—
Ο Π Α Τ Ε Ρ Α Σ Η Ξ Ε Ρ Ε Π Ω Σ Π Ο Τ Ε Δ Ε Θ’
Α Σ Π Ρ Ι Σ Ο Υ Ν Τ Α Μ Α Λ Λ Ι Α Τ Ο Υ
της Ρούλας Κακλαμανάκη
—
Η μητέρα, ένα μαύρο ρούχο, μαύρο μαξιλάρι
Με φωνή κλαψιάρικη μιλάει στον πατέρα
Που στέκει ασάλευτος σαν άσπρο φάντασμα στην αυλή.
«Νικόλα», του λέει, «ξύπνα. Χιονίζει. Θα κοκαλώσεις.
Θα γίνεις άγαλμα. Ξύπνα». Φωνάζει πάντα και
δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ.
Σπάνια βέβαια χιονίζει εδώ στο κέντρο της Αθήνας.
Κι ο πατέρας δεν μπορούσε να υποδυθεί το χιονάνθρωπο.
Ούτε τώρα μπορεί να μου χτυπήσει το τζάμι με το ράμφος του.
Απλώς του άρεσαν τα άσπρα σεντόνια και σαν να ‘ξερε
Πως δε θα άσπριζαν ποτέ τα μαλλιά του, έριχνε πάνω του
Ό,τι άσπρο του βρισκόταν για να τρομάζει δήθεν τη μητέρα.
Έτσι σιγά σιγά με τα χρόνια μπήκε στο σπίτι η αιωνιότητα.
Με τα μαύρα κοράκια και τα λευκά φαντάσματα.