Κυριαρχία *****
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γουόλι Φάιστερ
Πρωταγωνιστούν: Τζόνι Ντεπ, Κέιτ Μάρα, Μόργκαν Φρίμαν
Διάρκεια: 119’
Ο Γουίλ Κάστερ, διαπρέπων επιστήμονας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, δέχεται δολοφονική επίθεση από μέλος ομάδας τρομοκρατών. Ενώ η υγεία του φθίνει, η σύζυγός του, Έβελιν, θα κάνει ό, τι περνάει από το χέρι της προκειμένου να κρατήσει το πνεύμα του ζωντανό, εγκαθιστώντας τη νόησή του στην τεχνητή μονάδα που εκείνος εφηύρε. Το εγχείρημα θα στεφθεί με επιτυχία, μα ο Γουίλ στη νέα του μορφή θα θελήσει να μετατραπεί σε παγκόσμιο κυρίαρχο. Άνοστο και υπερβολικά φλύαρο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που παραπαίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά.
Για να μιλήσω για τις σαφέστατες ατέλειες που περιέχονται στην Κυριαρχία, πρέπει αρχικά να αναφερθώ στα «τεχνικά» της χαρακτηριστικά, τη σκηνοθεσία και το γενικότερο στήσιμό της. Ως τέχνημα που απευθύνεται στο απείκασμα, είναι απρόσωπο και χωρίς κανένα δικό του χαρακτηριστικό, χρησιμοποιεί λίγα μέρη από όλα τα προϋπάρχοντα δημιουργήματα του κυβερνο-κινηματογράφου, χωρίς να τα ενσωματώνει με επιτυχία στο σύνολό. Θες υπερτεχνολογικά (κακοφτιαγμένα) σκηνικά; Θες αποκάλυψη με ζόμπι; Θες εγκαταλειμμένες πόλεις; Όλα θα τα δεις, μα δε θα τα παρακολουθήσεις ως ένα ιδιόμορφο σύνολο, παρά ως υπενθυμίσεις παρόμοιων ταινιών που τα κατάφεραν καλύτερα. Επιπρόσθετα, ο ασταθής ρυθμός, η πληθώρα σεκάνς που θα μπορούσαν να είναι κατά πολύ μικρότερες, αν όχι να λείπουν εντελώς, καθώς και οι αδιάφορες ερμηνείες του καστ (ο Τζόνι Ντεπ είναι εκεί για το όνομα και μόνο, βαριέται την ίδια του την υπερύπαρξη) το καθιστούν σε άλλα σημεία απλά ευχάριστο και σε άλλα (στα περισσότερα δηλαδή) υπερβολικά ανιαρό. Προβλεπόμενο είναι ήδη εξαρχής, μα από μόνο του αυτό δεν αρκεί για να κατηγορηθεί ως βαρετό. Ας είχε τα προσόντα να κρατήσει το κοινό παρά το γνωστό του μοτίβο. Μπορεί να βλέπεται σχεδόν ευχάριστα, μα αυτό δεν είναι επαρκές κριτήριο για να σκαπουλάρει τα λοιπά κενά.
Προκειμένου να μπορέσω να αφοσιωθώ στην καλύτερη δυνατή περιγραφή της ανοησίας που το διέπει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σοβαρότητα, άφησα το νοηματικό περιεχόμενο της ταινίας δεύτερο. Ο κόσμος του Κυριαρχία, είναι ένας κόσμος των δύο άκρων. Από τη μια έχουμε την τεχνολογία, η οποία αν αφεθεί να αναπτυχθεί, μόνο δεινά και διαμάχες μπορεί να προξενήσει, και από την άλλη, ως αντίβαρο στην κυριαρχία του ανθρώπου από τα δημιουργήματά του, η λίθινη εποχή, η απουσία της προόδου. Η δεύτερη δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα ως λύση, μα ως το λιγότερο κακό από τα δύο. Δεν υπάρχει μια γκρίζα λογική νότα, έστω, που να μιλάει για την ορθή χρήση της τεχνολογίας, όχι, η τεχνολογία δημιουργείται αποκλειστικά για να κάνει τον άνθρωπο να ενδίδει στους εγωισμούς του. Και η τεχνοφοβική αφέλεια συνεχίζεται με ηθικολογικά ρητά σχετικά με τη διαφορά βιολογικού και τεχνολογικού και μελιστάλαχτου «όλα-για-σένα-τα-έκανα-μάνα-μου» δράματος. Το θράσος ενός φινάλε που υποκύπτει σε όλα τα ρομαντικά κλισέ και προσπαθεί να φανεί βαθύ μιλώντας περί της αιώνιας αγάπης και αρμονίας με τον επιδερμικότερο τρόπο, μόνο για προβληματισμό δεν ενδείκνυται.
