Ο Νόμος της Αγοράς (La Loi Du Marché) *****
Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Stéphane Brizé
Πρωταγωνιστούν: Vincent Lindon, Karine de Mirbeck, Matthieu Schaller
Διάρκεια: 93’
Από τότε που έκλεισε το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, ο Thierry προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να τα βγάλει πέρα στη δύσκολη πραγματικότητα της κρίσης. Πρέπει επειγόντως να βρει χρήματα για να βοηθήσει την οικογένειά του και πιο συγκεκριμένα το γιο του που πάσχει από μια μορφή αυτισμού. Η ευκαιρία του δίνεται ως φύλακας σε ένα πολυκατάστημα, στο οποίο αναγκάζεται να μάθει εξαρχής μια νέα δουλειά και τους κανόνες που ισχύουν σε έναν κόσμο που ο ένας τρώει τον άλλον και κανείς δεν κρίνεται με βάση το μόχθο αλλά πόσο καλά ξέρει να μιλάει για τον Άλλο. Έναν Άλλο που προσπαθεί να επιβιώσει όπως κι αυτός σε μια κοινωνία που παραπαίει. Εξαιρετική ταινία, που το ρεαλισμό δεν τον ισχυρίζεται αλλά τον κατακτά, όχι μόνο μέσα από τις ερμηνείες, αλλά και από το κοινωνικό μήνυμα που αναδεικνύει στην κατάπτυστη πραγματικότητα του ρουφιανίστικου χαμαλικιού, προϊόν μιας απολίτιστης καθημερινότητας που αναγκάζει τον άνθρωπο να σκοτώνει τη συνείδησή του για ένα ξεροκόμματο.
Από πού ξεκίνησε στ’ αλήθεια αυτή η καθημερινότητα που μετέτρεψε ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο λεβέντη σε ένα ανθρωπάκι, έρμαιο του νομίσματος; Ήταν η κρίση που τον οδήγησε στο να σιωπά με την υπόσχεση ενός εισοδήματος που θα τον κάνει έναν ασυνείδητο καταδότη του συνανθρώπου του; Και γιατί αυτός ο συνάνθρωπος κατέληξε στην κλοπή; Ο καπιταλισμός του στέρησε τα απαραίτητα αγαθά ή του δημιούργησε και επίπλαστες ανάγκες, ωθώντας των στην κλοπή αντικειμένων που χωρίς αυτά δεν αισθάνεται πλήρης; Μεγάλη κουβέντα, μεγάλο και το μπέρδεμα σε σχέση με το αίτιο και το αιτιατό ενώ μέρα με τη μέρα παθητικοποιούμαστε ακόμα περισσότερο. Ο Νόμος της Αγοράς (La Loi Du Marché) αποδεικνύεται η ταινία που εν καιρώ κρίσης μιλά καλύτερα για το ζήτημα, ακριβώς επειδή καταλήγει να αναρωτιέται για την ηθική κατάληξη του ανθρώπου, ενώ δε δραματοποιεί καθόλου την πραγματικότητα. Μας την προσφέρει ατόφια.
Τίποτα δεν είναι φτιασιδωμένο στον κόσμο του Stéphane Brizé, όλα είναι βασισμένα στο ρεαλισμό, στη σκληρότητα, την ψυχρότητα και την ασχήμια, τόσο τη γενικότερη κοινωνική, όσο και την προσωπική, του ανθρώπου που ανέχεται καθημερινά την αηδιαστική μεταχείριση. Δεν υπάρχουν πλάνα αντιστοίχισης, παρά μονοπλάνα, όπως ακριβώς παρακολουθεί κάποιος ένα περιστατικό να εκτυλίσσεται μπροστά του. Η μουσική (εκτός από μια σκηνή) δε χρησιμοποιείται για λόγους ατμόσφαιρας, όποιος ήχος σπάει την έλλειψη ομιλίας προέρχεται είτε από τον περιβάλλοντα χώρο, είτε από κάποια συσκευή αναπαραγωγής μουσικής. Οι άνθρωποι δε μιλούν με τσιτάτα και στρωτά, δεν περιμένουν πότε θα τελειώσει τη φράση του ο άλλος, αντ’ αυτού μπερδεύουν τα λόγια τους, μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, λιτά και απέριττα, χωρίς καμία ροπή προς την ποιητικότητα.
