Βάλε ένα ακόμη, προλαβαίνουμε (του Θεοδόση Μίχου)
Ήταν 2005. Ήμασταν στο Toy – τότε που το Toy ήταν ακόμη το άτυπα απόλυτο σημείο συγκέντρωσης πριν από τις προβολές στο Αττικόν και στο Απόλλων. Δεν είχε δύσει ακόμη και δεν είχε κόσμο, άρα για να ήμασταν εκεί, την ώρα εκείνη, μάλλον καθημερινή θα ήταν, ένα ποτό μετά τη δουλειά, πριν την ταινία, κλασικά, όλα καλά. Θα ήταν ακόμη καλύτερα βέβαια αν θυμόμουν σήμερα και κάτι παραπάνω. Ψάχνοντας οnline το πρόγραμμα του φεστιβάλ τη συγκεκριμένη χρονιά (την ενδέκατή του κατά σειρά) και συνυπολογίζοντας τα παραπάνω δεδομένα (θετικός επιστήμονας, γαρ), το πιο πιθανό ενδεχόμενο είναι ότι μετά το Toy θα πηγαίναμε να δούμε το No Direction Home: Bob Dylan στο Απόλλων – εκτός πια και αν δεν ήταν καθημερινή αλλά Κυριακή και ο στόχος ήταν είτε το Crash στο Αττικόν, είτε το Screaming Masterpiece στο Απόλλων.
Γράψε λάθος. Μόλις θυμήθηκα και κάτι ακόμη. Δεν είχαμε πολλή ώρα μέχρι την έναρξη της όποιας προβολής και μόλις το κατάλαβα ήπια το ποτό μου πιο γρήγορα απ’ ότι τις περισσότερες φορές για να προλάβουμε, έκανα νόημα στη σερβιτόρα και όταν ήρθε, ο Φώτης ως συνήθως είπε «ρε μήπως να πιούμε άλλο ένα, αφού ποτέ δεν αρχίζουν ακριβώς» κι εγώ – μάντεψε – άλλο που δεν ήθελα, οπότε στην κοπέλα πληρώσαμε αυτά που είχαμε ήδη πιει και προκαταβάλλαμε αυτά που θα μας έφερνε σε λίγο. Δέκα λεπτά αφότου τα φώτα στην όποια αίθουσα θα είχαν λογικά σβήσει, ήμασταν ακόμη εκεί, στη στοά του Toy, μισοκαθισμένοι στα σκαμπό, γύρω από το ψηλό τραπέζι, κάτι φυστίκια ξεφλουδίζαμε, κάτι σαχλαμάρες λέγαμε, το μόνο που δε λέγαμε ήταν να ξεκουνηθούμε μέχρι το σινεμά, ώσπου ο Φώτης είπε ξανά πιο σοβαρά κάτι που μέχρι τότε ψιλολέγαμε για πλάκα: «ρε μαλάκα πάμε να πιάσουμε ένα σπίτι μαζί, γαμώ θα είναι, χαμός θα γίνει». Κι εγώ του είπα τελεσίδικα αυτό που για αρκετό καιρό σκεφτόμουν: «έκλεισε, από αύριο ψάχνουμε».
Τελικά αρχίσαμε το ψάξιμο από τη μεθεπόμενη, έπρεπε να μας περάσει ο πονοκέφαλος, καταλαβαίνεις, και το ολοκληρώσαμε λίγους μήνες αργότερα, με το πάσο μας και βάλε, όταν μπήκαμε στο δεύτερο πιο θρυλικό διαμέρισμα της οδού Σεμιτέλου. Εκεί που πράγματι, για την επόμενη τριετία-τετραετία γαμώ θα ήταν. Χαμός θα γινόταν. Αλλά ρε Φώτη, τώρα, περίπου εννιά χρόνια μετά, που μ’ έχει πιάσει αυτή η κρίση λυγμολαλιάς (copyright της λέξης: Μάρκος Φράγκος), πες μου σε παρακαλώ. Ποια ήταν τελικά η ταινία που δεν είδαμε εκείνο το βράδυ, γιατί θα σκάσω.
