Γνωριζόμασταν χωρίς να γνωριζόμαστε. Βρισκόμασταν σε συναυλίες και πάρτυ χωρίς να έχουμε συστηθεί αλλά πάντα θέλαμε να ανταλλάξουμε κουβέντες κάποια στιγμή. Είναι από αυτούς τους τύπους που κάτι μέσα σου σού λέει ότι πρέπει να είναι υπέροχο να μιλάς μαζί τους.
Πολυπράγμων και εκνευριστικά ταλαντούχος (ζηλεύω λίγο προφανώς), με την ίδια ευκολία που γράφει ένα τραγούδι, σκιτσάρει ιστορίες και γεμίζει το μυαλό σου με εικόνες και μελωδίες. Γιατί έχει αυτό το χάρισμα. Με μια εικόνα του να σε κάνει να σκεφτείς μουσικές και με ένα κομμάτι του να φέρει στα μάτια σου εικόνες. Ο Παναγιώτης έχει και την ιδιότητα του αρχιτέκτονα και μεγάλωσε στο Πολύγωνο, κάτι που τον έκανε να αγαπήσει το αστικό τοπίο και τις συνήθειες των ανθρώπων που το συμπληρώνουν. Εμπνεύστηκε από αυτό και τώρα που είναι πατέρας ανακαλύπτει και τις χαρές μακριά του, αφού πλέον μένει λίγο έξω από την Αθήνα.
Αναπολεί όμως τις μέρες που βρισκόμασταν όλοι σε κάποιο σκοτεινό μαγαζί και χορεύαμε μέχρι να βγουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, που γινόμασταν όλοι ένα, χωρίς ταυτότητες, στο dance floor, που αφήναμε τα όνειρά μας να υπερνικήσουν περιορισμούς, φοβίες και απαγορεύσεις. Όλα αυτά είναι ξεκάθαρα, τόσο και μέσα από το άλμπουμ “Φαντασμαγορία Ένα” που κυκλοφόρησε μετά την πρώτη καραντίνα και το “Φαντασμαγορία Δύο” που βγήκε τον περασμένο Μάιο αλλά και από τα κόμικς του. Το τελευταίο, “Μέρες Λατρείας”, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Polaris σε όλα τα βιβλιοπωλεία, στο οποίο συνεργάζεται για ακόμη μία φορά με τον Γιώργο Γούση στο σενάριο της ιστορίας, μας γυρίζει πίσω στα εφηβικά χρόνια και μας θυμίζει πώς είναι να σου παίρνουν το μυαλό οι πρώτοι έρωτες.
Στο άλμπουμ “Φαντασμαγορία Δύο” έχει στη συντροφιά του πέντε αγαπημένα κορίτσια, τη Nalyssa Green, την Katrinpi, τη Melentini, την Kαλλιόπη Μητροπούλου και τη Nefeli Walking Undercover αλλά και τον συνεργάτη του στο άλλο μουσικό του πρότζεκτ, το συγκρότημα Echo Tides, τον Γιάννη Αναγνωστόπουλο. Ο κεντρικός ήρωας όπως και στο πρώτο, είναι το Αγόρι Φάντασμα που θα συμπληρώσει το τρίπτυχο της Φαντασμαγορίας όταν κυκλοφορήσει το τρίτο άλμπουμ και ζει τις δικές του ιστορίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι και δικές μας. Τρανό παράδειγμα, το πρώτο single “Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα”. Έφτασε στα αυτιά μας σε μία περίοδο που το σπίτι πλέον έμοιαζε με φυλακή, οι δρόμοι ήταν στενοί και τρομακτικοί και είχαμε αρχίσει δειλά να αναπολούμε την χαμένη μας ανεμελιά. Νοσταλγικό, νυχτερινό, «σαν μία βόλτα ένα βράδυ Σαββάτου στη Rebound», του είπα όταν κάτσαμε στη Φωκίωνος να πιούμε καφέ και -επιτέλους- να γνωριστούμε επισήμως. Και κάπως έτσι καταλάβαμε για ποιο λόγο θέλαμε να ανταλλάξουμε αυτές τις κουβέντες.