Και γενικώς, επικρατεί μια ψύχρα στις μεταξύ τους σχέσεις. Κανείς δεν εκφράζει τα πραγματικά του συναισθήματα και τα κρατάει για τον εαυτό του. Όταν απευθύνεται σε κάποιον άλλον είναι είτε για να πειθαρχήσει, είτε για να διαπληκτιστεί μαζί του. Ένα παντρεμένο ζευγάρι προσπαθεί να χορέψει ροκ εν ρολ στους δικούς του ρυθμούς, αλλά όταν δοκιμάζουν να μπουν στα μέτρα που ζητάει ο καθηγητής τους δεν μπορούν να προσαρμοστούν με τίποτα, μια ευφάνταστη αλληγορία για τον κόσμο του σήμερα. Οι άνθρωποι στρέφονται στον εαυτό τους, μέχρι να ξεχειλίσουν και κανείς δε γνωρίζει ποιο θα είναι το τέλος τους, που θα τους οδηγήσει η απελπισία τους ενώ οι υπόλοιποι αρνούνται να συμμετάσχουν στο μαρτύριό τους, αν και είναι παρόντες. Κανείς δεν επεμβαίνει, τα γρανάζια γυρνάνε, το σύστημα τρίβει τα χέρια του ικανοποιημένο.
Όσο για τον κεντρικό χαρακτήρα, τι μπορεί να πει κανείς για τον πρωταγωνιστή Vincent Lindon; Είναι τέτοιος ο τρόπος που αφουγκράζεται το ρόλο του που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το ότι εδώ έχουμε την καλύτερη ερμηνεία που θα δούμε φέτος. Καθώς είναι ταινία χαρακτήρα, ο Lindon το καταλαβαίνει και αποφασίζει να εκχυλίσει όλο του το ταλέντο ώστε να μη σταματήσει ούτε λεπτό να προσφέρει μαθήματα ρεαλιστικής υποκριτικής. Όταν ξεκινάει η ταινία, ορκιζόμαστε πως αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να δαρθεί άνετα με κόσμο για τα δικαιώματά του. Καθώς η ταινία κυλά και έχουν περάσει αρκετοί διάλογοι, αλλά και αρκετές σιωπές στις οποίες ακούει αμέτοχος ανθρώπους να τσακώνονται, να διαπραγματεύονται, να τον σχολιάζουν, να προσπαθούν να γλιτώσουν από μια πράξη την οποία διέπραξαν λόγω της βάρβαρης καθημερινότητας, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και ο χαρακτήρας του. Φαίνεται η πραγματική του κούραση, η πίκρα του, η έλλειψη δύναμης να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό, η αμφισβήτηση. Και όλο αυτό, όχι μέσα από κουραστικούς διαλόγους, αλλά μέσα από σιωπές που τα μάτια μιλάνε περισσότερο από το στόμα. Σπουδαίος ερμηνευτής.
Όσο για την πολιτική στάση της ταινίας, αυτή παραμένει στην κρίση του καθενός. Ο σκηνοθέτης αφήνει το θεατή να αποφασίσει για τον ηθικό χρωματισμό της πλοκής. Άλλοι θα τον πουν ανόητο, άλλοι ήρωα, άλλοι θα προσπαθήσουν να είναι πιο ουδέτεροι και να τεκμηριώσουν την άποψή τους. Αλλά αυτό είναι καθαρά δική τους απόφαση, ένα ψυχολογικό τεστ φτιαγμένο με προσοχή. Ο δημιουργός, πάντως, φαίνεται να ελπίζει και να επιθυμεί την ανθρωπιά, όχι απλά να δούμε την ταινία του και μετά να γυρίσουμε πίσω στις ζωές μας σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο πικρή κι αν είναι, δεν παύει να είναι τεκμήριο εξαιρετικού κινηματογράφου και, τολμώ να πω, λαϊκού. Δεν απευθύνεται σε κανέναν διανοουμενίστικο κύκλο, ούτε και σε αυτούς που θέλουν να ξεσπάσουν. Την ίδια πραγματικότητα που ζούμε όλοι θα μας αφηγηθεί, αλλά όπως προείπαμε, ανάλογα με τα πιστεύω του καθενός, άλλη χροιά θα πάρει το περιεχόμενο. Στη δεκάδα της χρονιάς πριν καλά-καλά αυτή κλείσει.
