Ο Τεχνοχώρος Cartel υπάρχει από το 2013 ήταν όμως πέρσι με τον μονόλογο Άρης της Σοφίας Αδαμίδου σε ερμηνεία Τάσου Σωτηράκη που έκανε το μεγάλο μπαμ. Ακόμη κι έτσι όμως, οι ίδιοι οι άνθρωποι του Cartel, δεν περίμεναν τι θα ακολουθούσε με το ανέβασμα του έργου του Τζον Στάινμπεκ Άνθρωποι και ποντίκια.
Συνεχόμενα sold out, διθυραμβικές κριτικές, κόσμος που την προτείνει σε φίλους ενθουσιασμένος. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, κατάφερε να κάνει το κείμενο του Στάινμπεκ κομμάτι σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, εκεί που το περιθώριο δαγκώνει τρυφερά και χαϊδεύει άγρια μέχρι θανάτου.
Ανά σκηνές νιώθεις ότι δε βλέπεις θέατρο αλλά έχεις βουτήξει μέσα σε ένα αδυσώπητα ρεαλιστικό σύμπαν, εκεί που η πραγματικότητα δρα ως ωρολογιακή βόμβα.
Η άψογη αξιοποίηση του χώρου και η πυρετώδης αφοσίωση των ηθοποιών δείχνουν ότι το μέλλον ανήκει στον Μπισμπίκη και το Cartel.
Λίγο πριν πάει στην πρόβα για τον Πατέρα του Στριντμπεργκ, που σκηνοθετεί στο θέατρο Αποθήκη, ο Βασίλης μιλάει για την παράσταση που φέτος συζητήθηκε όσο καμία άλλη, τα χρόνια που δούλευε ως γκρουπιέρης, την Άννα Συνοδινού, τον Γιάννη Οικονομίδη και τον Μαρξ.
Έχω μεγαλώσει στο Λουτράκι. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που από μικροί ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί. Στο καζίνο δούλευα, γκρουπιέρης ήμουν. Το καζίνο είναι ένα σκηνικό εκτός πραγματικότητας, στημένο έτσι ώστε ο τζογαδόρος να μένει όσο περισσότερο γίνεται χωρίς να έχει την αίσθηση του χρόνου. Εγώ έκανα τα πάντα εκεί, ήμουν σε όλα τα παιχνίδια. Αλλά ήταν απελπιστική η κατάσταση δεν το άντεξα πολύ, τρία χρόνια έκατσα.
Ο τζόγος είναι κατάντια, καταστροφή. Ούτε οι ναρκομανείς δεν είναι έτσι. Οι τζογαδόροι μπορεί να χάσουν τα πάντα σε μια μέρα. Έχω δει ανθρώπους να βάζουν υποθήκες τα σπίτια τους, να λιποθυμάνε στα τραπέζια, γιαγιάδες 70-80 χρονών να μένουν ξύπνιες τρία μερόνυχτα και εγώ να απορώ πώς αντέχουν. Είναι η αδρεναλίνη που το δημιουργεί όλο αυτό. Εκεί δεν άντεξα παρότι γενικά ήμουν παιδί της νύχτας ούτως ή άλλως, μπάρμαν και πορτιέρης δούλευα πιο πριν.
Η ενασχόλησή μου με το θέατρο ήταν μια γενικότερη αλλαγή στη ζωή μου. Ήμουν σε θεατρική ομάδα πολιτιστικού συλλόγου στο Λουτράκι, παρουσιάσαμε την Ελένη του Ευριπίδη στην Επίδαυρο, εκτός Φεστιβάλ βέβαια σε μια βραδιά «Ροντήρη», με είδε ο Τάσος Ρούσσος που ήταν τότε διευθυντής της δραματικής σχολής του Εθνικού και αυτός μου έβαλε την ιδέα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το άθλημα.
