«Στην καρδιά μου νιώθω Έλληνας. Αυτό το φως, αυτό το νερό… Η Ελλάδα είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου». Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ δεν δίστασε λεπτό πριν απαντήσει ποιο μέρος της Γης, από όσα πετάει διαρκώς -ακόμη και τώρα-, αισθάνεται “δικό του”. Aπό το Λος Άντζελες στην Αθήνα κι από την Τυφλίδα στο Λονδίνο αυτό τον καιρό, παλιότερα από τα Ιμαλάια στη Τζαμάικα ή την Αφρική.
Όπου κι αν τον έχει βγάλει ο δρόμος για τις ανάγκες της δουλειάς ή της ζωής του, πάντα σε ένα σημείο, πλέον, επιστρέφει: στο Λεωνίδιο που υπεραγαπά και χρήζει ορμητήριο για θαλασσινές περιπλανήσεις που συναρπάζουν την ψυχή του. Σε νησιά όπως η Ύδρα όπου κάποτε o συνονόματος σπουδαίος σκηνογράφος πατέρας του παρακολουθούσε τα γυρίσματα της φίλης του Μελίνας –της Φαίδρας του Ντασέν. Ή οι Σπέτσες όπου μεγάλωνε ως παιδί, τα καλοκαίρια, και λάτρευε την Μπουμπουλίνα: «Είχα πάθει εμμονή κατά κάποιο τρόπο μαζί της», θυμάται ο κινηματογραφιστής που, σε λίγες ώρες, θα ακούσει το όνομά του ανάμεσα στους άλλους τέσσερις συνυποψήφιους για το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας. «Με ενδιέφερε η ιστορία της, το πώς ταξίδεψε στο Ναύπλιο, αν έβαλε στο πλοίο της φωτιά. Πάντοτε ήθελα να κάνω μια ταινία για αυτήν την υπέροχη γυναίκα. Γενικώς όμως, με ενδιαφέρει πολύ η ελληνική Ιστορία και προσπαθώ να την μάθω στα παιδιά μου», τονίζει.
Τα 13χρονα διδυμάκια του, πάντως, του χρόνου, πέρα από την ιστορία μας, θα απολαύσουν, όπως όλοι -καλώς εχόντων των καταστάσεων της πανδημίας -, τον νέο Indiana Jones ο οποίος μόλις αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της πέμπτης του περιπέτειας. Στο Λονδίνο εδώ και λίγες εβδομάδες για την προετοιμασία των γυρισμάτων, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του που θα βρίσκεται πίσω από την κάμερα -στην έκτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη James Mangold, με τον οποίο συνεργάστηκε τελευταία στο εξαιρετικό Ford v Ferrari (2019), με τους Christian Bale και Matt Damon: «Είναι ο πρώτος μου Indiana Jones. Είμαι “big fan” και κατενθουσιασμένος. Ο Harrison Ford είναι υπέροχος, αληθινή έμπνευση», δηλώνει.
Λίγο πριν ξεκινήσει να δουλεύει στην πιο μεγάλη παραγωγή της πλούσιας καριέρας του, ο Φαίδωνας Παπαμιχαήλ τελείωσε την δική του ανεξάρτητη, low budget, ταινία Light Falls, την δεύτερη που σκηνοθετεί στην Ελλάδα, στην Ανάβυσσο. Ενώ, πριν την πανδημία συμμετείχε και στην παραγωγή του Fast and Furious 9, στο τμήμα της ταινίας που γυρίστηκε στην Γεωργία, πατρίδα της συζύγου του. Μάλιστα εκεί, στην Τυφλίδα, έχει στήσει εταιρεία παραγωγής και κάνει σχέδια για την δημιουργία ενός στούντιο. «Προσπάθησα να κάνουμε την ταινία στην Ελλάδα αλλά δεν ήταν δυνατόν γιατί έπρεπε να κλείσουν την πόλη και να τραβήξουν σκηνές δράσης. Τελικά την κάναμε στην Γεωργία -και για φορολογικούς επίσης λόγους», προσθέτει.