Υποδειγματική ταινία της μιας προβολής, κατά προτίμηση κάποιο βράδυ που δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον ορίζοντα και οι επιστημονικές/post apocalyptic ορέξεις απαιτούν κορεσμό. Καλύτερα ακούστε το soundtrack και φανταστείτε μια καλύτερη ταινία από αυτή που θα δείτε.
Oldboy *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Σπάικ Λι
Πρωταγωνιστούν: Τζός Μπρολίν, Σάρλτο Κόπλεϊ, Ελίζαμπεθ Όλσεν
Διάρκεια: 104’
Ο Τζο, ένας ασυνείδητος διαφημιστής πρώην οικογενειάρχης, απάγεται από κάποιον άγνωστο και παραμένει εσώκλειστος σε ένα δωμάτιο για 20 χρόνια, ενώ κατηγορείται για τη δολοφονία της γυναίκας του, που πραγματοποιήθηκε όσο αυτός ήταν κρατούμενος. Όταν αποφυλακίζεται, ξεκινά την αναζήτηση του απαγωγέα του και της αιτίας που του στέρησε την ελευθερία του. Κάκιστο ριμέικ που απευθύνεται σε έφηβα αμερικανάκια, τα οποία βαριούνται τους υπότιτλους της πρωτότυπης.
Τη σημασία του Oldboy δεν την κατάλαβα όταν το είδα για πρώτη φορά, ένα γυμνασιακό πασχαλινό μεσημέρι στο σπίτι του πατέρα μου. Εκεί απλά έζησα τη μυσταγωγία και το σοκ, το οποίο βίωσαν όλοι στην πρώτη τους επαφή με το αριστούργημα του Τσαν Γουκ Παρκ. Το μεγαλείο της έγινε διαυγές αρκετά χρόνια μετά, όταν είδα κοντινά μου άτομα που δεν είχαν σχέση με τον πιο καλλιτεχνικό κινηματογράφο να παραμιλάνε γι’ αυτή και να αρχίζουν το κινηματογραφικό ψάξιμο. Ήταν ταυτόχρονα μια φρεσκότατη, παράξενη σκηνοθετική στιγμή, μα και ταυτόχρονα τόσο προσβάσιμη και κατανοητή που δεν απευθυνόταν σε «διανοούμενους», όλοι μπορούσαν να πέσουν ξεροί από το πόσο ολοκληρωμένη ταινία ήταν, απ’ όποια πλευρά και να εξεταστεί. Να με συγχωρείτε, το λοιπόν, όσο δηλώνω πόσο εκνευρισμένος είμαι με αυτό το σφετεριστικό μίασμα του Σπάικ Λι, που προσπαθεί ανεπιτυχώς να καπηλευτεί την πρωτότυπη.
