Το μεγαλύτερο δώρο του Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι πως μέσα σε λίγες μέρες έχει κανείς την ευκαιρία να διαπιστώσει πού κατευθύνεται το σύγχρονο θέατρο ανά τον κόσμο, τόσο από πλευράς φόρμας, όσο και περιεχομένου. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που δύο από τους σπουδαιότερους εν ενεργεία Ευρωπαίους σκηνοθέτες επέλεξαν ταυτόχρονα να ασχοληθούν με το ίδιο ακριβώς θέμα: τις μνήμες από την άνοδο του φασισμού.
Ο Κρίστιαν Λούπα, κορυφαίος εκπρόσωπος της σπουδαιότερης, κατά τη γνώμη μου, ευρωπαϊκής σχολής θεάτρου, στα 72 του χρόνια πια, συνεχίζει την πολύχρονη, εμμονική θα μπορούσε να πει κανείς, ενασχόλησή του με το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ. Πέρυσι είχαμε δει στην Αβινιόν την Ξύλευση, με το Πολωνικό Θέατρο του Βρότσλαβ. Φέτος, σε συνεργασία με το Λιθουανικό Εθνικό Θέατρο του Βίλνιους, παρουσίασε την Πλατεία Ηρώων, ένα από τα τελευταία έργα του Αυστριακού συγγραφέα που είδαν το φως κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η δομή κι η θεματολογία του, κλασικός Μπέρνχαρντ: ένας Εβραίος καθηγητής πανεπιστημίου αυτοκτονεί πηδώντας από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του στη Βιέννη. Το έργο παρακολουθεί τις ετοιμασίες για την κηδεία του, καθώς και το νεκρόδειπνο. Σημαντική λεπτομέρεια: Το διαμέρισμα βρίσκεται πάνω στην Πλατεία Ηρώων, όπου ο Αδόλφος Χίτλερ εκφώνησε τον πρώτο του λόγο μετά την ενσωμάτωση της Αυστρίας, στις 15 Μαρτιόυ 1938. Η σύζυγος του αυτόχειρα από την πρώτη στιγμή που το σπίτι είχε αγοραστεί, κάθε φορά που έμπαινε μέσα πάθαινε κρίση, πιστεύοντας πως ακούει τη φωνή του Χίτλερ και τις ιαχές του πλήθους.
Ο Ίβο Βαν Χόβε, από τους πλέον δραστήριους και ρηξικέλευθους θεατρικούς σκηνοθέτες της Ευρώπης, επέλεξε να δουλέψει πάνω στην κλασική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι Οι Καταραμένοι, που παρουσιάζει την εμπλοκή μιας οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων (σαφής η αναφορά στους Κρουπ) με το ανερχόμενο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα κατά την ταραγμένη δεκαετία του 30. Ο ευφάνταστος Ολλανδός που είχαμε χαρεί και στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τις Σκηνές Από Ένα Γάμο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, κινήθηκε ελεύθερα πάνω στον καμβά της ταινίας, δημιουργώντας συναρπαστικές εικόνες με εκτενή χρήση του βίντεο.
Στις δύο κατά τεκμήριο σπουδαιότερες παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ της Αβινιόν, υπάρχει ένα ακόμη κοινό πέραν της θεματολογίας: δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο στα δύο έργα που να εμφανίζεται με θετικό πρόσημο. Στο έργο του Μπέρνχαρντ, η τυπολάτρις, άτεγκτη, αφυδατωμένη στο κυνήγι και της τελευταίας ασήμαντης λεπτομέρειας υπηρέτρια Τζίττελ, ο παραιτημένος, κουρασμένος, κονφορμιστής προς αποφυγήν οποιασδήποτε σύγκρουσης αδελφός του αυτόχειρα, κάποτε καθηγητής φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ, τώρα λάτρης της ασήμαντης επαρχίας των παιδικών του χρόνων όπου δεν συμβαίνει τίποτα, οι άβουλες κόρες που κυνηγούν τα μικροσυμφέροντά τους ακόμα και τη μέρα της κηδείας για να φυλαχτούν από την ανασφάλεια που τους προκαλεί ο χαμός του πατέρα τους, ο ανίκανος γιος, οι θλιβεροί καλεσμένοι στο νεκρόδειπνο, ακόμα κι η χήρα που την κατατρύχουν οι παραισθήσεις, όλοι είναι ένοχοι.