Ήρθα στην Αθήνα και πήγα στη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα, στα Εξάρχεια. Μετά από ένα χρόνο, πήρα μέρος σε οντισιόν για μια παράσταση της Συνοδινού που έκανε Ευμενίδες στο αρχαίο κείμενο και με πήρε. Κατευθείαν στα βαθιά. Ογκόλιθος η Συνοδινού, υπήρξε πανεπιστήμιο για μένα ειδικά όσον αφορά την αρχαία τραγωδία. Οι παλιοί άνθρωποι του θεάτρου είχαν άλλη ηθική, άλλη φιλοσοφία. Ήταν πολύ πιο πειθαρχημένοι. Αν αργούσες έστω και πέντε λεπτά στην πρόβα σου έκοβε πρόστιμο η Συνοδινού. Όχι ότι στο τέλος κρατούσε τα χρήματα. Επίσης, επειδή εγώ ήμουν ακόμη στο δεύτερο έτος της σχολής απαγορευόταν να έχω ατάκες στο έργο. Λειτουργούσαν αλλιώς. Αγαπούσαν πολύ τους ηθοποιούς, ήταν πολύ δοσμένοι, τρομερά καλλιεργημένοι, με παιδεία, με πολύ δουλειά και έρευνα στο έργο. Αντιμετώπιζαν το θέατρο σαν θρησκεία και αυτό το έχω κρατήσει.
Μετά τη σχολή βρέθηκα στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος κάνοντας τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι δίπλα στην Πέμυ Ζούνη. Έμεινα δύο χρόνια εκεί, συνεργάστηκα με τον Σλόμπονταν Ούνκοβσκι τον οποίο επίσης θεωρώ μεγάλο δάσκαλο για μένα, ήταν σπουδαίος, δίδασκε σκηνοθεσία στο Χάρβαρντ και στο Κέιμπριτζ. Ήμουν πολύ τυχερός και το καταλάβαινα ότι όλα αυτά μου άνοιγαν πόρτες. Γύρισα, ύστερα, στην Αθήνα και μετά μπήκα σε ροή, δεν σταμάτησα στιγμή να δουλεύω.
Πριν εφτά-οχτώ χρόνια άρχισα να ψάχνω χώρο. Σαν μην μου έφτανε όλο αυτό που συνέβαινε γύρω μου, σαν να έλεγα μέσα μου ότι για να δημιουργήσουμε κάτι που να έχει υψηλή καλλιτεχνική αξία θα έπρεπε να φτιαχτεί μια ομάδα. Πάντα ήμουν της ομάδας, από μικρό παιδί. Μαζί με τον Παναγιώτη Σούλη και τη Φαίη Τζήμα ξεκινήσαμε να φτιάξουμε το Cartel. Αρχίσαμε με τον Παναγιώτη να ψάχνουμε για φτηνούς χώρους, ήταν μέσα στην κρίση όλο αυτό και κάπως έτσι βρεθήκαμε στον Βοτανικό. Δεν υπήρχε ιδεολογικό υπόβαθρο, απλώς ήταν φτηνά τα νοίκια. Πήραμε την αποθήκη και μετά επεκταθήκαμε στον χώρο που παίζεται το Άνθρωποι και ποντίκια. Μόνοι μας το φτιάξαμε το Cartel. Δίπλα υπάρχουν οι μάντρες ανακύκλωσης και χρησιμοποιήσαμε υλικά από εκεί και από το παζάρι των ρακοσυλλεκτών, που γίνεται εδώ δίπλα.
Φτιάξαμε σιγά σιγά μια ταυτότητα. Όλα τα έργα που ανεβάσαμε τα χρησιμοποιήσαμε ως όχημα για να μιλήσουμε κοινωνικοπολιτικά για τα θέματα που μας απασχολούν. Δεν στηριχθήκαμε μόνο στον συγγραφέα, τα πειράζαμε, τα φέρναμε στο τώρα. Ψάχναμε τον τρόπο ώστε ο θεατής να έχει άμεση σύνδεση με τα κείμενα, μη θεωρεί ότι ο Στάινμπεκ είναι έργο του 1937, με στάβλους, άχυρα και τέλος. Όχι, υπάρχει η σύνδεση με το τώρα.
