Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΜΟΥΣΙΚΗ

Ο εικονοκλάστης Frank Zappa

20 + 1 χρόνια από το θάνατο του πιο ιδιαίτερου μουσικοσυνθέτη της σύγχρονης ποπ (αντι)κουλτούρας.
pop_zappa_1

Ο Frank Vincent Zappa γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1940 στη Βαλτιμόρη. Η μητέρα του είχε καταγωγή από τη Σικελία και τη Γαλλία, ενώ ο πατέρας του ήταν μετανάστης από τη Σικελία, με αραβικές και ελληνικές ρίζες. Ήταν επίσης μαθηματικός και χημικός που εργαζόταν στη στρατιωτική βιομηχανία, όπερ και σημαίνει, ότι το σπίτι τους ήταν κοντά στην αποθήκη με τα χημικά αέρια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δυο πράγματα για το μικρό Frank: πρώτον, να είναι φιλάσθενος κατά την παιδική του ηλικία με διαφόρων ειδών προβλήματα και δεύτερον, την ύπαρξη αντιασφυξιογόνων μασκών στο σπίτι, δημιουργώντας τις πρώτες εκκεντρικές εικόνες στο μυαλό του. Και όντως η μικροβιοφοβία αναφερόταν συχνά στο έργο του, μεταξύ άλλων. Ποιών άλλων; Όλων. Θρησκεία, πολιτική, μίντια, δισκογραφικές, χίπηδες, η κουλτούρα των ναρκωτικών, δεν γλύτωσαν από τη σκωπτική και σατιρική ματιά του. Εκτός από όλα αυτά, ή μάλλον πάνω απ’όλα αυτά, είχε μια απεριόριστη αγάπη για τη μουσική.

Frank Zappa -  born Frank Vincent Zappa. His father Francis Zappa was from Partinico, Sicily. His mother Rose Marie Colimore was of 3/4 Italian (1/4 Sicilian)

Βάζοντας σε ένα μεγάλο ηχητικό καζάνι μουσικές διαφορετικές φαινομενικά μεταξύ τους, στίχους με καυστικό, άσεμνο και πάντοτε χιουμοριστικό τρόπο και ήχους περίεργους που τον έκαναν να γελάει σε συνδυασμό με ηχητικά κολλάζ, έφτιαξε μια αυστηρά προσωπική δισκογραφία που δύσκολα την βάζεις σε κατηγορίες, παρά μόνο ως “ήχο Zappa”. Ήταν διαβόητος για τις δύσκολες οντισιόν του και την απαιτητικότητα επί σκηνής, αλλά με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε πάντα μουσικούς από το “πάνω ράφι” καθώς δεν του άρεσαν οι εκπτώσεις σε ζητήματα ενορχήστρωσης. Ο ίδιος έλεγε πως η έλλειψη κλασικής εκπαίδευσης τον οδήγησε στο να μπορεί να ακούει με ευχαρίστηση τόσο έργα του Varese, του Stravinsky ή του Vebern, όσο και απλά rhythm and blues κομμάτια. Και αυτό αποτελεί δείγμα τις πολυποίκλης ηχητικής παρακαταθήκης που κυμάνθηκε από ροκ κομμάτια μέχρι συμφωνικά έργα με εξαιρετικά περίπλοκες ενορχηστρώσεις. Όχι κι άσχημα, για κάποιον που ξεκίνησε ως ντράμμερ στο σχολείο, για να μεταπηδήσει αργότερα στην κιθάρα και την σύνθεση. Γιατί, περισσότερο απ’όλα στον Zappa άρεσε η σύνθεση. Η τέχνη του να οργανώνεις ήχους, όπως την αποκαλούσε.

pop_zappa_3

Ήθελε να έχει τον έλεγχο γιατί γνώριζε τις δυσκολίες της μουσικής παραγωγής και βιομηχανίας και απεχθανόταν την κάθε είδους λογοκρισία που τον κυνηγούσε από το Freak Out!, το ντεμπούτο των Mothers of Invention. Ακόμη και το όνομα της μπάντας υπέστη κάποια άνωθεν «διόρθωση», αφού το αρχικό όνομα ήταν το «The Mothers», το οποίο δεν έχει σχέση με τη μητρότητα, αλλά είναι σύντομη ονομασία της λέξης «motherfucker». Ο Zappa όμως, δεν ήταν από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στα προβλήματά τους με υπομονή, αλλά με διαμαρτυρία και αγώνα. Ουκ ολίγες φορές οδηγήθηκε στα δικαστήρια, υπερασπιζόμενος την ακεραιότητα της τέχνης του και κυρίως την ελευθερία να τη διατηρεί ανεπηρέαστη από παρείσακτους που ουδεμία σχέση με τη μουσική είχαν.

