Ευσταθιαδης1

 «Σίγουρα δεν θέλετε ένα ουισκάκι;» με ρωτάει ο Γιάννης Ευσταθιάδης, καθισμένος στην αίθουσα συσκέψεων της Bold Ogilvy στο Γέρακα. Τα γραφεία της διαφημιστικής εταιρίας που απασχολεί την ημέρα του (νύχτα γράφει) δεν είναι ακριβώς πολυτελή, σίγουρα όμως θα ήθελες να δουλεύεις εδώ. Μέσα στην αίθουσα συσκέψεων, μπισκότα διαφόρων τύπων έχουν τοποθετηθεί κυκλικά με μαεστρία σ’ ένα πιάτο, δίπλα ένα Haig με έξι ποτήρια, παραδίπλα ο πάγος, καφές, νερό, 21 καλοξυσμένα μαύρα μολύβια κι ένας οδηγός να με περιμένει υπομονετικά απ’ έξω. Έτσι θέλω να κάνω συνεντεύξεις.

Ο Ευσταθιάδης χαίρεται την κουβέντα. Χαμογελάει, ανοιγοκλείνει παρενθέσεις, ανακαλεί λεπτομέρειες απ’ τα παλιά, μιλάει το ίδιο ζωηρά για τα καινούρια κι όποτε θυμάται κάτι που μπορεί να εμπλουτίσει τη συνέντευξη ως φωτογραφικό ντοκουμέντο, παίρνει ένα από τα 21 μολύβια και το σημειώνει, να μην το ξεχάσει. Συγγραφέας, ποιητής, ραδιοφωνικός παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος, γεννήθηκε στο κέντρο της Αθήνας το ’46, χρονιά έναρξης του Εμφυλίου (εξ ου και ο εμφύλιος σπαραγμός μέσα του, όπως λέει) κι έζησε πολλά όμορφα και άσχημα για να φτάσει στο τώρα: στην τελευταία του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Εκατό» που είναι γι’ αυτόν κάτι σαν κερδισμένο στοίχημα και τις νέες του ραδιοφωνικές εκπομπές – τις δύο αφορμές δηλαδή της συνέντευξης μας.

photo 8

«Μέρες του ’53 στην οδό Σταδίου»

Πώς σας ήρθε η ιδέα για το «Εκατό»; Στις αρχές της περασμένης χρονιάς, το «Εντευκτήριο» της Θεσσαλονίκης, αυτό το θαυμάσιο περιοδικό, εόρτασε το 100ό του τεύχος. Ζήτησε λοιπόν από συγγραφείς και ποιητές κείμενα που να περιέχουν κάπου τον αριθμό 100. Οι περισσότεροι έκαναν απλώς μια αναφορά. Εγώ έγραψα δώδεκα μικρά κείμενα, στα οποία το 100 δεν ήταν μια απλή αναφορά, αλλά άξονας, πρωταγωνιστής ας πούμε. Δεν έμεινα μόνο στο αριθμητικό. Συμπεριέλαβα σύνθετες λέξεις: εκατόνταρχος, εκατόμβη, εκατονταετής πόλεμος, εκατόφυλλο ρόδο. Τα έγραψα λοιπόν, τα έστειλα αλλά από κει και πέρα το θέμα αυτό είχε μετατραπεί για ‘μένα σε μία διαρκή πρόκληση.

 Λένε πως στην τέχνη οι περιορισμοί βοηθούν αντί να περιορίζουν… Βεβαίως. Ο περιορισμός είναι μια πρόκληση. Είπα θα γράψω άλλα δέκα κείμενα, άλλα είκοσι, όμως ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα προέκυπταν εκατό. Όσο προχωρούσα, τόσο πιο ερεθιστικό γινόταν. Γιατί είχε απαιτήσεις. Έπρεπε να βρω όλες τις πιθανές εκφάνσεις του εκατό: γραμμάρια, κιλά, χρόνια, βατ, μποφόρ, άθλημα, αριθμό δρόμου, περιπολικό κλπ. Εκατό διαφορετικές ιστορίες όπου να πρωταγωνιστεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ύφος και κλίμα το «εκατό». Για πρώτη φορά ως συγγραφέας, ήμουν σε μια κατάσταση υπνωτισμού, αλλά και απόλυτης διέγερσης.

photo2

«Στο κατάστημα των γυναικείων πίλων» (1955)

 Ας πάμε μερικά χρόνια πίσω, όχι εκατό, λιγότερα. Γεννηθήκατε στην οδό Κολοκοτρώνη και μέχρι τα 14 ζήσατε επίσης στα Εξάρχεια και στην Πλάκα. Πώς ήταν να ζει κανείς στο κέντρο της Αθήνας στα 50’s; Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκα και έμεινα ως τα έξι μου χρόνια, υπάρχει ακόμα: Κολοκοτρώνη 34, στην εκβολή της οδού Ρόμβης. Εκεί ο πατέρας μου είχε το κατάστημά του, πουλούσε γυναικεία καπέλα. Θυμάμαι είχε έναν καθρέφτη, με έναν κύκλο στη μέση, μαύρο γύρω-γύρω, που έγραφε διακριτικά και με κομψά γράμματα «γυναικείοι πίλοι». Σήμερα, το πιο κακόγουστο στοιχείο στο κέντρο δεν είναι τα κτήρια – αυτά μπορείς να τα ανεχτείς. Το χειρότερο για ‘μένα είναι η απίστευτη αναρχία των επιγραφών.

Τι θυμάστε από την Κολοκοτρώνη; Ο πατέρας μου ήταν βασιλικός και μπαινόβγαιναν πολλές κυρίες των τιμών της βασίλισσας. Ε και λίγο παρακάτω καταστήματα, μπακάλικα, φούρνοι… Έσφυζε από ζωή ο δρόμος. Σήμερα, αν πας απογευματινή ώρα, νιώθεις ότι περπατάς σε νεκρή πόλη. Αντιθέτως, η Πλάκα τότε, στη δεκαετία του ’50 ήταν υποβαθμισμένη και υποτονική. Μετά απόκτησε το ενδιαφέρον που έχει σήμερα. Από τα Εξάρχεια δεν έχω πολύ ζωντανές εικόνες, αλλά νομίζω ήταν πολύ ζωντανά τα πράγματα – όπως και τώρα είναι ζωντανά.

 Χάσατε τον πατέρα σας στα εννιά σας χρόνια και τη μάνα σας στα 23. Ξεπερνιέται αυτή η αίσθηση της ορφάνιας ή την κουβαλάει κανείς μια ζωή; Πιο δύσκολα ξεπέρασα το πρώτο. Θυμάμαι (γιατί τότε υπήρχαν προκαταλήψεις), ότι έμαθα το θάνατο του πατέρα μου πολύ καιρό μετά το γεγονός. Μου το έκρυβαν, κατά μία γελοία νοοτροπία. Αντιθέτως ήμουν πιο ώριμος όταν χάθηκε η μητέρα μου. Και στην καλύτερη αντιμετώπιση αυτού του δεύτερου συμβάντος βοήθησε το γεγονός ότι έξι μήνες πριν, είχα γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής μου. Έφυγε η μία γυναίκα της ζωής μου και ήρθε η άλλη!

 

Στην επόμενη σελίδα: Το σοκ της ποίησης, η δημοσιογραφία και ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος