Στις 3 Μαΐου 2013, ο Olivier Père, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Locarno και πρώην διευθυντή του Δεκαπενθημέρου Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών, συναντήθηκε με τον σπουδαίο κινηματογραφικό σαμάνο Alejandro Jodorowsky λίγο πριν την παγκόσμια πρεμιέρα του Χορού της Πραγματικότητας στο Φεστιβάλ των Καννών και συζήτησαν για τη νέα του ταινία. Ακολουθεί μετεφρασμένο αυτό το λεκτικό…οδοιπορικό που πραγματοποιήθηκε μεταξύ τους.
Ο «Χορός της Πραγματικότητας» είναι η πρώτη φορά που κάνεις μια ταινία με έντονα αυτοβιογραφικό υλικό, αλλά η γραφή σου παραμένει φανταστική και ονειρική, σαν να ονειρεύεσαι σχετικά με την παιδική σου ηλικία σε ένα φτωχό χωριό στη Χιλή, και σαν να προσφέρεις τα κλειδιά για να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τη ζωή όσο και το έργο σου. Τι αντιπροσωπεύει για σένα αυτό το φιλμ σαν ένα είδος επιστροφής στις ρίζες σου, 23 χρόνια μετά την τελευταία σου ταινία; Για μένα, αυτή η ταινία είναι σαν μια διανοητική ατομική βόμβα. Έχω γράψει βιβλία και έχω εφεύρει ένα είδος θεραπείας που λέγεται “ψυχομαγεία”, η οποία περιλαμβάνει δράσεις για την επούλωση ψυχολογικών προβλημάτων της παιδικής ηλικίας που έχουν να κάνουν με την οικογένεια. «Ο Χορός της Πραγματικότητας» δεν είναι απλά μια ταινία, αλλά κι ένα είδος οικογενειακής θεραπείας γιατί τρεις από τους γιους μου παίζουν σ’ αυτήν. Πηγαίνω πίσω στην πηγή της παιδικής μου ηλικίας, στο ίδιο μέρος όπου μεγάλωσα, προκειμένου να επανεφεύρω τον εαυτό μου. Είναι μια ανακατασκευή που έχει σαν αφετηρία την πραγματικότητα, αλλά που δεν μου επιτρέπει να αλλάξω το παρελθόν. Γυρίσαμε την ταινία στην Τοκοπίλα, το χωριό όπου μεγάλωσα και το οποίο δεν έχει αλλάξει εδώ και 80 χρόνια. Τη γυρίσαμε στον ίδιο δρόμο όπου βρισκόταν το μαγαζί των γονιών μου. Ήταν το μόνο μαγαζί που είχε καταστραφεί σε αυτόν τον δρόμο και το ξανάχτισα για την ταινία. Διορθώσαμε μερικά πράγματα: βάψαμε τον κινηματογράφο και επισκευάσαμε την άσφαλτο στον δρόμο. Όταν ήμουν παιδί, το χωριό με απέρριψε εξαιτίας της εξωτερικής μου εμφάνισης – είχα χλωμό δέρμα και σουβλερή μύτη, και με φώναζαν «Πινόκιο». Ήμουν ο γιος Ρωσο-εβραίων μεταναστών στη μέση μιας γης που προήλθε από τη Βολιβία και κατοικήθηκε από Ινδιάνους. Αυτό με έκανε να μοιάζω με μεταλλαγμένο στα μάτια των ντόπιων. Δεν είχα φίλους και πέρασα την παιδική μου ηλικία κλεισμένος στη βιβλιοθήκη με τα βιβλία μου. Στην ταινία, δείχνω πώς τα παιδιά με πείραζαν επειδή είχα περιτομή. Αλλά μέσα από την ταινία και χάρη στις βελτιώσεις που κάναμε στην πόλη, μετατράπηκα σε σωτήρα, στον τέλειο γιο της Τοκοπίλα, στο τέλος. Μέχρι που μου έδωσαν ένα δίπλωμα. Είμαι ο ήρωας που έφερε μαζί του το μαγικό φίλτρο για να σώσει τον κόσμο, και αυτό το φίλτρο ήταν το σινεμά.
Είναι μια πολύ φτωχή και απομονωμένη περιοχή. Πώς ήταν, να επιστρέφεις στη γενέτειρά σου; Ήταν σαν ένα όνειρο. Όλα είναι δηλητηριασμένα από τη μόλυνση των εργοστασίων και των ορυχείων. Αρρωστήσαμε ελαφρώς και δεν υπήρχε ξενοδοχείο. Βρήκα τον τόπο όπως ακριβώς τον είχα αφήσει. Όπως ακριβώς και στην ταινία, τα μαλλιά μου είχαν μακρύνει και τα έκοψα στο ίδιο κουρείο. Πήγα σχολείο με τον γιο του κουρέα που κόβει τα μαλλιά του αγοριού στην ταινία. Για μένα, η τέχνη πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από τέχνη. Πρέπει να δημιουργήσεις κάτι άλλο πέρα από ένα σόου για να διασκεδάσεις ή να εμπνεύσεις το θαυμασμό.