http://youtu.be/ZWkwnZ-fF24

Τη δεκαετία του ’60, ο Zappa έκανε τις πρώτες επαγγελματικές κινήσεις στο χώρο, φτιάχνοντας το στούντιο Ζ, στο οποίο συνέθετε τα σάουντρακ για b-movies και πειραματιζόταν σε πολλούς ήχους, μέχρις ότου ο φίλος του Ray Collins, του ζήτησε να αντικαταστήσει τον κιθαρίστα στη μπάντα του The Soul Giants. O ίδιος, όχι μόνο δέχτηκε, αλλά σταδιακά ανέλαβε τα ηνία του συγκροτήματος (σύνθεση-κιθάρα-φωνή), το οποίο μετεξελίχθηκε στους Mothers of Invention. Κι έτσι, εγένετο Freak Out!, το 1966, που αποτελεί τον πρώτο διπλό δίσκο στην ιστορία και πιθανότατα το πρώτο concept άλμπουμ της σύγχρονης ποπ μουσικής. Ο δίσκος ήταν ένα μείγμα R&B, doo-woop, πειραματικής μουσικής και concrete music στα χνάρια του Varese, που λάτρευε. Ένα χρόνο μετά, γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, Gail, που έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος. Ακολουθεί το «Absolutely Free», στο ίδιο ύφος με τον προκάτοχό του και τον Zappa να αρχίζει να διαμορφώνει καλύτερα το ειρωνικό του ύφος προς τα κακώς κείμενα της Αμερικής.

http://youtu.be/258IAiOtnuw

Το «We’re only in it for the money» του 1968, έμεινε στην ιστορία μάλλον για τους λάθους λόγους, γιατί πρόκειται για ένα από τα διαμάντια του πρώιμου Zappa, αλλά τότε έκανε αίσθηση γιατί το εξώφυλλο σατίριζε εκείνο του Sgt. Pepper’s, ενώ τα τραγούδια ήταν μπολιασμένα με άφθονο σαρκασμό για το ανθίζον κίνημα των χίπηδων και τον ωχαδερφισμό που διακατέχονταν. Ταυτόχρονα, επιχειρεί και την πρώτη του “βουτιά” στα νερά της αβανγκάρντ κλασικής μουσικής με το «Lumpy Gravy». Αρχίζει σταδιακά να ασχολείται και με την παραγωγή, ιδρύοντας την Bizzare Records και την Straight Records. Έχοντας καλό “μάτι” για το παράξενο και το εκκεντρικό, παράγει το ντεμπούτο του Wild Man Fischer και το θρυλικό διπλό δίσκο του «κολλητού» του Captain Beefheart, «Trout Mask Replica». Την ίδια χρονιά(1969), οι Mothers με την αρχική τους σύνθεση αποτελούν παρελθόν και ο Zappa κυκλοφορεί τον πρώτο του “σόλο” δίσκο, το «Hot Rats». Το ορχηστρικό σκαρίφημα καταδεικνύει την ικανότητά του τόσο στη σύνθεση, όσο και στη δεξιοτεχνία στην κιθάρα, όπως βέβαια και του πολυοργανίστα Ian Underwood.

http://youtu.be/zprYyWMcUGY

Η δεκαετία του ’70 ξεκίνησε με την επαναδημιουργία των Mothers, με διαφορετικούς ως επί το πλείστον μουσικούς, το φιλμ “200 Motels”, αλλά και τα δυο πολύ σοβαρά ατυχήματα: το πρώτο αναφέρεται στους στίχους του “Smoke on the Water” των Deep Purple, όπου οι Mothers έχασαν τον εξοπλισμό τους λόγω φωτιάς που ξέσπασε εν ώρα συναυλίας και το δεύτερο, στο Rainbow Theatre του Λονδίνου, παίζοντας με νοικιασμένο εξοπλισμό, όταν ένας τρελός φαν τον έσπρωξε από τη σκηνή και τον έριξε στην τσιμεντένια τάφρο που χωρίζει τη σκηνή από το κοινό. Αποτέλεσμα: Τραύματα στην πλάτη, στο λαιμό, το πόδι και το λάρυγγα, γεγονός που τον ανάγκασε να ρίξει τη φωνή του σε τονικότητα μετά απ’αυτό. Παρ’όλα αυτά, συνέχισε να είναι παραγωγικός, κυκλοφορώντας τους δίσκους “Waka/Jawaka” και “The Grand Wazoo“, στο πνεύμα του “Hot Rats”, με λίγο πιο jazz ύφος. Αφού ανέρρωσε πλήρως και μπόρεσε να επιστρέψει στις περιοδείες, έφτιαξε ένα από τα καλύτερα μουσικά σύνολα όπως αποτυπώθηκε στους δίσκους «Overnite Sensation»(1973), «Apostrophe»(1974), «Roxy & Elsewhere»(1974) και «One Size Fits All»(1975).