https://www.youtube.com/watch?v=aWOfRZk7RII&ab_channel=PanPan
«Τέλεια, σε ευχαριστώ πάρα πολύ που το λες αυτό. Αυτό ακριβώς είχα στο μυαλό μου όταν το έγραφα. Ήμουν μπουχτισμένος από την καραντίνα, είχα ανάγκη να ζήσω ένα τέτοιο βράδυ. Στην κυριολεξία έγραψα το κομμάτι που θα ήθελα να ακούσω πηγαίνοντας στη Rebound. Είναι αυτό που λένε ότι “δεν άκουγα τη μουσική που ήθελα και την έγραψα εγώ”, προσθέτοντας και τον χώρο όπου θα ήθελα να την ακούσω. Μάλιστα θα σου πω και συγκεκριμένες εικόνες από το τραγούδι. Ο στίχος “συνάντησέ με λίγο πριν τα σκαλιά” αναφέρεται όντως στα σκαλιά της Rebound που θα συναντούσα τους φίλους μου εκεί. Και επειδή πολλές φορές έχει τύχει να ακούγεται το “A Forest” των Cure όταν κατεβαίναμε τα σκαλιά στο παρελθόν, είχα κάνει εικόνα να μπαίνω με φόρα στην πίστα να το χορέψω, να μη με νοιάζει τίποτα, να με βαρέσει… το ρεύμα στην πίστα. Το πρώτο αντανακλαστικό λοιπόν του τραγουδιού ήταν αυτό. Από εκεί και πέρα, ο στίχος “Σήμερα βρέχει φωτιά”, για μένα σημαίνει ότι παρ’ ότι ζούμε σε μια τόσο δύσκολη πραγματικότητα, εμείς τώρα θα κάνουμε αυτό που θέλουμε. Ήθελα λοιπόν να δείξω πόσο πολύ μου έχουν λείψει τα μαγαζιά γενικότερα. Όπως και το Enola Bar Club στη Θεσσαλονίκη όπου περνάω φανταστικά και οι άνθρωποι χορεύουν χωρίς να τους νοιάζει απολύτως τίποτα, χωρίς να έχει σημασία τίποτα και πρωτίστως η ταυτότητα φύλου. Ήθελα να κλείσω το κομμάτι με αυτό το πράγμα. Ότι είμαστε όλοι ένα και θα υπερασπιστούμε και όσους δεν έχουν τα προνόμια που έχουν άλλοι, ακόμα και αν χρειαστεί να πάμε σε πόλεμο γι’ αυτό. Αυτό κρύβεται πίσω από τον στίχο “Ζωή που σκοτώνει”. Είναι fun λοιπόν το “Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα” αλλά έχει και σαφή πολιτική θέση».
Οι Blur και οι Κόρε Ύδρο
«Φυσικά και είναι ξεκάθαρη η αναφορά στο “Girls and Boys” των Blur με τον στίχο “Μόνα κορίτσια που θέλουν αγόρια που ήταν κορίτσια, που θέλαν αγόρια και θέλαν κορίτσια”. Μου αρέσει να κάνω αναφορές σε πράγματα που αγαπάω. Αυτό μου το απενεχοποίησαν οι Κόρε Ύδρο που μέσα στους στίχους τους έχουν και έναν μεταφρασμένο, από κάποιο αγαπημένο τους ξένο κομμάτι. Είναι μεγάλη αγάπη για μένα και οι Κόρε Ύδρο και τα Παιδιά της Παλαιότητας και είναι και απωθημένο κάποια στιγμή να συνεργαστώ με τον Παντελή Δημητριάδη».
