«Γεγονότα 1992: Βρίσκομαι καταδικασμένος κάτω από έναν ουρανό όπου αντί για τον ήλιο να λάμπει, τη βροχή να κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν, τη μυρωδιά τους να μας δίνει ζωή και οξυγόνο, το άρωμά τους να μας ταξιδεύει, για κάποιο λόγο δεν είναι ο συνηθισμένος ουρανός. Αυτός ο ουρανός δεν μας δίνει οξυγόνο, αντιθέτως, μας τον παίρνει. Στα τέλη του 1992 η δική μας ιστορία γύρισε σελίδα και ο τίτλος αυτής είναι «Πόλεμος»: γνωστός ως εμφύλιος πόλεμος». Βρίσκομαι στη 22η σελίδα του βιβλίου του Ρεζά Γκολαμί, «Χαμένες Ταυτότητες». Στέκομαι για αρκετή ώρα στις γραμμές της. Αναλογίζομαι ότι ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο ανελεύθερη όσο εκείνος, ότι δεν έχω γευτεί πώς είναι να ισορροπείς μεταξύ ζωής και θανάτου. Η τραχεία του λαιμού μου έχει ξεραθεί. Κλείνω για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια μου και μεταφέρομαι νοητά στην Καμπούλ στο Αφγανιστάν, εκεί απ’ όπου κατάγεται ο Ρεζά. Εκεί, όπου ο φόβος, η αβεβαιότητα και οι φυλετικές διαφορές έχουν γίνει μία χρόνια συνήθεια.
Δυσκολεύομαι ακόμη και να συναισθανθώ όσα βίωσε ο Ρεζά, η οικογένειά του και οι συμπολίτες του σε έναν τόπο στον οποίο το γαλάζιο του ουρανού επέμενε να βάφεται σε κόκκινες αποχρώσεις. Ο αδιάκοπος εμφύλιος πόλεμος και η επιβολή του ανθρωποφαγικού καθεστώτος των Ταλιμπάν είχαν γίνει η καθημερινότητα των ανθρώπων του Αφγανιστάν. Το βάθος της ταλαιπωρίας που βίωσε ο Ρεζά, δεν βρίσκει λέξεις για να αποτυπωθεί στην μαρτυρία του, όπως ο ίδιος αναφέρει. Όσες λέξεις φτάνουν στα μάτια μας μέσα από το βιβλίο του, συγκροτούν μία συγκλονιστική μαρτυρία, γραμμένη χωρίς μελοδραματισμούς και διάθεση επίρριψης ευθυνών. Και πάλι όμως, ο Ρεζά ξέρει πως δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν στον μέγιστο βαθμό όσα έζησε και ένιωσε.
Οι ιστορίες του αγαπημένου του παππού, συνοδεύουν τις πρώτες αναμνήσεις του μικρού τότε Ρεζά. Η σταδιακή αγάπη που ανέπτυξε μεγαλώνοντας για την ιστορία και την εθνογραφία, βρίσκει τις ρίζες της στις αφηγήσεις του. Τις περισσότερες φορές, ο ήχος των πυροβολισμών επισκιάζει τις διηγήσεις του παππού. Μία μέρα, ένας πύραυλος ακούγεται σαν να έρχεται καταπάνω τους. Βγαίνοντας έξω από το σπίτι, ο παππούς αντικρίζει την αυλή να έχει πάρει τη μορφή ενός τεράστιου κρατήρα. Ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος, με δάκρυα στα μάτια. Αντηχούν μονάχα κραυγές απόγνωσης. Ύστερα, έρχεται η σιωπή.
Ο παππούς είναι πλέον απών.
Ο θάνατός του αγαπημένου του παππού, ωθεί τον Ρεζά να στηριχτεί στον μεγάλο του αδερφό. Από το 1994 έως και το 1996, ο Ρεζά θυμάται να γεύεται καθημερινά μονάχα τον φόβο. Υπήρχαν πολλές ημέρες, κατά τις οποίες ένα κομμάτι ψωμί γινόταν το γεύμα ολόκληρης της οικογένειας. Έπειτα από τον θάνατο του παππού, η μητέρα του αρρώστησε βαριά. Η δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας, δεν επιτρέπει να της εξασφαλίσουν την αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Η μητέρα είναι πλέον απούσα.
Η απουσία άρχιζε να γίνεται συνήθεια, μια προβλέψιμη σκηνή κάποιας δυστοπικής ταινίας που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητας. Μέσα σε τόσο θάνατο, μέσα στον πόλεμο και την απώλεια, για τον Ρεζά, η ζωή επέμενε να βρίσκει τον τρόπο της να ξεγλιστρά. Από μικρό παιδί, ονειρευόταν να σπουδάσει. Η δίψα για γνώση αποτελούσε την κινητήρια δύναμή του ακόμη κι όταν όλα τριγύρω του γκρεμίζονταν. Το 1996, ο πόλεμος είχε πλέον τελειώσει, μα η τρομοκρατία συνέχισε να δίνει το παρόν από την ημέρα που οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ. Οι βιασμοί γυναικών μπροστά στα μάτια συγγενικών τους προσώπων, οι δημόσιες εκτελέσεις και οι αποκεφαλισμοί ανθρώπων που δεν συμμορφώνονταν με τους κανόνες της δικτατορίας των Ταλιμπάν, ανάγονταν σε ένα καθημερινό φαινόμενο.