Μετά το Arcadia Lost που γυρίσατε στην Πελοπόννησο το 2009, με τον Nick Nolte, μόλις σκηνοθετήσατε ακόμη μια ταινία στην Ελλάδα…
Κάναμε το θρίλερ Light Falls, στην Ανάβυσσο. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα πλήρως εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο, την παλιά Σχολή Τουρισμού. Ένα κτίριο θα έλεγα μπρουταλιστικού στυλ, πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά, που δεσπόζει πάνω από την θάλασσα. Όλα τα γυρίσματα έγιναν εκεί και στον περιβάλλοντα χώρο.
Καθώς όλες οι δουλειές που είχα προγραμματίσει στην Αμερική πήγαν πίσω λόγω του covid, πέρσι έμεινα στην Ελλάδα από τον Μάρτιο μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Πέρασα όλη την καραντίνα στο Λεωνίδιο! Τα παιδιά έκαναν τηλεκπαίδευση. Η νέα ταινία του Aaron Sorkin, στην οποία θα δούλευα, έπαιρνε συνέχεια αναβολή. Ακόμη δεν έχει γίνει. Προγραμματίστηκε για τον Μάιο τελικά.
Οπότε είχαμε αυτή τη μικρή παραγωγή. Ανακάλυψα αυτό το ξενοδοχείο και σκέφθηκα «ΟΚ, είναι κάτι που μπορούμε να το κάνουμε τώρα στην Ελλάδα». Βρήκα τα χρήματα, κυρίως από έναν ιδιώτη επενδυτή στην Γεωργία και είπα «πάμε!». Είχαμε 25 μέρες γυρίσματα και τα καταφέραμε την ώρα που ερχόταν το δεύτερο κύμα του ιού. Κανείς δεν αρρώστησε. Ένιωσα πολύ τυχερός που το έκανα.
Τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο του μοντάζ, το έχει αναλάβει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, στην Αθήνα. Αν και θα είμαι πολύ απασχολημένος όλο το επόμενο διάστημα με τον «Indiana Jones», ελπίζω να το ολοκληρώσουμε ως το τέλος της χρονιάς. Το ελληνικό μέρος της παραγωγής ανέλαβε η TopCut–Modiano και ο Σταμάτης Αθανάσουλας – όπως και στο «Arcadia Lost». Συμμετέχει ακόμη ο Θάνος Καραθάνος από την Γερμανία. Είναι μια μικρή ανεξάρτητη Αλβανική-Γεωργιανή-Ελληνική συμπαραγωγή. Παίζει ο Μάκης Παπαδημητρίου, τρεις Αλβανοί ηθοποιοί που ήρθαν από την Αλβανία, και δύο Γεωργιανές – είναι ένα διεθνές καστ. Ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός, ένα τεράστιο φυσικό ταλέντο, για μένα τόσο καλός όσο ο Joe Pesci και ο Philip Seymour Hoffman. Είχε δίπλα του πολύ πιο άπειρους ηθοποιούς -oι δύο Γεωργιανές κοπέλες δεν είχαν ξαναπαίξει σε ταινία, οι Αλβανοί ήταν θεατρικοί ηθοποιοί με μικρή εμπειρία στο σινεμά- και “αναμίχθηκε” μαζί τους.
Το σενάριο το έγραψε ο φίλος μου Sven Dagones που μένει στην Κάρυστο. Έχουμε γράψει και στο παρελθόν σενάρια παρέα, αλλά αυτό το είχε ήδη έτοιμο. Διεύθυνση φωτογραφίας έκανε ο Άκης Κωνσταντακόπουλος που μένει επίσης στο Λος Άντζελες αλλά έτυχε, επίσης, να βρίσκεται στην Ελλάδα. Τον ειδοποίησαν όμως ότι ξεκινάει τελικά η νέα ταινία που περίμενε να κάνει κι έπρεπε να φύγει. Οπότε ανέλαβα εγώ να τελειώσω τη δικιά μας.
