Είναι μάλλον μοιραίο κάθε Blade Runner να αντιμετωπίζεται μουδιασμένα κι αδιάφορα στην εποχή του, μόνο και μόνο για να επανεκτιμηθεί από την επόμενη γενιά, οπότε στα 60 μας θα είμαστε οι πρώτοι που θα φωνάζουμε “told ya!” σε όσους θα ανακαλύπτουν το αισθητικό θαύμα του Ντενί Βιλνέβ (αναφερόμαστε στις εικόνες του διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς ή στο πώς φωτίζεται το πρόσωπο του Ράιαν Γκόσλινγκ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας; Ας προσποιηθούμε ότι εννοούμε το πρώτο …)
Ο καναδός σκηνοθέτης ήταν το breakout όνομα της δεκαετίας, δηλώνοντας την παρουσία του στην αρχή της με το Μέσα από τις Φλόγες και συνεχίζοντας με ταχύτατα ανοδική πορεία: πέρασε από τον αφηγηματικό λαβύρινθο του Enemy, τα σκοτεινά τούνελ του Sicario, την ηθική περιπλοκότητα του Prisoners και την οικουμενικότητα μιας πολύ προσωπικής ιστορίας στην Άφιξη (που άξιζε μια θέση σε αυτή τη λίστα), καταλήγοντας στο σίκουελ ενός ορόσημου της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας. Και δεν απογοήτευσε: το Blade Runner 2049 αναμετρήθηκε με την επίδραση του εμβληματικού προκατόχου του και κέρδισε επάξια τη θέση του στο ευρύτερο σύμπαν εκείνης της ταινίας με εικόνες οπτικής τελειότητας.
Η ταινία δεν δεσμεύεται από τις πιέσεις της πλοκής – είναι περισσότερο ένα μελαγχολικό mood piece και λειτουργεί ιδανικά σαν τέτοιο, παρά σαν όχημα ώθησης μιας ευρύτερης μυθολογίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βρίσκεται μια δυνατή ιδέα στην καρδιά της ιστορίας, όπου ένα ανδροειδές (Γκόσλινγκ) αναζητά απαντήσεις σε ένα μυστικό που τον οδηγεί στον κρυμμένο Ντέκαρντ του Χάρισον Φορντ.
Όμως αυτές οι εικόνες…