http://youtu.be/DmcYTShN4Fk

http://youtu.be/wxdDKaLUhGc

Tο δεύτερο μισό της δεκαετίας είχε να κάνει με διαμάχες ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τις δισκογραφικές, με αποκορύφωμα το περίφημο «Läther», που ήθελε να κυκλοφορήσει ως τριπλός δίσκος, αλλά η Warner Bros. είχε αντίθετη γνώμη. Έτσι, αποφάσισε να τον μεταδώσει μέσω ραδιοφωνικού σταθμού ολόκληρο, παροτρύνοντας τους ακροατές να το ηχογραφήσουν για να τον έχουν δωρεάν. Οι μηνύσεις έρχονταν και παρέρχονταν, ωστόσο κατάφερε να νικήσει και να είναι πλέον ένας ανεξάρτητος μουσικός. Η απόρριψη του τριπλού δίσκου, που θα αποτύπωνε το εύρος του σε όλα τα είδη, οδήγησε στην κυκλοφορία του «Sheik Yerbouti»(1979) και το «Joe’s Garage»(1979), που θεωρείται πλέον ένας από τους καλύτερους του δίσκους.  Η μπάντα του είχε πάλι αλλάξει αυτήν την περίοδο, αλλά δεν υστερούσε σε ποιότητα, με μουσικούς όπως:  Terry Bozzio, Tommy Mars, Adrien Belew,Vinnie Colaiuta και, λίγο αργότερα, Steve Vai.

http://youtu.be/iW4Bm7q_zOc

http://youtu.be/OcDHUeCPs0c

Η επόμενη δεκαετία ήταν και πάλι διαφορετική, μιας και άρχιζε να επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις μεγάλες ορχήστρες, ενώ άρχιζε να εκτιμάται, πολύ περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην Αμερική, ως κλασικός συνθέτης. Βέβαια, το 1982 είδε το κομμάτι του, Valley Girl, να είναι υποψήφιο για Grammy και να είναι το πιο πετυχημένο του σίγνκλ σε πωλήσεις. Επηρεάστηκε από τη χρήση ψηφιακών μέσων, με το Synclavier να κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στους τελευταίους του δίσκους, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας φρόντισε να επανακυκλοφορήσει τους δίσκους του στο νέο μέσο της εποχής, το CD. Η τελευταία του περιοδεία ήταν το 1988 και δεν είχε απόλυτα ευτυχή κατάληξη, λόγω διαφωνιών μέσα στο δωδεκαμελές σύνολο. Αποκαλούσε την μπάντα του εκείνη την εποχή ως «την καλύτερη μπάντα που δεν έχεις ακούσει».

http://youtu.be/B9DqykUsqRY

Δυστυχώς, οι πειραματικές θεραπείες που δοκίμαζαν στο νεαρό ασθενικό Frank, τη δεκαετία του ’40 και του ’50,  εμφάνισαν τις συνέπειές τους πολύ αργότερα -σε συνδυασμό με το χρόνιο κάπνισμα-, αφού πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1993, έπειτα από τριετή μάχη με τον καρκίνο του προστάτη, σε ηλικία 52 ετών. Ακόμη και στην τελευταία του συνέντευξη, όντας φανερά άρρωστος, παρέμεινε αμετανόητος καπνιστής, λέγοντας παράλληλα και την ατάκα του: «Το tobacco είναι το αγαπημένο μου λαχανικό». Συνθέτης, αιρετικός, εικονοκλάστης, άθεος, εργασιομανής, υπέρμαχος της ελευθερίας του Λόγου, «αλλεργικός» στην ανθρώπινη ηλιθιότητα, εραστής της μουσικής, βιρτουόζος, χιουμορίστας και πάνω απ’όλα συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης. Σας αφήνουμε με την τελευταία του συνέντευξη και το κύκνειο άσμα του, «Yellow Shark».

http://youtu.be/GBfoTUG41i4

http://youtu.be/QCSbucdVEkg

POP TODAY
LIFE
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.