Ο Μπέρνχαρντ αποτυπώνει μοναδικά την εφιαλτική αυστριακή κοινωνία όπου η επάνοδος του φασισμού δεν αποτελεί απλώς την πιθανότερη προοπτική, αλλά σχεδόν μονόδρομο – κι όλα αυτά το 1988, ένα χρόνο πριν το θάνατό του. Εύλογα απορεί κανείς σκεπτόμενος τι θα έγραφε σήμερα αν ζούσε. Αντίστοιχα, στους Καταραμένους, όλοι εμπλέκονται στον τρελό χορό της ανόδου του Χίτλερ, είτε κυνηγώντας το κέρδος, είτε μη τολμώντας να αντιδράσουν, εκτός από τον πατριάρχη της οικογένειας Φον Έσσενμπεκ, που δολοφονείται νωρίς, όπως ο Ντάνκαν στον Μακμπέθ. Ο ολοκληρωτικά διεστραμμένος ανηψιός Μάρτιν, αδίστακτος προκειμένου να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, αλλά και να προασπίσει το συμφέρον του, φαντάζει ως ο ιδανικός εκπρόσωπος του σημερινού καπιταλισμού χωρίς εναλλακτικές λύσεις και ηθικούς φραγμούς, αλλά και μιας Ευρώπης που παρακολουθεί απαθώς το νέο ξύπνημα του φασιστικού εφιάλτη. Στο τέλος της παράστασης, έχοντας καλυφθεί από την κορυφή ως τα νύχια με τη στάχτη των θυμάτων, υπό τον ήχο των σειρήνων, πυροβολεί με το πολυβόλο προς την πλευρά του κοινού. Εγώ πάντως θεωρώ τον εαυτό μου προειδοποιημένο. Επί σκηνής, αλλά και στην πλατεία, κανείς δεν είναι αθώος, ούτε και μπορεί να ισχυριστεί πως δεν ήξερε τι πρόκειται να συμβεί.
Το σημείο όπου οι δύο σκηνοθέτες επιλέγουν ριζικά διαφορετικους δρόμους, είναι ο σκηνικός χειρισμός των θεμάτων τους. Ο Κρίστιαν Λούπα οδήγησε τους λαμπρούς Λιθουανούς ηθοποιούς του σε μια παράσταση υποδειγματικής λιτότητας, χωρίς κανένα εντυπωσιασμό, αφήνοντας την επαναληπτικότητα του λόγου του συγγραφέα να τους οδηγήσει, όπως στην περιδίνηση μιας πτώσης από ψηλά, στην αναπόφευκτη κατάληξη. Η διάρκειά της, λίγο πάνω από τέσσερις ώρες, είναι απαραίτητη για το χτίσιμο της ασφυκτικής ατμόσφαιρας του κειμένου, και περνάει νεράκι. Βασίστηκε στις λεπτομέρειες των ερμηνειών, και πέτυχε τα μέγιστα, με προεξάρχοντα τον Valentinas Masalskis στο ρόλο του ηλικιωμένου καθηγητή Σούστερ.
Ο Ίβο Βαν Χόβε πάλι, βασίστηκε στη δύναμη και την τόλμη των εικόνων του – και πράγματι το οπτικό αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό: η επιθανάτια αγωνία των προσώπων που παρακολουθούμε στην οθόνη αφού αυτά ήδη βρίσκονται μέσα στο φέρετρο, η αξέχαστη απεικόνιση της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών όπου μόνο δύο πρόσωπα βρίσκονται πάνω στη σκηνή, αλλά στην προβολή του βίντεο αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί σε ένα πλήθος που οδηγείται στο χαμό του, η υποδειγματική γεωμετρία κάθε κάδρου του, χαράσσονται στη μνήμη για καιρό και τη στοιχειώνουν. Αντιθέτως, ενώ η συνεργασία τπυ με τους ηθοποιούς της Κομεντί Φρανσέζ υπήρξε, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου άψογη κατά τη διάρκεια των προβών, το αποτέλεσμα στις ερμηνείες είναι πιο συντηρητικό από αυτό που θα απαιτούσε το σύμπαν που έστησε ο Ίβο Βαν Χόβε στην Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών. Φαίνεται πως η παραδοσιακά ακαδημαϊκη προσέγγιση των ηθοποιών της πρώτης κρατικής σκηνής της Γαλλίας (όπως του Ντενί Πονταλυντές, ενός ηθοποιού που προσωπικά ποτέ δεν αγάπησα) αποτέλεσε δύναμη αδράνειας υπερβολικά ισχυρή για να υπερνικηθεί μέσα σε λιγους μήνες πρόβας. Μοναδική εξαίρεση ο Ντιντιέ Ζαντρ στο ρόλο του πατριάρχη της οικογένειας, Γιόακιμ Φον Έσσενμπεκ – ίσως γιατί αποτελεί σχετικά πρόσφατο απόκτημα της Κομεντί Φρανσέζ. Πέρα από τη σπουδαία του ερμηνεία, η παρουσία του στο συγκεκριμένο χώρο υπήρξε συγκινητική και για έναν επιπλέον λόγο: ως ένα από τα αγαπημένα παιδιά του αξέχαστου Αντουάν Βιτέζ, ερμήνευσε τον Ροντρίγο στο Ατλαζένιο Γοβάκι του Πωλ Κλωντέλ, που ο εμβληματικός γάλλος σκηνοθέτης είχε παρουσιάσει στην Αβινίον, σε αυτή την ίδια σκηνή, σε μια ολονύκτια παράσταση στο Φεστιβάλ του 1987…