Τη μια μέρα κάνετε ένα ανεξάρτητο low budget, την άλλη ένα blockbuster. Από την Ανάβυσσο στο Χόλυγουντ. Από άγνωστους νέους ηθοποιούς σε σούπερ σταρ. Και το αντίστροφο. Η δουλειά σας κυλάει περίπου όπως η ζωή σας, περιστρέφεται διαρκώς σε διαφορετικά μονοπάτια…
Μου αρέσει να τα ανακατεύω όλα αυτά (γελάει). Είμαστε απλώς κινηματογραφιστές, διηγούμαστε απλώς ιστορίες. Εννοείται πως το να συνεργάζεσαι με Χολιγουντιανούς σταρ είναι πολύ διαφορετικό. Όπως και η παραγωγή είναι πολύ διαφορετική. Μεγάλη ομάδα, “χιλιάδες” άνθρωποι… Είναι κάτι πολύ στέρεο, πολύ οργανωμένο, το κάθε τι είναι στην ώρα του, προσφέρει, φυσικά, διαφορετικές προκλήσεις. Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με σταρ του Χόλυγουντ. Είναι απόλυτα επαγγελματίες, εξαιρετικοί ηθοποιοί και υπέροχοι άνθρωποι. Έχω κάνει δύο ταινίες με τον Christian Bale, τρεις με τον Matt Damon…
Όμως το δημιουργικό κομμάτι είναι το ίδιο όπου και να είσαι, σε μικρή ή μεγάλη παραγωγή. Στο τέλος αυτό που μετράει είναι το κάδρο, ο φωτισμός, οι κινήσεις, η θέση της κάμερας. Η Nebraska του Alexander Payne για παράδειγμα (Σ.Σ. για την οποία είχε λάβει την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ), για το Χόλυγουντ είναι μικρή παραγωγή, αλλά για τα δεδομένα της Ελλάδας είναι big budget. Όπως και να έχει λοιπόν, τα σημαντικά πράγματα στο τέλος είναι τα ίδια. Το πώς κυλάει η αφήγηση, το πώς θα αιχμαλωτίσεις τις μεγάλες ερμηνείες. Και, βέβαια, είναι πάντα όμορφο να κάνεις αυτές τις μικρές παραγωγές. Το καταχάρηκα το «Light Falls»…
Τα πάντα είναι να μην έχεις ρουτίνα, να μπορείς να κάνεις διαφορετικά πράγματα – για αυτό επιλέξαμε αυτό το επάγγελμα. Τίποτα δεν είναι το ίδιο ποτέ –αυτή είναι η ομορφιά του… Κάθε φορά είναι νέα ομάδα ανθρώπων, καινούργια χώρα. Θα μπορούσα να έχω γίνει αρχιτέκτονας, σχεδιαστής. Αγαπώ πολύ το σχέδιο, το industrial design. Ανησυχούσα όμως μήπως έπρεπε να είμαι σε ένα γραφείο, να κάνω το ίδιο πράγμα κάθε μέρα.
Είναι δύσκολο βέβαια, ειδικά όταν έχεις οικογένεια. Ταξιδεύεις συνέχεια, πρέπει να ισορροπείς την προσωπική σου ζωή. Αλλά αξίζει… Είμαστε όπως οι άνθρωποι του τσίρκου. Ένα είδος ανθρώπων του τσίρκου. Δεν είναι δουλειά για τον καθένα. Δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας. Προσωπικά, περνάω υπέροχα. Βρέθηκα στη Γεωργία πρώτη φορά το 1999, με την ταινία 27 Missing Kisses της Nana Djordjadze. Και μετά πήγαμε στις Κάννες –ήταν μαγευτικά…
Δεν μπορώ να πω ότι θα επιθυμούσα να κάνω μόνο μικρές ανεξάρτητες ταινίες στην Ευρώπη. Ίσως να με ενοχλούσε καθώς υπάρχουν πολλά προβλήματα. Μου αρέσει να ξέρω πως όταν πούμε «πάμε!» σε μια ταινία, όντως θα την κάνουμε. Δεν μου αρέσει να περιμένω, να μην ξέρω τι θα γίνει… Πρέπει να είναι πολύ απογοητευτικό και νιώθω άσχημα για τους Έλληνες κινηματογραφιστές. Είναι τόσο δύσκολο να βρεις τα χρήματα και, στο μεταξύ, να περιμένεις… Οπότε ναι, από μία πλευρά είναι ωραία να είσαι στο Χόλυγουντ. Είναι βιομηχανία κινηματογράφου, βγάζουμε καλά χρήματα. Είναι όμορφο να βγάζεις τα προς το ζην, κάνοντας αυτό που αγαπάς.
Τα παιδιά μου μού λένε «άσε καλύτερα να μη γίνουμε καλλιτέχνες γιατί οι καλλιτέχνες δεν βγάζουν λεφτά». «Μα εγώ βγάζω καλά χρήματα με την τέχνη μου», τους λέω, «Εσύ δεν είσαι αληθινός καλλιτέχνης», μου απαντούν. Εννοούν δεν είμαι ζωγράφος (γελάει). Νιώθω εξαιρετικά τυχερός. Θα έκανα αυτό που κάνω και δωρεάν ξέρετε!