Νιότη (Youth) *****
Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Πρωταγωνιστούν: Michael Caine, Harvey Keitel, Jane Fonda
Διάρκεια: 118’
Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο των Άλπεων, ο Fred Ballinger, αλλοτινά κραταιός μαέστρος, περνά ήρεμες διακοπές με την κόρη του και τον καλύτερό του φίλο και συμπέθερό του, τον σκηνοθέτη Mick Boyle. Η απάθειά του τον οδηγεί στο να περνά το χρόνο του γεμάτος κυνισμό και αδιαφορία προς ό,τι συμβαίνει γύρω του, συμπεριφερόμενος στον περίγυρό του με σαρκασμό και τσιτάτα, αναλογιζόμενος τα χρόνια που πέρασαν, ενθυμούμενος στιγμές του παρελθόντος, απολαμβάνοντας μασάζ και ιατρικές φροντίδες και συναναστρεφόμενος με έναν μικρότερο ηλικιακά ηθοποιό βιώνει την απογοήτευση περιμένοντας να πρωταγωνιστήσει στην επόμενη ταινία του. Μετά από χρόνια του γίνεται η πρόταση να διευθύνει ξανά μία ορχήστρα, προς τιμήν της Βασίλισσας και του Πρίγκιπα της Αγγλίας. Αρνείται λόγω προσωπικών ζητημάτων. Τι μεσολαβεί από την πρόταση μέχρι την τελική του απόφαση και ποια θα είναι αυτή; Αισθητικά μεγαλοπρεπής, φλύαρος, χιουμοριστικός, παράλογος, γλυκόπικρος, ο Sorrentino για μια ακόμα φορά καταφέρνει να παραδώσει μια φαντασμαγορική απεικόνιση της αναδρομής στο παρελθόν και του απολογισμού των πεπραγμένων. Και ας πλατειάζει ανά διαστήματα, έτσι δεν πλατειάζει και η ανθρώπινη σκέψη όταν καλείται να θυμηθεί μακροπρόθεσμα;
Ο Sorrentino πριν από 2-3 χρόνια επανασύστησε τη φελινική νοοτροπία στο κοινό γυρίζοντας την Τέλεια Ομορφιά (La Grande Belleza) ένα άρτιο πορτραίτο της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσω μιας περιπλάνησης με σουρεαλιστικές απολήξεις, μέσω μιας άσβεστης παρακμής, ενώ ταυτόχρονα αρωματίζει το υπέρτατο ερωτικό ραβασάκι που γράφτηκε για μια πόλη όπως η Ρώμη. Το μοτίβο της ζωής, του παρελθόντος, της σιωπηλής παρατήρησης και των εμπειρικών τσιτάτων φαίνεται εξαρχής πως θα τηρηθεί κατά γράμμα στην καριέρα του σκηνοθέτη και το όνομά του θα καταλήξει συνώνυμο με την ενδοσκόπηση, το ονειρικό, τον αισθησιασμό (χωρίς απαραίτητα σεξουαλική χροιά) και, σκηνοθετικά μιλώντας, με την άψογη φωτογραφία και τις δυνατές κεντρικές ερμηνείες. Φόβο προκαλούσε το γεγονός πως η μόνη μέχρι στιγμής αγγλόφωνη ταινία που σκηνοθέτησε, το Εκεί Που Χτυπά Η Καρδιά Μου (This Must Be The Place) κατέληξε να ανακαλείται στη μνήμη ως η μετριότερη προσπάθειά του, ο σύγχρονος Fellini θέλει έναν αντίστοιχο Marcello Mastroianni να εκφράζει σε άρτια ιταλικά τις μύχιες σκέψεις του, μεταφέροντας τες αυτούσιες και καθόλου επεξεργασμένες στους κανόνες μιας άλλης γλώσσας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η κυρίαρχη εντύπωση μέχρι η Νιότη (Youth) να επιβεβαιώσει το αντίθετο.