Οι προηγούμενες ταινίες σου επίσης περιλάμβαναν εμπειρίες που ξεπερνούσαν το μέσο του κινηματογράφου. Το «Santa Sangre» ήταν μια βίαιη μορφή θεραπείας όπου σκηνοθέτησες τους δυο σου γιους. Αυτό ήταν επειδή ο παραγωγός, ο Κλαούντιο Αρτζέντο, ήθελε μια ταινία τρόμου με έναν serial killer. Την έκανα, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Όταν έκανα το «El Topo», ήθελα να κάνω ένα γουέστερν προκειμένου να βρω σημεία επαφής με το αμερικανικό κοινό, επειδή δεν είχαν καταλάβει το πρώτο μου φιλμ, «Fando y Lis». Με τον «Χορό της Πραγματικότητας», ήμουν αρκετά τυχερός που ανακάλυψα έναν νεαρό ονόματι Ξαβιέ Γκερέρο, ο οποίος μου είπε ότι θα κάναμε αίτηση για επιδότηση από την κυβέρνηση της Χιλής και τα πράγματα άρχισαν να κινούνται πολύ γρήγορα. Στο τέλος, η κυβέρνηση δεν μας έδωσε τίποτα, αλλά ετοιμάσαμε το φιλμ με πολύ λίγα χρήματα και με κάποιες οικονομίες που είχα στην άκρη. Συνάντησα τον Μισέλ Σεϊντού μέσα από το ντοκιμαντέρ για το «Dune», και δεν τον είχα δει για αρκετό καιρό. Νόμιζα ότι ήταν θυμωμένος μαζί μου επειδή δεν είχαμε καταφέρει να κάνουμε το «Dune», κι έτσι δεν ήθελα να του μιλήσω – ήμουν υπερβολικά περήφανος. Ωστόσο, διαπιστώσαμε ότι ήμασταν ακόμα φίλοι και ότι και οι δύο είχαμε υποφέρει από το γεγονός ότι η ταινία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, οπότε είχα την ιδέα να του μιλήσω για το νέο αυτό πρότζεκτ. Με ρώτησε τι ήθελα και είπα: «Θέλω ένα με δύο εκατομμύρια δολάρια για να κάνω μια ταινία για την οποία δεν θα σου πω τίποτα. Θέλω μόνο να με αφήσεις ήσυχο, θέλω να με εμπιστευτείς και θα σου δείξω την ταινία όταν είναι έτοιμη». Είπε αμέσως ναι. Δεν κλαίω ποτέ, αλλά βρήκα την ανταπόκρισή του τόσο συγκινητική ώστε αναγκάστηκα να φύγω πριν ξεσπάσω σε δάκρυα. Αυτό είναι που εγώ αποκαλώ θαύμα, γιατί στο τέλος είχα τη δυνατότητα να κάνω την ταινία ακριβώς όπως την ήθελα, με απόλυτη ελευθερία.
Περιγράφεις τους γονείς σου ως εκκεντρικούς χαρακτήρες. Ο πατέρας σου, που τον υποδύεται ο γιος σου, Μπρόντις Χοδορόφσκι, ντύνεται σαν τον Στάλιν, και η μητέρα σου επικοινωνεί μόνο τραγουδώντας. Πόσα από αυτά είναι επινοημένα και πόσα πραγματικότητα; Πρέπει να πω ότι το να παίξει τον πατέρα μου άλλαξε τη ζωή του γιου μου! Όλα είναι αλήθεια, ή σχεδόν. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής και πάντοτε ντυνόταν σαν τον Στάλιν. Η ταινία μου είναι διασκευή του αυτοβιογραφικού μου μυθιστορήματος, «Ο Χορός της Πραγματικότητας», κι έγραψα κι ένα άλλο βιβλίο, «Ο Γιος της Μαύρης Πέμπτης», στο οποίο φαντάζομαι τον πατέρα μου να προσπαθεί να σκοτώσει τον Ιμπάνιεθ [Πρόεδρο της Χιλής από το 1927 έως το 1931 και από το 1952 έως το 1958]. Αυτό το κομμάτι ήταν φανταστικό. Ήθελε να το κάνει αλλά ποτέ δεν έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η μητέρα μου ήθελε να γίνει τραγουδίστρια αλλά δεν έγινε ποτέ. Στην ταινία, πραγματοποιώ τα όνειρα των γονιών μου και πραγματοποιώ το δικό μου όνειρο να τους φέρω ξανά μαζί και να δημιουργήσω μια οικογένεια.
Διαβάστε την αναλυτική κριτική του Φοίβου Κρομμύδα για τον Χορό της Πραγματικότητας.