Ακόμη λοιπόν μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη «Δίκη των 7 του Σικάγου». Πώς νιώθετε; Ίσως το πάρετε αυτή τη φορά…
Αποκλείεται. Θα το πάρουν το Nomadland ή το Mank. Φυσικά με τιμά πολύ που είμαι στο top 5. Να πω την αλήθεια, ήταν πολύ μεγάλη έκπληξη για μένα η υποψηφιότητά μου. Εννοείται νιώθω τιμή και χαρά –ειδικά για την ASC (American Society of Cinematographers), την Ένωση Αμερικανών Κινηματογραφιστών που μας ψηφίζει. Είμαι χαρούμενος… όπως πέρυσι ήμουν απογοητευμένος, καθώς το περίμενα πολύ περισσότερο, για το Ford v Ferrari. Είχα τόσες υποψηφιότητες για σημαντικά βραβεία –BAFTA, American Society of Cinematographers, Critics Choice. Αν η ταινία έβγαινε φέτος, κατά πάσα πιθανότητα θα το έπαιρνα. Είναι μια όμορφη ταινία και σίγουρα φωτογραφικά είχε πολλή πιο πολύπλοκη δουλειά από τη «Δίκη των 7».
Είναι ωραίο να έχεις κάνει μια ταινία στην οποία το κοινό έχει ανταποκριθεί. Στο τέλος κανείς δεν θυμάται ποιος διευθυντής φωτογραφίας πήρε το Όσκαρ. Όλοι θυμούνται όμως τις καλές ταινίες. Για παράδειγμα το In the Mood for Love είναι μια όμορφη ταινία. Ο Christopher Doyle που την έκανε δεν έλαβε ποτέ στην πορεία του υποψηφιότητα. Το ξέρεις ότι αυτό δεν έχει σημασία. Ο Robby Müller, ξέρετε Paris Texas (Σ.Σ. Dead Man, 24 Hour Party People), επίσης δεν ήταν ποτέ υποψήφιος.
Πολλοί δεν πήραν ποτέ υποψηφιότητα και ήταν κορυφαίοι. Απλώς ένα Όσκαρ, είναι πάντα ένα Όσκαρ…
Φυσικά! Κοιτάξτε… είμαστε σε αυτή τη δουλειά. Και είναι μια δουλειά ονείρων. Και το Όσκαρ είναι όπως το Ολυμπιακό μετάλλιο. Είναι υπέροχο! Θα ήθελα να κερδίσω κάποτε; Φυσικά! Αν και μπορεί να λέω «Ω, τα Όσκαρ!… είναι ποιος ψηφίζει ποιον… και τι ξέρουν αυτοί που ψηφίζουν… και μπλα μπλα μπλα». Ξέρετε, αν κάποιος μου το δώσει θα είμαι πολύ χαρούμενος και θα χαίρομαι να το έχω εδώ πίσω μου, γελάει και δείχνει το ράφι πάνω από το τζάκι.
Υπάρχουν και αρκετοί Έλληνες -ή με ελληνική καταγωγή-, υποψήφιοι τα τελευταία χρόνια… Ο Γιώργος Λαμπρινός, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Alexander Payne, ο Alexandre Desplat…
Ο Desplat είναι υποψήφιος σχεδόν κάθε χρόνο… Θα ήταν και ο Θύμιος Μπακατάκης αν είχε κάνει την Ευνοούμενη. Ναι. Είμαστε μια μικρή χώρα αλλά έχουμε υπέροχο υλικό. Πολύ καλούς καλλιτέχνες. Δυστυχώς, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες είναι περιορισμένες. Με ανησυχεί το γεγονός ότι όταν κάποιος καταφέρει να ξεχωρίσει διεθνώς, να καθιερωθεί, τότε θα φύγει από την Ελλάδα να εργαστεί στο εξωτερικό. Όχι μόνο στον κινηματογράφο. Εννοώ, έχουμε θαυμάσιους μηχανικούς, γιατρούς. Πάνε να σπουδάσουν στη Βοστώνη, και μένουν στη Βοστώνη. Πάνε να σπουδάσουν στη Γερμανία, μηχανικοί -και μένουν στη Γερμανία. Δεν τους κατηγορώ. Κι εγώ το ίδιο έκανα. Όπως ο Λάνθιμος που τώρα ζει και δουλεύει στην Αμερική, ο Γιώργος Λαμπρινός που ζει στο Παρίσι. Μάλιστα τον γνώρισα πέρσι στη Δεξαμενή. Ξέρουμε ο ένας τον άλλο στην Ελλάδα, είναι μικρή η κινηματογραφική κοινότητα. Έκανε εξαιρετική δουλειά στον Πατέρα. Πολύ καλή ταινία πραγματικά!