Η παράσταση έχει συγγένεια με το ύφος του Στέλλα, κοιμήσου γιατί χώρια ότι με τον Γιάννη (Οικονομίδη) δουλέψαμε μαζί στην τελευταία ταινία του Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς που θα βγει το φθινόπωρο, είμαστε πολύ φίλοι. Έχω επηρεαστεί από τον τρόπο που δουλεύει ο Γιάννης, μου ξεκλείδωσε κάποια πράγματα, έτσι κι άλλως αυτή ήταν και η δική μου κατεύθυνση, σκληρές παραστάσεις ήταν όλες αλλά σαφώς πήρα πράγματα.
Ο ακραίος ρεαλισμός ή ό,τι είναι αυτό που έχουμε κάνει με αφορά πολύ γιατί νομίζω ότι είναι ένας τρόπος για να κινητοποιήσεις πιο άμεσα την ψυχή ή να ξεσηκώσεις την καρδιά του θεατή.
Το δωμάτιο του Μάνου (στην παράσταση), με τα μπιχλιμπίδια υπάρχει στην πραγματικότητα στα 50 μέτρα από το Cartel, και πολύ πιο ακραίο. Ο άλλος έχει και black light και τα ηχεία να βαράνε τέρμα. Μην αναρωτιέστε τι ρόλο βαράει το rave party μέσα στη μάντρα ανακύκλωσης. Υπάρχει, είναι δίπλα μας.
Έτσι είναι οι άνθρωποι μέσα σε μια μάντρα και ακόμη περισσότερο, μας ξεπερνάνε. Ο μέσος θεατής δύσκολα έχει επαφή με αυτόν τον κόσμο, δε σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει. Είδαμε τι είναι χρήσιμο για την παράσταση και για τον κάθε ηθοποιό και μέχρι εκεί το πήγαμε. Αν ο Μάνος ήθελε να το κάνει ακόμη πιο υπερβολικό το σκηνικό του, γιατί ο κάθε ηθοποιός φρόντισε τον σκηνικό του χώρο, δε θα είχα πρόβλημα, θα τον άφηνα. Το πήγε μέχρι εκεί που ήθελε. Εμένα με ενδιαφέρει πώς θα είναι ο ηθοποιός ευτυχισμένος πάνω στη σκηνή. Τα φτιάχνει όλα μόνος του, το κείμενο βγαίνει από τα θέματα και τα βιώματα του ηθοποιού. Εγώ θα βρω τον τρόπο να το φορμάρω μέσα στην παράσταση αλλά θέλω ο ηθοποιός να είναι ελεύθερος, να είναι δημιουργικός πολύ, να είναι σαν το γράφει το έργο, να είναι σαν να αυτοσκηνοθετείται, θέλω να είναι απόλυτα δημιουργικός.
Ο Γιώργος που παίζει τον Γέρο και ο Κούρδος Γιανμάζ είναι ερασιτέχνες. Εμείς κερδίζουμε από τον ερασιτέχνη, έχω υπάρξει κι εγώ και ξέρω. Οι ερασιτέχνες παίζουν περισσότερο με την ψυχή, δεν έχουν την τεχνική κατάρτιση, ας το πούμε έτσι, και λειτουργούν με το «πάμε, με ψυχή». Ο ηθοποιός είναι κάτι που με τα χρόνια λίγο το ξεχνάει γιατί μπαίνει η τεχνική μέσα, μπαίνει, μπαίνει, μπαίνει και πάει στην ευκολία της τεχνικής κατάρτισης. Οι ερασιτέχνες είναι ακατέργαστοι, χωρίς κατασκευή∙ αυτό το θέλω εγώ, το κυνηγάω, μου αρέσει να είμαστε πάνω στην σκηνή έτσι.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι και συγκινημένοι με την ανταπόκριση του κόσμου. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τόσο μεγάλο. Δεν είναι μόνο ότι είναι sold out, είναι οι αντιδράσεις του κοινού όταν τελειώνει η παράσταση. Προχθές, αφού χειροκρότησαν επί πέντε λεπτά οι θεατές ήταν εκεί, δεν έφυγαν, σα να επεξεργαζόντουσαν αυτό που είδαν, το τι έγινε.
