«Σπούδασα νομικά, την αγαπημένη σχολή εκείνων που δεν ξέρουν τι να κάνουν» έχετε πει. Δεν είναι λίγο απαξιωτικό αυτό, για το δεύτερο πιο σεβαστό επάγγελμα; Περισσότερο για τον εαυτό μου ήταν απαξιωτικό. Αλλά και για πολλούς ομοίους, πρέπει να πω. Γιατί ξέρω πολλούς που έκαναν το ίδιο. Η Νομική είχε ειδικό βάρος και κύρος και αν έμπαινες εκεί σε κάλυπτε τουλάχιστον από την πλευρά του πρεστίζ. Το ότι ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως μελλοντικό δικηγόρο, το αποδεικνύει και το γεγονός ότι από το τρίτο έτος πήγα στο τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών.
Δηλαδή τι, το πρεστίζ θέλατε; Ε ναι, γιατί, λίγο είναι; Παράλληλα όμως, παραλίγο να γίνω δημοσιογράφος, ως κύρια ιδιότητα, στο «Έθνος». Η μητέρα μου ήταν πολύ φίλη με τον Αχιλλέα Μαμάκη, περιώνυμος δημοσιογράφος εκείνης της εποχής, του καλλιτεχνικού, που είχε και την περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο». Του έδωσα λοιπόν μια κριτική για την «Ερωφίλη» που είχε ανέβει στο Ηρώδειο και μου είπε «παιδί μου, το κείμενό σου είναι εξαιρετικό, εκτιμώ πολύ τον τρόπο που προσεγγίζεις το θέμα, εφ’ όσον θέλεις έλα από Δευτέρα να δουλέψεις μαζί μας». Πήγα μια βδομάδα, αλλά έπρεπε να κάθομαι από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις δύο κι ύστερα οκτώ το πρωί να είμαι στο σχολείο, γιατί πήγαινα ακόμα Τρίτη Γυμνασίου. Ε, μετά από μια βδομάδα, παρέδωσα τα όπλα και το πνεύμα, το δημοσιογραφικό.
Στη διαφήμιση πώς μπήκατε; Θα σας πω. Αλλά για να κάνω τη σύνδεση, πρέπει να σας πάω πάλι λίγο πίσω. Ως τα εννιά μου χρόνια, ζούσαμε μια πολύ άνετη ζωή. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου προσπάθησε να κρατήσει το κατάστημα, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχαμε την Επανάσταση των Κομμωτηρίων. Σε κάθε γωνιά της Αθήνας, ξεφύτρωνε ένα κομμωτήριο και οι γυναίκες δεν αγόραζαν πια καπέλα. Εκεί λοιπόν, από τα 11 ως τα 18 μου, περάσαμε περιόδους απίστευτης στενότητας, δεν διστάζω να πω και φτώχιας. Το σπίτι μου ήταν τότε πια στο Παλαιό Φάληρο και το Λεόντειο, όπου με είχαν πάρει δωρεάν ως πολύ καλό μαθητή, βρισκόταν τότε στην οδό Σίνα. Θυμάμαι λοιπόν πολλές φορές, ξεκινούσα από τη Σίνα και πήγαινα στο Φάληρο με τα πόδια. Το εισιτήριο ήταν μία δραχμή και ενενήντα λεπτά, αλλά πολλές φορές δεν τα είχα. Το λέω για να δώσω μια εικόνα. Όταν πια μπαίνω φοιτητής, φαίνεται η δυσκολία της επιβίωσης περισσότερο από ποτέ. Βάζει λοιπόν η μητέρα μου το θείο μου να πει σε ένα στενό φίλο του ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης διαφημιστικής, να με προσλάβει ένα καλοκαίρι για να φέρνω ένα χαρτζιλίκι στο σπίτι. Καλοκαίρι του ’66. Και αισίως πλησιάζουμε στο καλοκαίρι του 2014…
Ωραία γραφεία έχετε εδώ στη Bold Oglivy… Συμφωνώ. Αλλά η πρόθεση ήταν να είναι λιτά και μίνιμαλ, χωρίς υπερβολές – και νομίζω το πετύχαμε.
