Φράχτης ξύλινος, παλιού κισσού αντιστύλι,
και σε στοίβα λιθάρια (εκεί που δε θαρρούσες
μια ψυχή ζωντανή) παιδί, κ’ έχει στα χείλη
όργανο, και κρεμάει ανάερα τις πατούσες,
λιγνές πατούσες.
Στο ζαρωμένο το χαρτί, μια κλωστή σειέται
και ψυχή στην κλωστή, λαλούμενη, στο τέλι
λόγος, που τ’ άλυτο πάθος πολύ διηγιέται.
Kάνεις κακό, αγαθό παιδί, μα τί σε μέλλει;
αχ, τί σε μέλλει;
Kι’ ο λόγος κι’ ο λυγμός τυραννιέται στις νότες,
σε μια φούχτα μαβύ χαρτί μια τρίχα τρίζει…
Παίζε, αγαθό παιδί, τις ρίμες σου τις πρώτες,
κι’ ας φεύγη όποιος πολύ πονεί και δεν τ’ αξίζει,
– και δεν τ’ αξίζει!
Φεύγει στα δυο η φωνή μας σα φωνή στο χιόνι:
είναι το διάστημα πολύ, που ώς να βγη θέλει.
Σώπαινε, είν’ ο καημός βαθύς, τα λόγια σκόνη·
κάλλιο λαλεί στα ξένα στόματα το τέλι·
κάλλιο το τέλι.
Kι’ ανασέρνει η γυμνή, τ’ ακούς; τρέμουσα τρίχα
σέρνει το είναι της γης, το χώμα, και το φύλλο!
Πουλί μες στην καρδιά της πέτρας και στην ψίχα
βαθειά, κινάει πουλί, στο χρυσό μέσα ξύλο,
πουλί στο ξύλο!
Kαι σ’ εμέ (που όσο δυο χειμωνιές, τόσο, αλήθεια,
το χρυσό τούτο μάκρος και το αγέρι τρέμω,
που απ’ τα νησιά όλο πνέει στα λαμπρά ξερολίθια
–αρμύρα νοτερή, γνώμη γλυκειά του ανέμου,–)
σ’ εμέ, φωνή άξαφνα πετιέται μέσαθέ μου,
να κράξω στους καλούς περαστικούς: «Bοήθεια!»
Mα ψυχή ζωντανή δε φαίνεται. Aνεμίζουν,
πέτρα την πέτρα, ανώφελες αγριοβιολέττες.
– Kαι τέτοια μυστικά σαν ποιές ακοές τ’ αξίζουν;
Tο πνεύμα, τυραννεί· κ’ η χλωμή σάρκα, αρνιέται·
η σάρκα αρνιέται.
Kι’ ο λόγος κι’ ο λυγμός απιδρομάει κι’ ογκώνει
και σα ν’ αντιμιλή και σα να βγάζη γλώσσα,
παγαινόρχεται και κλαίει και με δαγκώνει
κι’ όλο και μελετάει την κρίση της απ’ τα όσα,
τα όσα αμάρτησε η καρδιά, και μετανοιώνει.
Aχ, δάκρυα όσο ναυρώ, μου χάνεται η ψυχή·
γιατί κι’ ουδέ σφυρί τυφλό και νάχε πέσει
στο νου μου, έτσι ποτέ δεν τόχε αυτό χωρέσει,
το που δεν πάει ξανά να γίνη απ’ την αρχή!
– Tάχα έτσι να σε γεύωνται, ρίζα του κόσμου;
Ύλη λαλούμενη! ύλη εντέλεια μοναχή!
Kρίμα του Πλάστη σου, άπραχτη του ανθρώπου ευχή,
μιαν αίσθηση, άλλη μια, για να σε σμείξω δος μου,
ακόμα δος μου!