Μακάρι να δημιουργηθούν καλές ευκαιρίες, ώστε να αξίζει να μείνεις στην Ελλάδα, να μπορείς να ζεις την οικογένειά σου, να βγάζεις καλά χρήματα -σύμφωνα με τα διεθνή standards εννοώ.
Ποια είναι η γνώμη σας για όλη αυτή την κατάσταση με τον ιό και τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στο χώρο της τέχνης; Θα ξαναβγούμε στο φως;
Πιστεύω πώς ναι, υπάρχει ελπίδα. Κάποιος το συνέκρινε με τη δεκαετία της ποτοαπαγόρευσης, τότε που οι άνθρωποι διψούσαν να βγουν έξω, να ξαναγυρίσουν στην παλιά τους ζωή. Ειδικά η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει εύκολα αυτή την κατάσταση. Το να βλέπεις τους Αθηναίους να κλείνονται σπίτι στις 9 το βράδυ ή στις 7 το απόγευμα τα Σαββατοκύριακα, είναι σίγουρα πολύ δύσκολο. Το ίδιο συμβαίνει και στη Γεωργία, όπου επίσης οι άνθρωποι είναι πολύ κοινωνικοί. Τουλάχιστον στην Ελλάδα έχουμε καλοκαίρι, έχουμε θερινά σινεμά… υπάρχει ελπίδα να ανοίξουν αν εμβολιαστούν αρκετοί. Στην Καλιφόρνια πλέον έχουν γυρίσει στην κανονικότητα, τα εστιατόρια έχουν ανοίξει. Όχι μόνο εκεί αλλά και σε πολλά ακόμη μέρη, όπως στη Φλόριντα. Κι αυτό επειδή έχουν εμβολιαστεί πολλοί. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πια, δεν υπάρχει συνωστισμός στις ΜΕΘ. Δεν γίνεται να σταματήσουμε να ζούμε. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το σινεμά βέβαια, είναι μικρό σε σχέση με το τεράστιο θέμα της πανδημίας που αντιμετωπίζει σύσσωμη η κοινωνία.
Ελπίζω πώς οι άνθρωποι θα ξαναγυρίσουν στους κινηματογράφους. Ήδη ξέρω ότι κάποιοι πάνε. Αλλά πιστεύω επίσης πως οι υπηρεσίες streaming, το Netflix, η Disney, η Amazon έχουν γίνει φοβερά δημοφιλείς. Πολλοί έχουν γραφτεί συνδρομητές. Ακόμη κι εγώ που σχεδόν ποτέ δεν έβλεπα κάτι στο Netflix, την τελευταία χρονιά είδα το The Queen‘s Gambit και το The Last Dance. Πολλοί αγόρασαν μεγαλύτερες και καλύτερες τηλεοράσεις. Τείνει να γίνει κανονικότητα αυτό…
Όμως υπάρχουν ταινίες, όπως ο Indiana Jones, που δεν είναι δυνατόν να τις δεις στο διαδίκτυο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αρκετές ενώ είναι έτοιμες, δεν κυκλοφορούν. Όπως ο νέος James Bond, το Dune… Όλοι νιώθουμε την ανάγκη να πάμε σινεμά. Κι ελπίζω να μην είναι μόνο για ταινίες της Marvel και περιπέτειες σαν τον Spider-Μan και τους άλλους superheroes. Αλλά και για κάποιες όμορφες κινηματογραφικές εμπειρίες που οι νέες γενιές θα νιώθουν ακόμη το πάθος να πάνε να δουν στην αίθουσα. Φτιάχνουμε ταινίες για τους κινηματογράφους. Ακόμη και την «Δίκη των 7 του Σικάγου» που την αγόρασε το Netflix, την τράβηξα για την μεγάλη οθόνη. Βέβαια, είμαι χαρούμενος που την πήρε και έτσι προβλήθηκε πέρσι τον Σεπτέμβριο –υπήρχε λόγος, ήταν σημαντικό να προβληθεί πριν τις εκλογές. Είναι μια πολιτική ταινία, δυστυχώς πολύ σχετική και επίκαιρη με όσα συμβαίνουν στην Αμερική, με το κίνημα Black Lives Matter, τον Trump και όλα τα υπόλοιπα. Αν έβγαινε σε μικρή διανομή δεν νομίζω ότι θα πήγαιναν πολλοί να την δουν.
