12 Χρόνια Σκλάβος *****
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Στιβ Μακουίν
Πρωταγωνιστούν: Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, Μάικλ Γουίλιαμς, Μάικλ Φασμπέντερ
Διάρκεια: 134’
Ας πούμε ότι η προηγούμενη ταινία του Στιβ Μακουίν, το Shame δε με είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα. Μπορώ να αναγνώσω τις arthouse αισθητικές ανησυχίες του και τα βαθύτερα ζητήματα που προσπαθεί να ξύσει, μα στην πορεία κάπου το χάνει και δεν χτυπάει κέντρο ούτε στη μια ούτε στην άλλη μεριά, σαν να μην έχει βρει ακόμα τους κώδικες με τους οποίους θα εκφραστεί ξεκάθαρα. Επίσης, τόσα χρόνια έχω μάθει (και ποιος όχι δηλαδή) να κρατάω μικρό καλάθι πριν μπω στις «καλλιέργειες» των talk-of-the-town ταινιών. Και με τόσο ντόρο να προλογίζει το 12 Χρόνια Σκλάβος, δε μου έμενε άλλη επιλογή από το να εφοδιαστώ με ένα μεσαίου μεγέθους καλάθι για να χωρέσω τη σοδειά μου.
Based on a true story υπόθεση πάλι (ωχ αδερφέ), η οποία έχει ως κεντρικό θέμα της τον πάντα επίκαιρο ρατσισμό. Στην προπολεμική Αμερική του 18ου αιώνα, ένας ελεύθερος νέγρος βιολιστής, ο Σόλομον Νόρθαπ, πέφτει θύμα δολοπλοκίας και απάγεται από δύο «καλοσυνάτους» σόουμεν, οι οποίοι τον πουλάνε ως σκλάβο. Πέραν του βίαιου αποχωρισμού από την οικογένειά του, ο Σόλομον θα αποκτήσει πληγές στο δέρμα και στην ψυχή του, καθώς περνά από αφέντη σε αφέντη, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ενώ θα βιώσει από πρώτο χέρι το ρατσισμό που υφίσταται η φυλή του κάτω από το καθεστώς μιας βάρβαρης ξενοφοβίας.
Αν και το μήνυμα υπάρχει, μέσα από όλη αυτή τη δίχρωμη οπτική χάνει τη δύναμή του και η ταινία καταλήγει να είναι απλά άλλη μια ταινία για τον ρατσισμό με μόνη διαφορά τη σαφώς πιο δυνατή αισθητική της.
Μη θέλοντας να φανώ κρυπτικός θα καταστήσω τη γνώμη μου όσο το δυνατόν καθαρότερη: μου άρεσε σίγουρα περισσότερο από την προηγούμενη ταινία του, χωρίς να σημαίνει ότι του έβγαλα το καπέλο. Για μένα το συγκεκριμένο, πιο εύληπτο στυλ σκηνοθεσίας μπορεί να το «φορέσει» πολύ πιο άνετα ο Μακουίν∙ δεν αναλώνεται σε δήθεν αλληγορίες και χτίζει μια στρωτή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, έχοντας ταυτόχρονα ένα κεντρικό μήνυμα. Αφήνει το μάτι του να επιλέξει έναν εξαιρετικό τρόπο απόδοσης των εξωτερικών σκηνικών, με ορισμένα πλάνα να θυμίζουν έντονα τους νατουραλιστικούς πίνακες του Κουρμπέ και άλλα (το μονόπλανο στη μέση της ταινίας με την κρεμάλα) το μακάβριο παράλογο των Εξπρεσιονιστών. Φθαρμένα ρούχα, σκόνη, ιδρώτας, ο ανθρώπινος μόχθος κάτω από τον εξαντλητικό ήλιο του Νότου. Παιχνιδίζει με το χρόνο της αφήγησης, παρεμβάλλοντας τα επεξηγηματικά του φλάσμπακ σε καίρια σημεία και ντύνει το σύνολο με τα γκόσπελ της σκλαβιάς.
Καλά όλα αυτά, αλλά κάποιοι από τους σκηνοθετικούς δαίμονές του δεν έχουν εξορκιστεί ακόμα. Οι χαρακτήρες του παραμένουν εγκλωβισμένοι στο δίπολο καλού-κακού, με μερικές γκρίζες αποχρώσεις στην κατά τόπους αχρωμία, κάτι το οποίο προσπαθεί να καλύψει με υπερβολικές δόσεις βίας. Και το ότι έχουμε την κινηματογραφική διασκευή μιας αληθινής ιστορίας σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί ως δικαιολογία.
Ο πρωταγωνιστής Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, αν και στις σιωπηλές του στιγμές χαρακτηρίζεται άρτια εκφραστικός, στις κορυφώσεις του θα έπρεπε να μετριάσει τους τόνους για να δώσει κάποιο παραπάνω ενδιαφέρον σε έναν χαρακτήρα που, τελικά, οι μόνοι λόγοι να τον συμπαθήσεις δεν πηγάζουν από τον ίδιο αλλά από την υπόθεση και το υπόλοιπο καστ. Και, τέλος, αν και το μήνυμα υπάρχει, μέσα από όλη αυτή τη δίχρωμη οπτική χάνει τη δύναμή του και η ταινία καταλήγει να είναι απλά άλλη μια ταινία για τον ρατσισμό με μόνη διαφορά τη σαφώς πιο δυνατή αισθητική της.
Βλέπεται; Ναι μωρέ, ευχάριστα, αν μπορείς να αντέξεις την έντονη βία. Άξιζε τόσο ντόρο; Σε καμία περίπτωση. Κάπου πρέπει να αρχίσουμε να ξεκαθαρίζουμε πότε μια ταινία είναι μνημειώδης λόγω του ότι αναδεικνύει αριστοτεχνικά μια κατάσταση και πότε η ίδια η κατάσταση εξαναγκάζει τον κοσμάκη να τη λατρέψει για να φανεί συνειδητοποιημένος και πολιτικά ορθός.