Τους αγγίζει γιατί έχει αλήθεια. Είναι έτσι κι αλλιώς σπουδαίο το έργο αλλά πέρα από αυτό είναι σαν να κοιτάνε από την κλειδαρότρυπα, ούτε καν, σα να είναι μέσα στο μηχανουργείο και να συμβαίνουν όλα αυτά μπροστά τους.
Όσο περνάει ο καιρός λιώνουν πράγματα, κάποιες φορές ξεφεύγουμε, αλλάζει η παράσταση καθημερινά. Από την στιγμή που δεν υπάρχει σταθερό κείμενο παρά μόνο θέματα ο στόχος του κάθε ηθοποιού είναι πώς θα είναι απρόβλεπτος πάνω στη σκηνή ώστε να εκπλήξει τους υπόλοιπους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε θέμα μπορεί να διατυπώνεται διαφορετικά πάνω στη σκηνή, ώστε οι ηθοποιοί να μην επαναπαύονται πάνω στη σκηνή, να μην μπορούν να προκατασκευάσουν οι αντιδράσεις.
Οι ήρωες του έργου είναι λούμπεν, κι αυτό σημαίνει -τουλάχιστον για μένα- ότι δεν ανήκουν σε καμία τάξη, είναι πιο κάτω. Όμως έχουν αισιοδοξία μέσα τους. Ζουν σε ένα απελπιστικά σκληρό κόσμο, που για να επιβιώσεις πρέπει να είσαι δυνατός όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στο σώμα αλλά παρ’ όλα αυτά έχουν χαρά. Το βλέπω αυτό γύρω μου, τους βλέπω να προσπαθούν να περάσουν καλά: βάζουν τέρμα τη μουσική, χορεύουν, περιποιούνται ένα αυτοκινητάκι που έχουν. Έχουν ελπίδα, όνειρο, ότι θα μαζέψουν λεφτά, ότι θα κάνουν κάτι άλλο, κάτι καλύτερο. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι.
Η βία είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Πιστεύω στη βία, είναι «η μαμή της ιστορίας» όπως έλεγε ο Μαρξ. Γι’ αυτό και οι παραστάσεις μου είναι σκληρές, πιστεύω ότι με το σοκ μπορείς να μετατοπίσεις κάτι μέσα στον άλλον, να τον αφυπνίσεις. Σε αυτή τη βία πιστεύω, όχι στο να βαράω τη γυναίκα μου. Πάντως στις μεγάλες επαναστάσεις χύθηκε αίμα. Αυτό ισχύει μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι στο μέλλον.
Πιστεύω πολύ σε αυτό που είπε ο Γκροτόφσκι «Το Σάββατο όλες οι κυρίες φοράνε τα γουναρικά τους, πάνε στο θέατρο να δουν την Αντιγόνη, θαυμάζουν την Αντιγόνη, μισούν τον Κρέοντα, τελειώνει η παράσταση, βγαίνουν έξω και γίνονται Κρέοντας». Όμως, έστω κι ένας που θα νιώσει μια μετατόπιση μέσα του, που την επόμενη μέρα θα δει διαφορετικά τον μετανάστη στον δρόμο, ε κάτι έχεις κερδίσει. Αν του δείξεις τη βία που έχει υποστεί ο πρόσφυγας, το πώς ζει, την επόμενη μέρα που θα τον δει στον δρόμο δε θα τον κλωτσήσει, ελπίζω.
Στο Cartel την επόμενη χρονιά θα ανεβάσουμε τα Κόκκινα Φανάρια του Αλέκου Γαλανού, πάλι η δική μας η ομάδα που όμως θα υποδυθούμε τις τρανσέξουαλ. Η παράσταση έχει παρουσιαστεί με την πιο κλασική της μορφή πολλές φορές και με ερεθίζει περισσότερο ο κοινωνικός αποκλεισμός αυτόν τον ανθρώπων και ειδικά μετά τον θάνατο του παλικαριού, του Ζακ, υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτό.
Το Άνθρωποι και ποντίκια είναι ένα έργο που έχει να κάνει με τις εξαρτήσεις, εξαρτήσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο Βασίλης έχει εξάρτηση από τον Λένι και λέει και το γιατί: «έχω έναν άνθρωπο να λέω δυο κουβέντες, να σκάει το χειλάκι μου».