20 χρόνια επιλεκτικής αμνησίας (της Αντιγόνης Πάντα-Χαρβά)
Προσπαθούσα να θυμηθώ συγκεκριμένη ταινία με συγκεκριμένο κόσμο και συγκεκριμένα περιστατικά από τα 20 χρόνια στις Νύχτες Πρεμιέρας (ναι, έχω προλάβει και την πρώτη χρονιά) και δεν μπορούσα να εστιάσω κάπου συγκεκριμένα. Άλλωστε μισή ζωή είναι αυτή, τι να πρωτοαναφέρεις και τι να αφήσεις; Όλα στο μυαλό μου είναι σαν ένα επαναλαμβανόμενο φθινοπωρινό πάρτυ. Αν όμως πρέπει να ξεχωρίσω κάποιες πολύ δυνατές στιγμές, τότε σίγουρα θα αναφέρω το φανταστικό 24 Hour Party People όπου στην αίθουσα επικρατούσε τρελή αναστάτωση αφού όλοι θέλαμε να ανεβούμε και να αρχίσουμε να χορεύουμε επάνω στα καθίσματα (δεν ξέρω πραγματικά πώς συγκρατηθήκαμε), μία μεταμεσονύχτια προβολή της καλτ σπλατεριάς Lesbian Vampire Killers, όπου οι ατάκες του κοινού ήταν ακόμη πιο επικές από εκείνες της ταινίας, τα ντροπαλά γελάκια των διπλανών μου στο Shortbus και τη διάθεσή μας να χουφτώσουμε όλοι ο ένας τον άλλον μόλις βγήκαμε από την αίθουσα, το χαρακτηριστικό γέλιο του Ηλία Φραγκούλη που έκανε τον κόσμο να αναπηδά άξαφνα στις καρέκλες του μέσα στη σιγαλιά, το κοκκινισμένο πρόσωπο του Μάρκου Φράγκου την πρώτη φορά που προλόγισε ταινία, τα πηγαδάκια των ψαγμένων σινεφίλ στη Χρήστου Λαδά, τους μεθυσμένους καλεσμένους-συντελεστές ταινιών στα after parties και τόσα άλλα που ξεχνώ τώρα αλλά αποτελούν τρανή απόδειξη της περίφημης φράσης: «Οι καλύτερες νύχτες της ζωής μας, είναι αυτές που δεν θυμόμαστε καθαρά». Ε, ναι.
Ήμουνα νιος και γέρασα (του Ανδρέα Ράπτη)
Οι Σεπτέμβρηδες βρωμούσαν σελιλόζη, οι εξεταστικές πήγαιναν άπατες, τα ματάκια καταβρόχθιζαν από auteurs της μιας νύχτας ως ταινιάρες που δεν δραπέτευσαν ποτέ από το αίμα. Σε εμπιστεύτηκα από την πρώτη χρονιά, τότε που ο Χαλ Χάρτλι κοινώνησε τους διψασμένους σινεφιλόφιλους την Τrust μεταλαβιά (και μας έραψε κάτι indie ιδιοσυγκρασίες μούρλια, ανεξίτηλες εις το διηνεκές). Είδα αρρώστιες (Bob Flanagan, δεν θα ξεχάσω ποτέ την s/m παρανοϊκή σαγήνη σου), είδα weird stuff (Κόντρα Ξύρισμα, ήμουν κι εγώ εκεί), είδα το ρομαντικό φως το αληθινό (Lawn Dogs, πιο νυχτοπρεμιερική ταινία δεν γίνεται), μέχρι που είδα και το Dream With the Fishes, βρήκα ένα κορίτσι που είναι η αγαπημένη του ταινία και παντρευτήκαμε. (Μη γελάς καθόλου, ούτε εγώ ειχα καταλάβει πόσο επηρέασαν τη ζωή μου αυτά τα 20 χρόνια μπες βγες στο φεστιβάλ της πόλης). Για τα πιο πρόσφατα ας μιλήσουν οι νεότεροι. Αγαπητέ κινηματογραφόφιλε, τώρα που θα σβήσει το φως και θα λάμψει η οθόνη να θυμηθείς ένα όνομα, χάρη στο οποίο υπάρχουν οι Νύχτες Πρεμιέρας: Γιώργος Τζιώτζιος. (Κι αν δεν το ξέρεις γκούγκλαρε το. Και θα μάθεις. Και θα νιώσεις.)
