Εδώ και λίγες μέρες είναι πια κατάφωτος ένας ακόμη χώρος στην καρδιά της Αθήνας. Ενας χώρος με ιστορία, που ιδρύθηκε το 1962, και φιλοξένησε μεγάλο μέρος της σύγχρονης ιστορίας του θεάτρου. Θέατρο «Βεάκη» στην οδό Στουρνάρη. Χτίστηκε για να είναι θέατρο, δηλαδή χτίστηκε για να χαίρονται και οι θεατές και οι ηθοποιοί. Με επικλινή πλατεία -από παντού βλέπεις καλά-, με εξώστη, με πολλά και ευρύχωρα φουαγιέ. Αυτά που δεν υπάρχουν σε πολλές από τις νέες σκηνές, και με τρόμο σκέφτομαι πού ακριβώς θα στεκόμαστε τις βροχερές ή παγωμένες χειμωνιάτικες μέρες που θ’ ακολουθήσουν. Το θέατρο «Βεάκη», όμως, έχει τρία φουαγιέ, στα τρία επίπεδα που κατεβαίνει ο θεατής προς την πλατεία. Από εκεί πέρασαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού θεάτρου (Αλέξης Σολομός, Δημήτρης Χορν, Ελλη Λαμπέτη, Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, κ.ά.). Από το 1975 ως το 1985 ο Κάρολος Κουν στέγασε εκεί τη Λαϊκή Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Αργότερα, για μεγάλο διάστημα έχασε την παλιά του αίγλη. Δεν πάει πολύς καιρός που είναι στα επιχειρηματικά χέρια της οικογένειας Τάγαρη και από φέτος στα καλλιτεχνικά χέρια του Αιμίλιου Χειλάκη, της Αθηνάς Μαξίμου και του Μανώλη Δούνια.
Ξανακατέβηκα, μετά από κάμποσα χρόνια, τα σκαλιά του θεάτρου «Βεάκη». Σχεδόν το είχα ξεχάσει. Ωραίος χώρος, που κουβαλάει την πατίνα του και την αρχοντιά του.
Στη σκηνή του στήθηκε το φανταστικό δάσος της Αθήνας, όπου συναντήθηκαν, μια καλοκαιρινή νύχτα, βασιλιάδες, ξωτικά, απλοί άνθρωποι, λαϊκοί, κι έζησαν ένα όνειρο. «Ονειρο θερινής νύχτας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι η εναρκτήρια παράσταση της νέας φάσης του «Βεάκη». Δύσκολο έργο, τζαναμπέτικο. Από πάντα. Σχεδόν από τότε που το έγραψε το Σαίξπηρ, το 1595. «Αλλοτε θεωρήθηκε έξοχη εκδήλωση μιας μεγαλοφυΐας, κι άλλοτε ένα ασήμαντο και παιδιάστικο παιχνίδι, κατάλληλο μόνο για μωρό ακροατήριο» έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης στην «Ελευθερία» στις 15/6/1956. Δεν είχε καταφέρει να με κερδίσει καμία παράσταση του έργου απ’ όσες έχω δει έως τώρα. Αλλες παραστάσεις έγερναν προς την πλευρά της ποίησης, άλλες προς την πλευρά της κωμωδίας, άλλες μπέρδευαν τα στοιχεία χωρίς αποτέλεσμα.
Σ’ αυτή την παράσταση λοιπόν είχαμε τα εξής: μια πολύ ωραία μετάφραση (Γιώργος Μπλάνας) που αναδείκνυε τόσο τα λυρικά στοιχεία του κειμένου όσο και τα λαϊκά και κωμικά της παρέας των μαστόρων, και μια ομάδα ηθοποιών που βοήθησε ν’ ακουστεί και να περάσει ολόκληρο το κείμενο, κάθε ρόλος, κάθε χαρακτήρας. Και κυρίως βοήθησαν να ισορροπήσει η ποίηση, η μαγεία, το παραμύθι, ο έρωτας, το όνειρο και το απόλυτο σπαρταριστό γέλιο που υπάρχουν σ’ αυτό το έργο. Η παιδικότητα δηλαδή.