Το 1999, σε συνέντευξή σας στο περιοδικό STATUS, προβλέπατε πως «τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης θα απομαζικοποιηθούν, προσεγγίζοντας εξειδικευμένες υποομάδες κοινού». 15 χρόνια μετά, το βλέπουμε να συμβαίνει. Ο κλάδος της διαφήμισης όμως δείχνει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στο ίντερνετ; Μολονότι δεν πολυκατέχω τα διαδικτυακά, απ’ ό,τι φαίνεται το μέλλον βρίσκεται εκεί. Στο μέλλον θα δούμε λιγότερη διαφήμιση στα παραδοσιακά μαζικά Μέσα και περισσότερη στην digital εφαρμογή τους. Η παραδοσιακή διαφήμιση φθίνει – και δε φθίνει μόνο λόγω κρίσης, αλλά φθίνει και σε αναλογίες. Θα αλλάξει ριζικά το σκηνικό. Ήδη αλλάζει.
Πενήντα χρόνια κλείνετε όπου να ‘ναι στο χώρο. Για να μείνατε τόσο πολύ, πάει να πει πως σας αρέσει… Ναι. Κοιτάξτε, εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ μάνατζερ. Ξεκίνησα ως κειμενογράφος και παρέμεινα – άσχετα αν με τα χρόνια απέκτησα μια δυνατότητα συντονισμού μεγάλων δημιουργικών ομάδων. Η όλη ομορφιά που βρήκα σ’ αυτό το επάγγελμα ήταν να ασκώ μια πλευρά της δημιουργικής μου πρόθεσης. Με βοήθησε να μη χάσω την επαφή μου με το λόγο. Γιατί μπορεί η διαφήμιση να είναι ταπεινό είδος, ένα είδος με στοχευμένες προθέσεις κλπ, πλην όμως σε φέρνει σε καθημερινή τριβή με τις λέξεις. Αυτό είναι μια άσκηση, μια διαρκής προπόνηση. Από κει και πέρα, εκεί που χρειάζεται μαγκιά είναι να μην υποκύψεις στις ευκολίες της διαφήμισης όταν πια επιστρέψεις στη λογοτεχνία.
Απολαμβάνετε τα παλιά σας κείμενα ξαναδιαβάζοντάς τα; Ή βρίσκετε λάθη; Είμαι μάλλον επιεικής με τον εαυτό μου, θα έλεγα. Όχι, λάθη δεν βρίσκω. Μερικές φορές έχω πει αυτό θα ήθελε όχι ένα άλλο γράψιμο, αλλά μια άλλη οπτική. Όμως η οπτική του ανθρώπου αλλάζει. Και εν πάση περιπτώσει, η ωριμότητα αυτό περιμένεις να σου δώσει. Να βλέπεις το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο και να το εκφράζεις και διαφορετικά – συνήθως δε πιο λιτό και πιο άμεσο.
Με το ψευδώνυμο Απίκιος γράψατε πολλά γαστρονομικά κείμενα, επικεντρωνόμενος «στην πνευματικότητα και κοινωνικότητα της τροφής». Ωραίο ακούγεται, αλλά μπορείτε να μου το εξηγήσετε λίγο… Με την κοινωνικότητα δεν εννοώ φυσικά μόνο το «τρώμε όλοι μαζί». Γύρω από ένα τραπέζι υπάρχει μια ανταλλαγή κατανόησης και συναισθημάτων. Η επικοινωνία γίνεται πιο χαλαρή και πιο άμεση. Και την πνευματικότητα την αναφέρω γιατί η γεύση κινητοποιεί τη μνήμη και μας επαναφέρει σε ευτυχισμένα παρελθόντα. Παράλληλα υπάρχει μια στοχαστικότητα στην τροφή. Ξεκινάει από την πρώτη μας μέρα, από τον πρώτο μας θηλασμό και φτάνει ως τον τελευταία, στον ορό του νοσοκομείου.
Στην επόμενη σελίδα: Η μουσική, το νόημα μιας βιβλιοπαρουσίασης, το Τρίτο Πρόγραμμα.