Τι γίνεται πιστεύετε τώρα στην Αμερική, με όλα όσα συνέβησαν με τον Trump και δυστυχώς συνεχίζουν…
Ξέρετε, τα πράγματα στην αμερικανική κοινωνία των 330.000.000 κατοίκων, είναι πολύπλοκα. Είναι δύσκολο ίσως να το καταλάβετε αυτό στην Ελλάδα των 10.000.000 κατοίκων. Είναι μια κοινωνία πολυποίκιλη, πολυπολιτισμική, με πολλά διαφορετικά επίπεδα στην οικονομία, την κουλτούρα κλπ. Δεν είναι εύκολο να πεις ότι η αμερικανική κοινωνία μοιάζει με αυτό ή με εκείνο. Μόνο στην Καλιφόρνια, η Ισπανόφωνη μειονότητα είναι πάνω από το 50%. Η οικονομία της Καλιφόρνιας είναι νομίζω μεγαλύτερη από εκείνη της Ιταλίας! Και μετά έχεις μέρη όπως η Αλαμπάμα ή ο Μισισιπής, όπου έχω ταξιδέψει για την ταινία Walk the Line για τον Johnny Cash και η κατάσταση είναι λες και βρίσκεσαι στον τρίτο κόσμο! Ειδικά ένας Ευρωπαίος που ταξιδεύει στην Αμερική μπορεί να πει «που βρίσκομαι; Στην Αφρική;». Η διαφορά μεταξύ των υπερβολικά πλούσιων και των φτωχών είναι απίστευτη. Πριν λίγες μέρες άκουσα ότι οι 50 πλουσιότεροι Αμερικανοί κρατούν στα χέρια τους το 50% του πλούτου της χώρας! Οι πενήντα πλουσιότεροι άνθρωποι κρατούν το 50% απέναντι στους υπόλοιπους 300.000.000! Είναι απλώς παράλογο! Εννοείται λοιπόν ότι η χώρα έχει προβλήματα. Και ο Trump πραγματικά κατάφερε να τη διχάσει. Ζω στην Αμερική 30 χρόνια. Ζω σε ένα πολύ φιλελεύθερο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας. Εννοώ, ζω στο Χόλυγουντ και δουλεύω με καλλιτέχνες και κινηματογραφιστές. Υπάρχει μια μεγάλη Εβραϊκή κοινότητα, μια μεγάλη Αφροαμερικανική κοινότητα –πολύ ελεύθερα όλα. Και μετά είναι η Νέα Υόρκη. Αυτά όμως δεν είναι η αληθινή Αμερική. Προσωπικά έχω την εμπειρία ή έχω γίνει μάρτυρας ελάχιστων περιστατικών ρατσισμού -δεν λέω ότι δεν υπάρχει. Απλώς όταν ταξιδεύεις στην υπόλοιπη Αμερική τότε αντιλαμβάνεσαι ότι εκεί είναι ένας άλλος, διαφορετικός κόσμος. Ακόμη κι αν αλλάζεις μόνο αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ντάλλας για παράδειγμα, νιώθεις ότι ζουν άλλου είδους άνθρωποι εκεί…. Δεν είναι, όπως λέμε, από Αθήνα πάω Θεσσαλονίκη, πάω Σπάρτη.
Πόσο πολίτης του κόσμου νοιώθετε; Έλληνας πατέρας, Γερμανίδα μητέρα, μένετε στην Αμερική, αλλά και στην Ελλάδα των παππούδων σας και την Γεωργία, πατρίδα της συζύγου σας. Ταξιδεύετε συνέχεια, μιλάτε ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά…
Ω ναι, έχω ελληνικό, αμερικανικό και γερμανικό διαβατήριο. Φυσικά έχω κάποιες επιρροές από την Γερμανία όπου μεγάλωσα. Δεν επιθυμώ να ζήσω εκεί αλλά δεν νομίζω ότι είναι άσχημο να συνδυάζεις λίγη γερμανική με λίγη ελληνική νοοτροπία. Αν και οι Έλληνες με τους Γερμανούς έχουν μια σχέση αγάπης-μίσους (γελάει).