Πως το επιβεβαίωσε; Αποδεικνύοντας ότι η Μεσόγειος ως νοοτροπία δεν κλείνεται σε γεωγραφικά σύνορα και, στηρίζοντας τους (φλύαρους, η λακωνικότητα δεν υπήρξε ποτέ στο λεξιλόγιο του σκηνοθέτη) παγκόσμιους υπαρξιακούς προβληματισμούς του σε δύο τιτάνες του κινηματογράφου. Όση ψύχρα και να έχει στις Άλπεις, το ιταλικό ταμπεραμέντο μπορεί να τις διαπεράσει και να εμποτίσει τη νηνεμία της κεντρικής Ευρώπης με χιούμορ και θέρμη, να απεικονίσει τον κυνισμό όχι ως αφόρητη ψυχρότητα, αλλά ως πικάντικο χιούμορ, το οποίο σε κάνει να γελάς, όχι απλά να μειδιάζεις, προσπαθώντας παράλληλα να εξετάσει τις αιτίες που έχουν την απάθεια ως αιτιατό. Δεν χαρίζεται στις γρήγορες απαντήσεις, ούτε περιορίζεται σε δύο χαρακτήρες, ο καθένας έχει τη δική του ζωή και πρέπει να τιμηθεί με κάποια διάρκεια στο σορεντινικό σύμπαν, δε θα πέσουν οι τίτλοι τέλους μέχρι να απαντηθεί το πώς συνέχισαν τις ζωές τους οι χαρακτήρες. Αυτό, βέβαια, έχει και έναν αρνητικό αντίκτυπο γιατί με περισσότερη φειδώ (το απλό και χάρη έχει) ίσως μιλάγαμε για ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, ενώ τώρα για μια ταινία που αν μπορείς να παρασυρθείς από τη ροή της, τότε θα σε μαγέψει. Πρέπει, δηλαδή, να είσαι, αν όχι έτοιμος, τότε τουλάχιστον διατεθειμένος να αφεθείς προκειμένου να εκτιμήσεις το ταξίδι του Ιταλού auteur.
Παρά τα όσα μπορούν να της προσάψουν, η Νιότη δε σταματά να έχει αναντίρρητα σημεία μεγαλείου. Η φωτογραφία και σκηνογραφία παραμένουν το λιγότερο μνημειακές, με το φως να αποπνέει μια θερμότητα και μια δόση ελπίδας, μακριά από την οποιαδήποτε ψυχρότητα. Τα υπερρεαλιστικά αφηγηματικά του τεχνάσματα, εμπεριέχουν αυθεντικό κάλλος και μεταφορές μελαγχολικές κατά ένα μέρος αλλά και χιουμοριστικά ρεαλιστικές στο υπόλοιπο. Ένα ξενοδοχείο στο οποίο συνυπάρχουν φιγούρες όμοιες του Maradona και του Hitler δε θα μπορούσε να μην αποτελεί ένα σουρεαλιστικά ενδιαφέρον σύνολο. Εν συνεχεία, πολλές από τις σεκάνς του έχουν τόση εικαστική αλλά και νοηματική ισχύ, τέτοιους γλυκόπικρους τόνους και γνήσια θετικό μήνυμα που δύσκολα δε θα συγκαταλεχθούν ανάμεσα στις στιγμές που ξεχωρίσαμε το 2015. Επί παραδείγματι, η σκηνή που συνοδεύεται από το Storm των Godspeed You! Black Emperor είναι ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα.
