο τρόπος γραφής απείχε παρασάγγας από ό,τι είχε ως τώρα παρουσιάσει.
Το μοτίβο του βιβλίου ακολουθεί τον εσωτερικό μονόλογο του Αντόνιο, όσο αυτός καταδύεται στην εμμονή του αναπόκριτου έρωτα. Η γραφή γίνεται όλο και πιο παραληρηματική, καθώς ο ώριμος άντρας παλεύει να κάνει την ατίθαση νεαρά όχι μόνο να του υποταχτεί αλλά και να τον ερωτευτεί. Όλα είναι εναντίον του, αλλά αυτός επιμένει, ρίχνοντας τον εαυτό του ολοένα και βαθύτερα στο βούρκο, αναζητώντας στη Λάιντε ένα μαργαριτάρι, το οποίο μόνο αυτός βλέπει να λάμπει.
Οι αναφορές στη διαβόητη «Νανά» του Εμίλ Ζολά είναι σαφείς, όπως και η σκιά του Ναμπόκοφ και της Ντυράς. Ο μαγικός ρεαλισμός του προηγούμενου υλικού του γίνεται εδώ νεο-ρεαλισμός (η ιστορία άλλωστε διαδραματιζεται τη δεκαετία του 1960), με τον αστό Αντόνιο να ξεφεύγει από τα περιφραγμένα όρια του δικού του Μιλάνου για να δει το σκοτεινό, φτωχό κομμάτι της πόλης του. Νεο-ρεαλισμός όμως μόνο στο σκηνικό.
Η γραφή κάθε άλλο παρά τέτοια είναι, καθώς ο Buzzati αντιδιαστέλει το τοπίο με τη σχεδόν ιμπρεσιονιστική καταγραφή της εμμονής. Eπιλέγει να ρίξει το βάρος καθαρά εκεί, στη γραφή: για να αντισταθμίσει την απλότητα της ιστορίας του και την ύπαρξη ελάχιστων χαρακτήρων, μας προσφέρει μια γραφή πυρετώδη, όπου σε επάλληλα κύμματα θέλει να αποτυπώσει την εμμονή του πρωταγωνιστή.
Τι από όσα λέει στον Αντόνιο η Λέιντε είναι αλήθεια και τι ψέμα; Έχει κιόλας νόημα για τον Αντόνιο να τα ξεκαθαρίσει ή είναι προτιμότερο για εκείνον να μείνει με την απορία; Αυτή η έλλειψη οριστικού τέλους είναι ίσως το απόσταγμα αυτού του βιβλίου.