Το αγόρι φάντασμα ή… περίπου το alter ego του
«Το αγόρι φάντασμα το είδαμε για πρώτη φορά σαν ένα μικρό snapshot στη “Φαντασμαγορία Ένα”. Είναι σαν να ξυπνάει από ένα όνειρο και συνειδητοποιεί ότι δεν είναι με αυτή που θα ‘θελε, η οποία στο όνειρό του ήταν τέλεια. Καθώς το συνειδητοποιεί, λίγο ξανακοιμάται, ξυπνάει πάλι και ήθελα να περιγράψω αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο που το σώμα βρίσκεται σε μία, ας το πούμε, διέγερση. Είναι μία μαγική, γλυκιά ώρα αλλά στην πραγματικότητα είναι μόλις λίγα λεπτά. Στη “Φαντασμαγορία Δύο” το βρίσκουμε σε μία επόμενη φάση που συνειδητοποιεί ότι δεν είναι με αυτή που θα ήθελε να είναι και ζει τη ζωή του χωρίς αυτή. Ένα ταξίδι μέσα στη μέρα του μέχρι το βράδυ που βγαίνει έξω και ξεφτιλίζεται. Στη “Φαντασμαγορία Τρία” θα το πιάσουμε σε μία φάση που πλέον είναι πατέρας και μέσω της πατρότητας έρχεται ξανά σε επαφή με την παιδική του ηλικία. Μέσω των αναμνήσεων θα συνδεθεί με τα δικά του συναισθήματα και τις ανησυχίες που έχει ως πατέρας για το δικό του παιδί. Αυτό που κατάλαβα μέσω της ψυχοθεραπείας είναι ότι όταν αποκτάς δικό σου παιδί συνδέεσαι και πάλι με τα δικά σου συναισθήματα της παιδικής σου ηλικίας. Τουλάχιστον αυτό συνέβη σε μένα. Τις ανησυχίες που είχα εγώ για μένα, ξαφνικά τις είχα και για το παιδί μου, νομίζοντας ότι θα ακολουθήσει τη δική μου πορεία και τα δικά μου άγχη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Κάθε παιδί έχει τις δικές του ανησυχίες και τα δικά του άγχη. Κάπως έτσι θα κλείσει για την ώρα αυτή η ιστορία της Φαντασμαγορίας. Με το πέρασμα από τα άγχη της ενήλικης ζωής στις αναμνήσεις από τις παιδικές ανησυχίες.
Η σημαντικότητα της ψυχοθεραπείας
«Είχα ζοριστεί πάρα πολύ στο παρελθόν και αυτό ήταν αφορμή για να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία πριν από 10 χρόνια, στα 29 μου. Με βοήθησε πάρα πολύ, μου άλλαξε και ενδεχομένως μου έσωσε τη ζωή. Συνέχισα για ένα διάστημα ακόμη και όταν ήμουν καλά και είχα ξεπεράσει το αρχικό ζόρι. Χωρίς κάποια βοήθεια φαρμάκων ή κάτι αντίστοιχο. Η πραγματικότητα ήταν μία κόλαση, κάτι ανυπόφορο και όταν κατάφερνα να κοιμηθώ και μετά ξυπνούσα, δεν ήθελα να είμαι ξύπνιος. Είχε συντελέσει ένας συνδυασμός πραγμάτων στο να φτάσω σε αυτό το σημείο. Τα επαγγελματικά, τα συναισθηματικά, είχα τελειώσει τον στρατό και είχα τεράστια ανασφάλεια γιατί ο ορίζοντας ήταν ανοιχτός και δεν ήξερα τι ακριβώς θα κάνω, πώς θα προχωρήσω, αν θα παντρευτώ, προσπαθούσα να επιβάλλω την ενηλικίωση στον εαυτό μου και αυτό δεν ερχόταν. Ίσως με επηρέασαν τότε τα στερεότυπα χωρίς να το καταλάβω. Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να το ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου και ουσιαστικά συνειδητοποίησα ότι δεν βρισκόμουν συναισθηματικά στην πραγματική μου ηλικία. Έπρεπε να ωριμάσω. Το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι συνέχισα τη θεραπεία τουλάχιστον για έναν χρόνο μετά και ενώ όλα πήγαιναν όμορφα, ένιωθα καλά με τον εαυτό μου, ένιωθα αθάνατος! Το συνέχισα όμως γιατί καταλάβαινα ότι θωρακίζομαι για το μέλλον. Παρ’ ότι τα τελευταία χρόνια έχω πάει μόνο μία φορά, πλέον ως πατέρας θεωρώ ότι θα πρέπει να πηγαίνω πιο συχνά γιατί μου έχουν γεννηθεί ανασφάλειες, δυσκολίες, νέας φύσεως άγχη και πιστεύω ότι πρέπει να το αντιμετωπίσω και αυτά κάπως, έτσι θα ξεκινήσω πάλι.