Το οπτικό σου σύμπαν είναι πολύ μπαρόκ και τρελό, αλλά η σκηνοθεσία παραμένει ψύχραιμη, μετωπική και σχεδόν θεατρική, με σταθερά πλάνα που ίσως απορρέουν από την εμπειρία σου στα κόμικ. Είπα στον διευθυντή φωτογραφίας μου, Ζαν-Μαρί Ντρεϊζού, ότι ήθελα μια «κλινικο-φωτογραφική» εικόνα αντί για μια καλαίσθητη. Ήθελα την ομορφιά να αναβλύζει από το περιεχόμενο, όχι από τη φόρμα. Έτσι αποφασίσαμε να εξαλείψουμε τη φόρμα, να μην βάλουμε τίποτα ανάμεσα στην κάμερα και σε όσα κινηματογραφούνται, να μην κάνουμε καθόλου περιττές κινήσεις της κάμερας. Ξεφορτώθηκα επίσης όλο τον εξοπλισμό και τα παραφερνάλια που συνήθως συσσωρεύουν τις λήψεις, ξεγυμνώνοντάς το μόνο σε έναν οπερατέρ με μια Steadicam. Όταν η ταινία είχε τελειώσει, ξαναδούλεψα όλα τα χρώματα χρησιμοποιώντας ψηφιακή τεχνολογία. Αυτή η ταινία αντιπροσωπεύει μια τεχνική επιδεξιότητα επειδή φτιάχτηκε με πολύ πρωτότυπο τρόπο. Σκότωσα μία αισθητική για να δημιουργήσω μια άλλη. Περιόρισα τον εαυτό μου στα ουσιώδη. Το μοντάζ και οι λήψεις χρωστάνε πολλά στα κόμικ και το φιλμ προχωράει σαν ένα ποτάμι.
Στον «Χορό της Πραγματικότητας», επιστρέφεις σε ένα είδος φολκλόρ συνδεδεμένο άρρηκτα με το σινεμά σου: τον κόσμο του τσίρκου, τους ανάπηρους ζητιάνους, κλπ. Ήταν αυτά μέρος της καθημερινής σου ζωής όταν ήσουν παιδί; Φυσικά. Οι ανάπηροι ήταν εκεί όταν ήμουν παιδί, και επέστρεψα για να τους κινηματογραφήσω στο ίδιο μέρος. Το χωριό ήταν γεμάτο άνδρες που είχαν ακρωτηριαστεί σε ατυχήματα στα ορυχεία και σε εκρήξεις δυναμίτη που είχαν πάει στραβά. Ανάπηροι και ανίκανοι να εργαστούν, τους πέταγαν έξω στο δρόμο σαν σκυλιά.
Μέσα από τον «Χορό της Πραγματικότητας», καταλαβαίνουμε ότι όλες οι εικόνες και οι παράξενοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στις ταινίες σου δεν προέρχονται από πολιτιστικές ή κινηματογραφικές αναφορές, αλλά από την ίδια σου τη ζωή. Η μητέρα μου είχε τεράστια στήθη και έψαχνα μια ηθοποιό με μεγάλο μπούστο. Αν δείξεις μια χυμώδη γυναίκα, όλοι σκέφτονται τον Φελίνι, αν δείξεις έναν νάνο, όλοι σκέφτονται τον Μπουνιουέλ, αν δείξεις ένα φρικιό, όλοι σκέφτονται τον Τοντ Μπράουνινγκ. Αλλά πραγματικά, αυτή ήταν η ζωή μου στο χωριό μου. Όλα τα στοιχεία της παιδικής μου ηλικίας είναι εκεί.
Σήμερα, υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που έχουν ομολογήσει τον θαυμασμό τους για τις ταινίες σου, όπως ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, ο Γκασπάρ Νοέ και ο Ρομπ Ζόμπι… Είναι ευχαρίστηση και βάλσαμο που θεραπεύει τις πληγές μου. Νιώθω σαν μία εστία θερμότητας γεμάτη πληγές. Η ζωή μου ως σκηνοθέτη δεν υπήρξε πάντοτε εύκολη. Στο Μεξικό, ήθελαν να με λιντσάρουν μετά την προβολή της πρώτης μου ταινίας «Fando y Lis». Έχω υπάρξει θύμα προσβολών και διώξεων. Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια για να αναγνωριστεί το «The Holy Mountain». Περίμενα πολύ καιρό για να κάνω τις ταινίες μου και πάντοτε αρνιόμουν να κάνω εμπορικές ταινίες. Το «El Topo» ήταν μια underground επιτυχία στη Νέα Υόρκη και αυτή ήταν μια πολύ ευτυχισμένη εποχή για μένα, αλλά στη συνέχεια όλα έγιναν πιο περίπλοκα. Αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να φαντάζομαι ταινίες που δεν θα έκανα ποτέ. Υπάρχουν εκατοντάδες μέσα στο μυαλό μου. Ελπίζω ότι ο «Χορός της Πραγματικότητας» θα είναι η αρχή ενός νέου κύκλου, μια αναγέννηση του δικού μου σινεμά, που ήταν πάντοτε ένας αγώνας ενάντια στη βιομηχανία.
Διαβάστε την αναλυτική κριτική του Φοίβου Κρομμύδα για τον Χορό της Πραγματικότητας.