Ο Υ Π Ν Α Ρ Α Σ Τ Η Σ Ρ E Μ Α Τ Ι Α Σ
του Αρθούρου Ρεμπώ
Είναι μια τρύπα χλωρασιάς όπου ένα ρυάκι ψάλλει
Στα χόρτα μπλέκοντας τρελά κουρέλια ασημωμένα
Και λάμπει απ’ το περήφανο βουνό του πέρα ο ήλιος.
Είναι μια ρεματιά μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.
Ένας στρατιώτης μ’ ανοιχτό στόμα, γυμνό κεφάλι
Και με το σβέρκο στο νωπό τον κάρδαμο χωμένο
Κοιμάται· κι είναι ξαπλωτός στη χλόη κάτω απ’ τα νέφη,
Ωχρός, σε κλίνη πράσινη όπου χρυσόφως βρέχει.
Με τα ποδάρια στα πλατιά σπαθόχορτα κοιμάται·
Κάνει έναν ύπνο ως άρρωστο παιδί χαμογελώντας,
Φύση, νανούριζέ τονε θερμά πολύ. Κρυώνει.
Δε φέρνουν στα ρουθούνια του τρεμούλιασμα τα μύρα.
Κοιμάται με το χέρι του στο στήθος μες στον ήλιο,
Ατάραχος. Και στο δεξί πλευρό του έχει δυο τρύπες.
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη (1947-1949),
μετάφραση: Γιώργος Κοτζιούλας