Από το αγόρι φάντασμα στο χωριό για Πάσχα
«Ευτυχώς έχω καταφέρει και μέσω των κόμικς να εκφράζω και άλλα πράγματα που έχω στο μυαλό μου, έτσι δεν έχω νιώσει την ανάγκη να κάνω κόμικ το αγόρι φάντασμα. Το τελευταίο, οι “Μέρες Λατρείας”, ασχολείται με ζητήματα όπως είναι οι αγωνίες της εφηβείας. Είναι οι φίλοι οι οποίοι πάνε κάθε Πάσχα στο χωριό τους, ξέρεις αυτές οι παρέες που βρίσκονται μόνο κάθε Πάσχα ή κάθε καλοκαίρι και μεγαλώνουν μαζί αλλά μόνο για λίγες μέρες μέσα στη χρονιά και πιάνει ο ένας τον άλλο επάνω σε αυτή την αλλαγή, στη νέα τους πρόοδο. Αυτή τη φορά συναντιούνται σε αυτή την εφηβική περίοδο της ζωής, που θέλουν οπωσδήποτε να γίνει κάτι. Έτσι το λένε. Αυτό το κάτι βέβαια είναι κάτι ερωτικό. Ο καθένας βάζει τους στόχους του, ταυτόχρονα οι γονείς τους βιώνουν τις δικές τους καταστάσεις, νιώθοντας ότι ίσως τα παιδιά είναι αυτά που τους κρατούν μαζί, και ως φόντο υπάρχει κάθε τι παραδοσιακό που συμβαίνει σε ένα χωριό το Πάσχα. Πάντα με κάποιο τουίστ, μιας και πράγματα που για τους μεγάλους μπορεί να είναι σημαντικά για τα παιδιά μπορεί να μην είναι και να νιώθουν για άλλους λόγους ότι κάθε μέρα τους είναι η πιο σημαντική μέρα της ζωής τους. Τελευταία μου αρέσει να συνδέομαι με αυτούς τους χαρακτήρες, άλλωστε παλιότερα ήταν συνομήλικοί μου. Και ενώ πάντα είχα ως φόντο το αστικό περιβάλλον, τώρα έχουμε πάει στο χωριό. Και αυτό γιατί μου απολαμβάνω πλέον να φεύγω από τη ζώνη της άνεσής μου. Γι’ αυτό και στο επόμενο κόμικ, το οποίο ετοιμάζω ήδη, θα κάνω κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα είναι horror, δεν μπορώ να πω κάτι άλλο προς το παρόν.