Στην καρδιά μου νιώθω όντως Έλληνας. Ήμουν παιδί εκεί, ο πατέρας και οι παππούδες μου είναι από εκεί. Η Ελλάδα ήταν μαγευτική για μένα στη δεκαετία του ’70, όταν έγινα 16 και ταξίδευα μόνος στα νησιά ή την πρώτη φορά που πήγα στην Πελοπόννησο στα 18 μου, πάνω σε μηχανή. Είναι όντως η ομορφότερη χώρα στον κόσμο. Είναι αυτός ο συνδυασμός ομορφιάς και πολιτισμού. Το φαγητό, η κουλτούρα, το χιούμορ, η ιστορία. Και το φως, το νερό, μοναδικά επίσης…
Ταξίδεψα σε πολλά μέρη, το Νεπάλ, την Ινδία, την Καραϊβική, την Λατινική Αμερική, την Αφρική… Πανέμορφα μέρη, μαγευτικά επίσης, απέκτησα νέες εμπειρίες. Όμως δεν ένιωσα την ίδια σχέση με την κουλτούρα τους. Αν με ρώταγαν πού θα ήθελες να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου, πού θα ήθελες να πεθάνεις, θα έλεγα στην Ελλάδα… Ζω εκεί, στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, ταξιδεύω στα νησιά. Θέλω τα παιδιά μου να την αγαπήσουν επίσης.
Ο πατέρας σας ήταν ο Φαίδωνας Παπαμιχαήλ, θείος σας ο μοναδικός John Cassavetes. Τι σας έμαθαν για το σινεμά, που κρατήσατε μέσα σας για πάντα;
Ο Cassavetes δεν έμοιαζε με κανέναν! Εξερευνούσε τα συναισθήματα, “χρησιμοποιούσε” την οικογένεια και τους φίλους, με πολύ προσιτό κι εμπνευσμένο τρόπο. Όλα είχαν να κάνουν με τον άνθρωπο, τα συναισθήματα και την αγάπη –όχι με την τεχνική, δεν ήταν πολύ καλός σε αυτό το κομμάτι.
Δούλεψα και με τον γιο του, τον Nick, στην πρώτη του ταινία Unhook the Stars (1996), με την Gena Rowlands και τον Gérard Depardieu κι ο πατέρας μου ήταν σκηνογράφος. Το ένιωσα σαν οικογενειακή υπόθεση, ήταν πολύ όμορφο.
Να πω την αλήθεια δεν ξεκίνησα την πορεία μου μαζί τους, δεν βρήκα τον δρόμο μου μέσα από εκείνους, γιατί αυτό που ήθελα να κάνω ήταν πολύ περισσότερο “τεχνικό” από αυτό που τόσο ο πατέρας μου όσο και ο John Cassavetes θα καταλάβαιναν ποτέ. Ήταν άλλου είδους κινηματογραφιστές. Στην ουσία, ακολούθησα τον δικό μου, πολύ διαφορετικό, δρόμο, που πέρναγε μέσα από τον Roger Corman.
Από την άλλη, δεν νομίζω να ξεκινούσα -μόνος εγώ με μια βαλίτσα- για την Αμερική, να προσπαθήσω να γίνω κινηματογραφιστής, αν δεν ήξερα ότι εκεί, ήταν εκείνοι … Ήμουν πολύ μικρός, 23 χρονών, τότε που μετακόμισα στην Αμερική-, πέρναγα χρόνο μαζί τους. Κι αυτό ήταν μια σπουδαία εισαγωγή στο τι σημαίνει κινηματογράφος. Αλλιώς το μόνο που βλέπεις είναι ποιο είναι το σύστημα του στούντιο, κάτι πολύ τρομακτικό. Είχες αυτούς τους δημιουργούς που απλώς έκαναν ταινίες στο σπίτι. Και τότε συνειδητοποιούσες ότι σινεμά δεν είναι το budget ή το πόσο κορυφαίο εξοπλισμό έχεις…