Βάζω στην άκρη τη σκηνοθεσία του Παρκ, επειδή θα ήταν παράνομο και αβάσιμο χτύπημα να κατηγορηθεί ο Λι για το ότι δεν προσέγγισε τη σκηνοθεσία του πρωτότυπου, αν ήταν καρμπόν δε θα είχε ουσία. Μα η σκηνοθεσία του Λι βρωμάει σήψη και δηθενιά. Της δίνει μια αδιάφορη αισθητική ταινιών δράσης του σωρού, στερώντας της κάθε υποψία ποιητικής, ενώ παρατραβάει όλες τις ακραίες της στιγμές σε σημείο να απορεί κανείς αν το μόνο που έπιασε από την ταινία του 2004 ήταν οι σκηνές με σοκαριστικό περιεχόμενο και όχι το υποχθόνιο χιούμορ και τη «λοξότητά» της. Σε συνέντευξή του, δήλωσε πως αφαίρεσε πολλά πράγματα από την πρωτότυπη ταινία επειδή δεν τα καταλάβαινε, οπότε όποια υπόθεση περί ανιδιοτελούς αγάπης στην αυθεντική ταινία και ενός επακόλουθου μερακιού πάνε περίπατο. Μάλιστα, είδε φως και μπήκε απλά.
Δε βοηθάει, επιπλέον, το ότι δηλώνει πως δεν ήθελε να κάνει μια κόπια της παλιάς ταινίας. Μπα; Σοβαρά ρε μπαγάσα; Αν είναι έτσι, τότε γιατί κράτησες όλη τη βασική δομή ίδια και απαράλλαχτη, απλά μετατρέποντας τις σκηνές βίας σε ηλίθιο και αναίτιο σπλάτερ, πρόσθεσες τσόντα όπου μπορούσες, γελοιοποίησες με την επιφανειακότητα τους χαρακτήρες και απλά άλλαξες το τέλος προς το χειρότερο και πολύ πιο μελοδραματικό; Επειδή δεν έχεις ικανότητα να αναπτύξεις χαρακτήρες και καταστάσεις για τους οποίους μπορεί να αισθανθεί ο θεατής κάτι, έπρεπε να το τιγκάρεις στις αντιθέσεις για να καταλάβουμε τις αλλαγές, σε σημείο να φαίνεται ως παρωδία τέταρτης διαλογής. Μάντεψε: από το πολύ μαλλιοτράβηγμα, ολόκληρη η ταινία απέκτησε μια κακοποιημένη καράφλα. Δεν πρόκειται περί μπλοκμπαστεράδικης μεταγραφής, πόσο μάλλον για αρχαιοελληνική τραγωδία, παρά για κάτι που φτιάχτηκε εμφανώς για το «μαρούλι» του θέματος.
Αν αγαπάτε την αυθεντική ταινία, υποθέτω πως το Χ το έχετε ρίξει εδώ και καιρό, και πολύ ορθώς πράττετε. Δε μου αρέσει να κατακρίνω πράγματα μα το εννοώ εδώ όταν λέω πως αν θεωρείτε τον εαυτό σας νοήμονα πρέπει να κάνετε τα πάντα για να μη δείτε αυτό το ανοσιούργημα. Μια επιβεβαίωση ότι ο Σπάικ Λι πρέπει να επιστρέψει μια και καλή σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα τα τελευταία χρόνια: να κράζει ως ρατσιστές τους πιο ταλαντούχους από αυτόν σκηνοθέτες. Αν μπαίνει κάποιος βαθμός παραπάνω από το μηδέν είναι λόγω σεβασμού στο όνομα της ταινίας και επειδή το 0 σημαίνει ότι κάτι είναι τόσο κακό που επιβάλλεται η προβολή του.
Αγόρια της Διπλανής Πόρτας
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τομ Γκόρμικαν
Πρωταγωνιστούν: Ζακ Έφρον, Ίμογκεν Πουτς, Μάιλς Τέλερ
Διάρκεια: 94’
Τρεις αδελφικοί φίλοι, ένας πρόσφατα χωρισμένος με την κοπέλα του, ένας διαζευγμένος και ένας δια βίου εργένης, συνάπτουν μια «ιερή» υπόσχεση: ό, τι και να συμβεί, δε θα κάνουν ποτέ ξανά σοβαρή σχέση και θα καλοπερνάνε ως χαρούμενοι ελεύθεροι άντρες. Η υπόσχεσή τους θα κινδυνεύσει όταν παραδεχτούν την έλξη τους προς συγκεκριμένες γυναίκες. Το μεγάλο δίλημμα λαμβάνει σάρκα και οστά: έρωτας ή τήρηση του κώδικα;