Εικόνες και μουσική γίνονται ένα
«Επειδή είμαι αυτοδίδακτος στη μουσική, πολλές φορές χρησιμοποιώ δικά μου σύμβολα για να συνθέσω. Άρα αυτομάτως η μελωδία γίνεται εικόνα. Αντίστοιχα, όταν βλέπω κάτι ή όταν σκιτσάρω, λειτουργώ με αυτό που λέγεται συναισθησία. Βλέποντας για παράδειγμα ένα δέντρο, αυτό θα διεγείρει πολλές αισθήσεις. Δεν θα μείνω στο ότι είναι πράσινο αλλά θα σκεφτώ τον ήχο που μπορεί να κάνει, από ένα θρόισμα μέχρι ένα βουητό από τον αέρα ή τη δροσιά που μπορεί να προσφέρει. Ουσιαστικά είναι μια αφήγηση και έτσι λειτουργώ και στη μουσική. Μια μουτζούρα μπορεί να έχει πίσω της μια βαβούρα, ένα μπλε που γίνεται πιο απαλό μια ambient μελωδία. Απλά παραδείγματα είναι αυτά. Μπορεί κάποιος άλλος να μην το καταλάβει όταν το ακούσει αλλά έτσι νιώθω την ώρα που συμβαίνει και μάλιστα πολύ έντονα».
Προστασία και όχι βία
«Στην πρώτη καραντίνα ήταν πιο όμορφα και ήρεμα τα πράγματα παρ’ ότι υπήρχε αυτό το άγχος που είχαμε όλοι ότι μπορεί να βγούμε έξω και να μας σκοτώσει ο αέρας που αναπνέουμε. Ίσως επειδή δεν ξέραμε τίποτα για όλο αυτό που συνέβαινε, ήταν μια συλλογική κατάσταση και υπήρχε κανονικό lockdown και ο γιος μου τότε ήταν 3μιση, οπότε άρχισα να περνάω πάρα πολύ χρόνο μαζί του. Μόλις είχε αρχίσει να μιλάει περισσότερο, να εκφράζει τα συναισθήματά του και ήταν τέλειο που καταφέραμε να βρισκόμαστε για πάρα πολλές ώρες όλοι μαζί και οι τρεις. Στη δεύτερη καραντίνα ζορίστηκα πολύ. Δεν ήμασταν καλά και αυτό κατάλαβα και από άλλους. Δεν νομίζω ότι είχε να κάνει μόνο με τον εγκλεισμό, ήταν συνολικό. Υπήρχε αφορμή για περισσότερη αστυνόμευση, για βία, δεν απαντούσε σε κάποια ανάγκη όλο αυτό αυτό που είδαμε στη Νέα Σμύρνη, ήταν απλά η κορύφωση και νομίζω ότι το κατάλαβαν όλοι αυτό. Εμείς το βλέπαμε και πιο πριν συνέχεια σε διάφορες γειτονιές αλλά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης επειδή δεν έγιναν σε κάποια περιοχή που έχεις συνηθίσει να βλέπεις αντίστοιχες καταστάσεις, άγγιξαν περισσότερο κόσμο. Πιστεύω ότι εκεί ένιωσαν ότι πάει να χαθεί λίγο ο έλεγχος, οπότε νομίζω ότι τώρα μας έχουν αφήσει λίγο λάσκα για να καλμάρει όλο αυτό. Επί της ουσίας κάποια μίνι lockdown που γίνονται σε διάφορα μέρη δεν πιστεύω ότι βοηθούν σε κάτι, υπάρχουν ένα σωρό άλλοι τρόποι να προστατευτούμε. Είμαι πάρα πολύ υπέρ της προστασίας, δεν είμαι από αυτούς που θα πουν “Έλα μωρέ τι είναι ο κορωνοϊός;”, προσέχω πάρα πολύ, προσέχω και τους δικούς μου ανθρώπους, εμβολιαστήκαμε με το που άνοιξε η πλατφόρμα για την ηλικιακή μας ομάδα. Η προστασία όμως έχει να κάνει με μία συνολική ενημέρωση και όχι με πρόστιμα σε μεγάλους ανθρώπους που βγήκαν να περπατήσουν μόνοι έξω από το σπίτι τους και είχε πάει εννιά και δύο λεπτά. Είναι αστεία αυτά τα πράγματα και δεν έχει και καμία σχέση με την προστασία μας σαν πολίτες. Αυτό είναι που με πείραξε πάρα πολύ και ένιωσα να με καταπιέζει. Ελπίζω ότι όσο όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται, άρα είναι και πιο προστατευμένοι, ίσως να είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα, τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι».