Και, στο κέντρο όλων, δύο ερμηνείες-απολογισμούς ζωής από μεριάς του πρωταγωνιστικού διδύμου Michael Caine-Harvey Keitel να δίνουν μαθήματα εμπειρίας. Κόντρα σε ό, τι μετρημένα ζεστό μας συνήθισε ο πρώτος τα τελευταία χρόνια, δείχνει το πιο σκοτεινό του πρόσωπο, παλεύοντας με τον ανομολόγητο πόνο του. Πιο προσβάσιμος ο δεύτερος, αναρωτιέται για το τι δημιούργησε ανά τα χρόνια και κάνει τον απολογισμό του και προσπαθεί να παραδώσει κάτι για το οποίο ο κόσμος θα τον θυμάται αφού φύγει. Και οι δύο, πάντως, αν δεν πρωταγωνιστούσαν ξανά σε κάποια ταινία, θα μπορούσαν να είναι σίγουροι πως οι ρόλοι τους αυτοί ήταν όντως οι διαθήκες που οι χαρακτήρες τους αναζητούν ως θέση σε αυτόν τον κόσμο.
Γλυκόπικρο, αλλά με άφθονο γέλιο, βαρύ αλλά με εξυψωτικό μήνυμα, το Youth δίνει μια αίσθηση του πως πραγματικά θα μπορούσε να είναι η συνειδητοποίηση του γήρατος και ο απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής. Ένα μελαγχολικό τελευταίο ειδύλλιο πριν βαρεθούμε να ασχολούμαστε με τα πεπερασμένα και αναγκαστούμε να αποδεχτούμε τη μοίρα μας. Δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν το θεωρώ ισάξιο ή κατώτερο της Τέλειας Ομορφιάς (σε σχέση με το αριστούργημα του Il Divo, δεν τίθεται σύγκριση), αλλά δώστε μου χρόνο. Και σε εμένα, και στους εαυτούς σας αφού το δείτε.
Το Μέλλον (Il Futuro) ***1/2**
Ιταλία, Χιλή, Γερμανία, Ισπανία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alicia Scherson
Πρωταγωνιστούν: Manuela Martelli, Luigi Ciardo, Rutger Hauer
Διάρκεια: 94’
Τα έφηβα ορφανά αδέρφια Tomas και Bianca προσπαθούν να επιβιώσουν στη σκληρή καθημερινότητα της Ιταλίας εν μέσω κρίσης. Θα συγκατοικήσουν με δύο φίλους του Tomas και θα δουν τους πόρους τους να μειώνονται κάθε μέρα, οπότε θα χρειαστεί να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να βγάλουν λεφτά. Ο «ευεργέτης» τους βρίσκεται στο πρόσωπο του διάσημου πρώην ηθοποιού Macista, ο οποίος ζει μόνος και τυφλός, με όλη του την περιουσία σε ένα χρηματοκιβώτιο. Η Bianca θα προσπαθήσει να τον σαγηνεύσει για να αποκτήσει πρόσβαση στα χρήματα που φυλάει, αλλά αναπόφευκτα θα έρθει αντιμέτωπη με τα, ηθικού χαρακτήρα, διλήμματά της. Σκοτεινή με γνήσιο αισθησιασμό ιταλικής κοπής, η σύζευξη του βλοσυρού νουάρ με το εφηβικό πάθος και το ονειρικά παράλογο συντελείται για να καταλήξουμε σε μια πλήρη, γεμάτη εικόνες, αισθήματα και ενδιαφέροντες χαρακτήρες ταινία. Αν δεν είχαμε το διπλό γκανιάν του αριστουργήματος του Νόμου της Αγοράς (La Loi Du Marché) και της Νιότης (Youth) να επελαύνει, η θέση της στην κορυφή της εβδομάδας θα ήταν δεδομένη. Δώστε της μια ευκαιρία, την αξίζει.