Εκείνο το διάστημα, υπήρχε ένα μεγάλο κύμα ανθρώπων που διέφευγε προς γειτονικές χώρες, όπως το Ιράν και το Πακιστάν. Ο Ρεζά, στην τρυφερή ηλικία των δέκα περίπου ετών, πήρε την τολμηρή απόφαση να απομακρυνθεί από τις φρικαλεότητες του Αφγανιστάν και να μεταβεί στο Πακιστάν προκειμένου να εργαστεί και να μπορέσει να στηρίξει την πολυμελή οικογένειά του. Για αρκετό καιρό, χρειαζόταν να παίρνει φάρμακα προκειμένου να καταφέρει να κοιμηθεί και να απομακρύνει από τις σκέψεις του τις σκηνές των βασανιστηρίων και των βιασμών που τον είχαν κατακλύσει. Ζώντας για τρία περίπου χρόνια στο Πακιστάν μαζί με μία από τις αδελφές του που είχε προσφύγει ήδη εκεί, ο Ρεζά πήγε στο σχολείο φτάνοντας μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως ράφτης. Η ζωή στο Πακιστάν για έναν Αφγανό πρόσφυγα που εγκαταλείπει την πατρίδα του και προσπαθεί να νιώσει πως ανήκει σε έναν άγνωστο και ξένο τόπο, αποδεικνύεται ιδιαίτερα δυσχερής.
Λίγο αφότου ο αγαπημένος καθηγητής Ιστορίας του Ρεζά στο Πακιστάν παραδίδεται στους Ταλιμπάν, καθώς δεν διέθετε άδεια παραμονής στη χώρα, και δολοφονείται εξαιτίας των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων και της συμμετοχής του στο Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, ο Ρεζά αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Έχοντας αποκτήσει πολύπλευρες γνώσεις κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Πακιστάν, ονειρεύεται να αρχίσει μία νέα ζωή στο Αφγανιστάν, απαλλαγμένη από το μίσος και τις διακρίσεις. Η εκ νέου παραμονή στη χώρα του, αποβαίνει όμως σύντομη. Το αυταρχικό καθεστώς, ο θρησκευτικός φανατισμός και η φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης, αποτελούν τα γνωρίσματα μιας απάνθρωπης κοινωνίας, στην οποία ο Ρεζά αδυνατούσε να χωρέσει.
Αποφασίζει να αφήσει τον τόπο του για δεύτερη φορά, μεταβαίνοντας στο Ιράν όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια και ο μεγάλος του αδελφός. Ζώντας υπό την απειλή της απέλασης – δεδομένου ότι οι Αφγανοί που διέμεναν στο Ιράν δέχονταν υπέρμετρο ρατσισμό – εργάστηκε για επτά μήνες, χωρίς να μπορεί να συνεχίσει την εκπαίδευσή του. Η προσφυγιά άρχισε να μοιάζει με ένα αέναο ταξίδι. Ο Ρεζά, παίρνει την απόφαση να αναχωρήσει για την Τουρκία υπό την καθοδήγηση διακινητών. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, τα χερσαία σύνορα δίνουν τη θέση τους στα υδάτινα, με τελικό προορισμό την Ελλάδα. Μέσα σε μία ανεμοδαρμένη και θαλασσοδαρμένη φουσκωτή βάρκα, ζωή και θάνατος ευθυγραμμίζονται ξανά, καθώς δίνει μια πολύωρη μάχη στο κρύο και το σκοτάδι. Κάθε κύμα που γεμίζει τα πνευμόνια του με νερό, μοιάζει μια ανάσα απόσταση από τον θάνατο. Κάθε κύμα που σκάει ορμητικά πάνω στη βάρκα, μοιάζει μια ανάσα πιο κοντά στη ζωή.
Για μια ακόμη φορά, η ζωή νίκησε. Πατώντας στη στεριά, ο Ρεζά φτάνει στο Κέντρο Κράτησης Παγανής στη Μυτιλήνη όπου παραμένει για σύντομο διάστημα. Έχει χρόνια να νιώσει τόσο ελεύθερος. Επόμενη στάση, πλατεία Ομονοίας. Από το 2006 σε ηλικία 17 ετών μέχρι και σήμερα, ο Ρεζά ζει και εργάζεται μόνιμα στην Ελλάδα, εκεί που νιώθει πως είναι πιο ασφαλής. Έπειτα από αρκετές απορριπτικές αποφάσεις από την επιτροπή ασύλου, κατάφερε μέσα από την επιμονή και τον προσωπικό του αγώνα, να λάβει πολιτικό άσυλο το 2011 και την ελληνική υπηκοότητα το 2016. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πλέον φοιτά στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Από το 2010 έως το 2015 εργάστηκε ως μεταφραστής και διερμηνέας σε μια ΜΚΟ, ενώ το 2012 εκλέχτηκε πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας, δίνοντας συνεχείς αγώνες για την ένταξη των Αφγανών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, έχοντας την επιθυμία να δημιουργήσει μια δική του επιχείρηση, το 2014 ο Ρεζά κατάφερε να νοικιάσει ένα μαγαζί στα Εξάρχεια, διαμορφώνοντάς το σε μία γευστική «όαση». Όποιος βρεθεί στη “Folia”, θα δοκιμάσει τι τρώνε οι άνθρωποι στο Αφγανιστάν.
Η ενσυναίσθηση που ανέπτυξε σταδιακά μέσα από το βίωμά του, προς τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και την επώδυνη υφή της προσφυγιάς, τον ενέπνευσε να ασχοληθεί ενεργά με θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Ρεζά έχει υποσχεθεί στον εαυτό του να μην πάψει να ονειρεύεται και να αγωνίζεται για όσα ποθεί. Ακόμη κι αν η προσφυγική συνθήκη αποτελεί για εκείνον παρελθόν, ο Ρεζά Γκολεμί συνεχίζει να δίνει τον αγώνα του για τους πρόσφυγες όλου του κόσμου, ωσότου και η τελευταία ξεφούσκωτη βάρκα να αποδειχθεί αχρείαστη.