Ελευθερία και διαφορετικότητα
«Κι εγώ μπορεί να γίνομαι αυστηρός κάποιες φορές αλλά ζούμε σε μία τόσο ζόρικη εποχή που αν συνεχώς βάζουμε κι άλλα όρια στους ανθρώπους, δεν θα βγει κάτι καλό. Πιστεύω στην ελευθερία και στην προσωπική αναζήτηση και θεωρώ ότι τα όρια καλό είναι να μπαίνουν όταν υπάρχει μια βλάβη, όσο δεν υπάρχει βλάβη και το μόνο που υπάρχει παραπέρα είναι το κάτι διαφορετικό, ας το δούμε και το κάτι διαφορετικό. Γιατί όχι; Νιώθω ότι κουβαλάω μια κληρονομημένη αυστηρότητα που προσπαθώ μέσα από τα χρόνια σταδιακά να την αφήνω πίσω μου γιατί νομίζω ότι η ζωή απολαμβάνεται καλύτερα χωρίς αυτό το βάρος».
Μεγαλώνοντας έναν γιο όταν κάθε μέρα ακούμε για μια ακόμη γυναικοκτονία
«Έχουμε σκεφτεί πάρα πολύ με τη σύντροφό μου πώς θα περάσουμε στον μικρό κάποια πράγματα. Συνειδητοποίησα ότι ενώ δεν ήμουν ποτέ ούτε μισογύνης, ούτε σεξιστής, έχω συμπεριφερθεί πολύ άσχημα σε αυτό κομμάτι στο παρελθόν. Έχω πει μισογυνικά και σεξιστικά πράγματα, τα οποία δεν αντιλαμβανόμουν γιατί πίστευα ότι από τη στιγμή που έχω καλές προθέσεις, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται έτσι. Αυτό είναι λάθος. Αυτά τα πράγματα τα έχουμε μπολιασμένα μέσα μας από πάντα. Οι άντρες της οικογένειάς μου δεν ήταν ποτέ οι πατριάρχες της οικογένειας, οι γονείς και οι παππούδες μου ζούσαν στη Λέσβο, σε μεγάλο ποσοστό απόγονοι προσφύγων, κομμουνιστές, πολύ προοδευτικοί σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία για την εποχή τους. Οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ελεύθερες. Κι όμως αυτό δεν αρκούσε γιατί υπήρχε μια γενικότερη κοινωνική κατάσταση που τροφοδοτούσε στερεότυπα. Γι’ αυτό και έχουμε σκεφτεί με τη σύντροφό μου ότι εμείς πρώτοι πρέπει να περάσουμε στο παιδί μας κάποια πράγματα. Δεν αρκεί μόνο η πρόθεση, πρέπει να υπάρχει γνώση. Μάλιστα σκεφτόμουν πόσα χρόνια καταπιεσμένου άγχους και εσωτερικευμένου θυμού μπορεί να γλιτώσει ο γιός μου αν μπορέσει να μιλήσει για όλα αυτά από μικρή ηλικία και να μη χρειαστεί να φτάσει 30 χρονών, όπως εγώ, για να μπει στη διαδικασία να καταλάβει. Είναι καλό αυτό γιατί είναι χρόνια κερδισμένα. Για πολλά πράγματα. Για το πώς θα είσαι στις σχέσεις σου με άλλους ανθρώπους, για φίλους που θα κερδίσεις, για ανθρώπους που θα κάνεις στην άκρη πιο νωρίς. Μετρά σε όλους τους τομείς και στα θετικά και στα αρνητικά».