Ανίερη Συμμαχία (Black Mass) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Scott Cooper
Πρωταγωνιστούν: Johnny Depp, Benedict Cumberbatch, Dakota Johnson
Διάρκεια: 122’
Η ιταλική μαφία αποδεικνύεται μεγάλη απειλή για τη Νοτια Βοστώνη της δεκαετίας του ’70. Οι Αρχές, προσπαθώντας να την εξολοθρεύσουν, αποφασίζουν να συνεργαστούν με τον James «Whitey» Bulger, έναν ντόπιο (επίσης) μαφιόζο και αδερφό γερουσιαστή, προσφέροντάς του τη θέση του πληροφοριοδότη. Εκμεταλλευόμενος τα προνόμια που του δίνονται με αυτή τη συνεργασία, ο Bulger θα μετατραπεί στον πιο βίαιο εγκληματία που γνώρισε η περιοχή. Μέσα από τους τόνους βίας και παρά το μέτρια γραμμένο σενάριο και την καθόλου ιδιαίτερη, by the book σκηνοθεσία, συντελείται ένα θαύμα και επιτέλους ο Johnny Depp αναζωογονείται ερμηνευτικά, παραδίνοντας μια βλοσυρή και μαυρόψυχη ερμηνεία, σώζοντας προσωρινά το όνομά του. Μια ερμηνεία στα πρότυπα των σκληροτράχηλων, Eastwoodικών ρόλων.
Σκοτεινή Ανάμνηση (Regression) *****
Ισπανία, Καναδάς, ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alejandro Amenábar
Πρωταγωνιστούν: Ethan Hawke, Emma Watson, David Thewlis
Διάρκεια: 106’
Η Angela κατηγορεί τον πατέρα της για ένα απεχθές έγκλημα, το οποίο ο ίδιος δε θυμάται ποτέ να διέπραξε, αλλά ομολογεί παρόλα αυτά. Ο ντετέκτιβ Kenner μελετά την υπόθεση αλλά προβληματίζεται για την έλλειψη ανάμνησης του πιθανού ενόχου. Όταν ο ψυχολόγος δόκτωρ Raines αναλάβει δράση και προσπαθήσει να κάνει τον πατέρα της Angela να ανακαλέσει τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, η αλήθεια θα αποδειχθεί πολύ πιο σύνθετη και ανατριχιαστική. Παρά το φανταχτερό καστ και τη σκοτεινή ατμόσφαιρά της ταινίας, το μηδαμινό σενάριο του Amenábar και η έλλειψη πραγματικού σασπένς, σε συνδυασμό με την θανατηφόρα προβλέψιμη κατάληξη, συναπαρτίζουν ένα ψυχολογικό θρίλερ χωρίς ψυχή. Και αν λάβουμε υπόψη ότι ο ίδιος σκηνοθέτης ευθύνεται για τους Άλλους (The Others) και για ανάλογες σπουδαίες ταινίες των 00s, καταλαβαίνουμε πόσο απογοητευτικό μπορεί να είναι αυτό.
Αρκαδία Χαίρε
Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Φίλιππος Κουτσαφτής
Διάρκεια: 89’
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες κινηματογραφικούς τοπογράφους, ο Φίλιππος Κουτσαφτής (Αγέλαστος Πέτρα), επιστρέφει για να δώσει αφηγηματικότητα στις εικόνες της Αρκαδίας, μιας περιοχής που μοιάζει σταματημένη σε μια αιωνιότητα άχρονη. Η ιστορία της, οι μύθοι της και τα τοπία της λαμβάνουν τον ιδιαίτερο, υπνωτιστικό χαιρετισμό που τους πρέπουν.
Λούστρο Παπουτσιών (Sciuscià)
Ιταλία, 1946, Ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica
Πρωταγωνιστούν: Rinaldo Smordoni, Franco Interlenghi, Annielo Mele
Διάρκεια: 93’
Ο μεγάλος δημιουργός του νεορεαλισμού σε αυτήν την ταινία, για μια ακόμα φορά καταπιάνεται με το σκληρό πρόσωπο της ζωής στη μεταπολεμική Ιταλία. Δύο μικροί λουστράκοι ονειρεύονται να αγοράσουν ένα άλογο και μαζεύουν λεφτά. Με αυτό το όνειρο συμμετέχουν σε μια ληστεία, η οποία θα τους οδηγήσει στις φυλακές ανηλίκων και στην κρίση της φιλίας τους. Αν και οι μελοδραματικοί τόνοι δεν αποφεύγονται και δεν υπάρχει η τομή που συντελέστηκε στον Κλέφτη Ποδηλάτων (Ladri Di Biciclette) του ίδιου, η πολεμική του De Sica εξακολουθεί να μαίνεται κατά των προκαλούμενων από τις εμπόλεμες συρράξεις δεινών.