Τα δάκρυα της ανακούφισης (της Λίνας Ρόκου)
Την Στρέλλα την είδα για πρώτη φορά (γιατί την έχω δει άλλες τέσσερις από τότε) στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2009. Η προβολή είχε γίνει στο Αττικόν -δε με νοιάζει αν ακουστεί κλισέ αν πω κι εγώ το πόσο μου λείπει – και στο μικρό flyer που μας μοίραζαν πριν μπούμε στην αίθουσα διάβασα ότι δεν θα πρέπει να αποκαλύψουμε σε κανέναν την ανατροπή στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο Πάνος Κούτρας ήταν φυσικά εκεί όπως και τα κορίτσια από τις Κούκλες, που φέτος γνώρισα από κοντά. Μετά τα φώτα έκλεισαν. Η Στρέλλα είναι η αγαπημένη μου ταινία από όσες έχω δει στις Νύχτες Πρεμιέρας, όχι γιατί είναι η πιο άρτια αλλά γιατί είναι εκείνη που με πήρε μαζί της παρά τις μικρές αδυναμίες της. Έχει μια γοητεία που δεν μπορώ να της αντισταθώ, όπως αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να αντισταθώ στους αυθεντικούς ανθρώπους. Ο Κούτρας δεν κατασκεύασε ένα σύμπαν αλλά μας το παρουσίασε. Μας πήρε από το χέρι και μας έδειξε μια παρέα ανθρώπων που ξεφεύγει από κάθε κοινωνικό κανόνα αλλά και τι μ’ αυτό; Περπατάμε στους ίδιους βρεγμένους δρόμους της Αθήνας και όλους μας έχουν πιάσει τα κλάματα σε τέτοιες διαδρομές. Ξέρετε αυτές τις στιγμές που απλά περπατάς μέσα στην πόλη και σκέφτεσαι πόσο σκατά τα έχεις κάνει στη ζωή σου και σε πιάνει το παράπονο και κλαις χωρίς να σε νοιάζει που σε κοιτούν και τι ανακούφιση που είναι αυτό∙ νομίζω ότι τα συγκεκριμένα πλάνα είναι τα αγαπημένα μου. Α, και φέτος έχει ταινία ο Κούτρας στο Φεστιβάλ, το Xenia, οπότε ραντεβού εκεί.
Νύχτα Πρεμιέρας με το Αγόρι (της Ναταλί Σαϊτάκη)
Πριν δυο χρόνια, τον Αύγουστο, είχα κανονίσει να πάω στην οδοντίατρό μου στην Κρήτη για να κάνω απονευρώσεις κι ένα σωρό άλλα δυσάρεστα οδοντιατρικά πράγματα. Λίγες μέρες πριν γίνει αυτό, γνώρισα ένα αγόρι. (Εδώ είναι το σημείο που αρχίζω να στρίβω την τσίχλα, με τον δεξί μου δείκτη.) Μετά το μαρτύριο της οδοντιατρικής καρέκλας επέστρεψα στην Αθήνα άρον άρον, με τα σφραγίσματα ακόμα νωπά (το ξέρω ότι μ’ ευχαριστείτε γι’ αυτό το visual), για να μπορώ να είμαι μαζί με το Αγόρι (στο εξής με κεφαλαίο «α»). Κι εκεί που προσπαθούσαμε να γνωριστούμε λίγο καλύτερα, ξεκίνησαν οι Νύχτες Πρεμιέρας. Η πρώτη ταινία που είδαμε μαζί ήταν το Celeste and Jesse Forever του Lee Toland Krieger.Είναι τραγικά άβολο να πηγαίνεις με το νέο σου Αγόρι για πρώτη φορά σε προβολή ταινίας, η υπόθεση της οποίας είναι το ακατανόητα κουλ διαζύγιο ενός ζευγαριού. Ότι δηλαδή η Celeste και ο Jesse χώρισαν, αλλά παρέμειναν φίλοι, και μετά αυτός βρήκε γκόμενα και την άφησε έγκυο και μετά τα ‘σπασαν με τη Celeste, αλλά στο τέλος αποφάσισαν ότι θα είναι για πάντα οι καλύτεροι φίλοι. Ήθελα να φωνάξω «Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, κύριε σκηνοθέτα μου;», αλλά είπα να μη με περάσει για λωλή. Το Αγόρι, όχι ο σκηνοθέτης. Συζητήσαμε για την πλοκή κατά την επιστροφή στο σπίτι. Δεν τον είχε προβληματίσει κάτι. Τότε σκέφτηκα ότι δε θα ήθελα να γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι. Τουλάχιστον μ’ αυτόν τον τρόπο. Στις φετινές Νύχτες περιμένω να μου πει κι αυτός τη γνώμη του επί του θέματος.