Ηταν όλοι εκεί: ο αλαζόνας Θησέας και ο σαρκαστικός Ομπερον (Αιμίλιος Χειλάκης), η ηττημένη και υποταγμένη Ιππολύτη και η παραδομένη στο όνειρο και στον έρωτα Τιτάνια (Αθηνά Μαξίμου, σε μια από τις καλύτερες στιγμές της, ιδίως ως Τιτάνια ήταν γοητευτικά εύθραυστη)· τα ερωτευμένα παιδιά που μπερδεύονται, μαγεύονται, ερωτεύονται και παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα παιχνίδι που δεν επέλεξαν, μόνο τον έρωτά τους επέλεξαν (Αλέξανδρος Βάρθης, Λένα Δροσάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη)· η ομάδα των μαστόρων που κλήθηκαν να παίξουν μια παράσταση σε βασιλικό γάμο και βλέπουν το θέατρο σαν παιχνίδι, δείχνοντας την ίδια στιγμή την ευρηματικότητα και την αποκοτιά που χρειάζεται αυτό το «παιχνίδι» (Κρις Ραντάνοφ, Παναγιώτης Κλίνης, Τίτος Λίτινας, Μιχάλης Πανάδης, Κωνσταντίνος Μουταφτσής). Μαζί τους και ο φοβερός Πάτος (Δημήτρης Πιατάς σ’ έναν ρόλο που του πάει γάντι), ο κουτοπόνηρος, που θέλει να πρωταγωνιστήσει στη παράσταση, που κλέβει ατάκες και υποκαθιστά τον σκηνοθέτη. Και φυσικά είναι ο Πουκ (Μιχάλης Σαράντης) ένα αλλούτερο πλάσμα, ένα ξωτικό, ένα παιδί, ένα όνειρο. Το πνεύμα της σκανταλιάς και του θεάτρου είναι ο Πουκ και ο Μιχάλης Σαράντης είναι οπωσδήποτε ο καλύτερος Πουκ που έχω δει.
Κι όλοι αυτοί, «παραμονή της μακρύτερης μέρας» -όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης-, παραμονή του θερινού ηλιοστάσιου, που βγαίνουν οι νεράιδες και τα πνεύματα σε όλες τις παραδόσεις του κόσμου, οι άρχοντες, τα ξωτικά και οι μαστόροι, η πραγματικότητα και το παραμύθι δηλαδή, ανακατεύονται, ερωτεύονται, ξεγελιούνται, πικραίνονται, χωρίζουν, ξανασμίγουν, παίζουν. Απελευθερώνονται. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου χρωμάτισαν εύστοχα τη νύχτα, τα όνειρα, τους εφιάλτες, το ξημέρωμα. Το ίδιο η κίνηση της Αντωνίας Οικονόμου, ενώ δεν συγκράτησα κάτι από τη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Από τα κοστούμια (Τέλης Καραθάνος), εκείνο της Τιτάνιας ήταν πραγματικά παραμυθένιο και εξωτικό, και η Αθηνά Μαξίμου το χειρίστηκε θαυμάσια (περί χειρισμού πρόκειται) και τα υπόλοιπα έντυσαν σωστά τους ρόλους και τις προσωπικότητες των ηρώων. Δεν κατανόησα το κόκκινο καπέλο του Θησέα -προς την αποτύπωση της υπερβολής και της αλαζονείας έμοιαζε… Οσο για το σκηνικό, ήταν ογκώδες παρότι λειτουργικό στις ανάγκες της παράστασης και στις αλλαγές των τοπίων που απαιτούνταν, αλλά κάπως ασφυκτιούσε στον κλειστό χώρο.
Τα βασικά στοιχεία του έργου του Σαίξπηρ -ο έρωτας, το παραμύθι, η κωμωδία- αναδείχτηκαν ξεκάθαρα. Το στοίχημα να μεταδοθεί στην πλατεία η ευφρόσυνη και τρυφερή διάθεση ενός παραμυθιού και μιας κωμωδίας, που οπωσδήποτε έχει και έρωτα, πολύ έρωτα, που μπερδεύει και τρελαίνει, πέτυχε απολύτως. Δεν ήταν μια πειραγμένη παράσταση, αλλά γιατί να είναι οπωσδήποτε; Ηταν μια παράσταση του σαιξπηρικού έργου, που ανέδειξε το παραμύθι, χωρίς να αγνοεί ή να σκεπάζει τα κρυμμένα μυστικά του.