«Το περασμένο καλοκαίρι ο διεθνούς φήμης τραγουδιστής της ποπ Μάικλ Τζάκσον, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 2009, με επισκέφτηκε στο σπίτι μου, που βρίσκεται σε μια συνοικία κοντά στο κέντρο της πόλης». Όταν διάβασα την πρώτη πρόταση του καινούργιου μυθιστορήματος του Δημήτρη Σωτάκη σκέφτηκα «εδώ είμαστε». Άλλωστε έχω καταλήξει με τα χρόνια ότι ένας έμπειρος αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί το πόσο θα του αρέσει ένα βιβλίο από την αρχική, κιόλας, αράδα. Τον Δημήτρη τον συνάντησα στο Μετς, μιλήσαμε και γελάσαμε πολύ, τόσο που δεν ξέρω πόσο καλά μπορεί να αποτυπωθεί στη συνέντευξη που ακολουθεί. Η συζήτηση ξεκίνησε με μια γλωσσική παρεξήγηση/ αστεϊσμό σχετικά με μια πρόταση που υπάρχει στο “αυτί” του βιβλίου. Κυκλοφορεί σε Γαλλία, Τουρκία, Σερβία, Σκόπια και Ταϊβάν. «Μόνο εκεί μπορεί να σε πετύχει κανείς;» τον ρωτάω και γελάμε. «Προφανώς μιλάει για το Θαύμα της αναπνοής (Κέδρος, 2009) αλλά ναι, μη με ψάξεις στη Γερμανία. Αφού το λέει ξεκάθαρα ότι δε συχνάζω εκεί». Συνεχίζουμε στο ίδιο πνεύμα και αναφέρουμε φράσεις που αναλόγως με το πώς θα τις προφέρεις αλλάζει εντελώς το νόημα. Φέρνει για παράδειγμα τη φράση «Λίγα λόγια για το έργο μας», που υπήρχε στο πρόγραμμα ενός θεατρικού έργου, και την προφέρει και καλά απειλητικά ή το «Σιγά τις πόρτες» που υπάρχει στα ταξί, και το προφέρει απαξιωτικά. Το κλίμα έχει ζεσταθεί, έφτασε η ώρα να τον ρωτήσω πώς στο καλό του ήρθε η ιδέα να αναστήσει τον Μάικλ Τζάκσον.
Γιατί ήταν ο Μάικλ Τζάκσον που χτύπησε την πόρτα του ήρωα; Α, δεν έχει σημασία. Περισσότερη σημασία έχει η συνθήκη μέσα στην οποία κινήθηκε όλο το μυθιστόρημα. Δηλαδή ο Μάικλ Τζάκσον είναι ένα πρόσωπο που δε θα χτυπούσε την πόρτα αυτού του ήρωα ή πιο σωστά που ποτέ δε θα χτυπούσε την πόρτα κάποιου και ακριβώς αυτή η αλλόκοτη, παράδοξη συνθήκη είναι που δυναμιτίζει την ιστορία. Θα μπορούσε να είναι ο Έλβις ή ο Τζον Λένον, αλλά είναι ο Μάικλ. Που είναι μια αγαπητή αλλά και γραφική φιγούρα, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.
Ο κεντρικός χαρακτήρας αναρωτιέται γιατί ο Μάικλ διάλεξε αυτόν. Προσελκύουμε πρόσωπα και καταστάσεις ανάλογα με το ποιοι είμαστε; Νομίζω ναι. Τα ομώνυμα έλκονται και όχι τα ετερώνυμα. Σαφέστατα και αναπτύσσουμε πολλούς συναισθηματικούς δεσμούς με ανθρώπους στους οποίους αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Μας ελκύουν άνθρωποι με τα ίδια προβλήματα, με τις ίδιες ψυχικές και υπαρξιακές ανησυχίες. Θέλουμε πολλαπλούς εαυτούς δίπλα μας, παράλληλους με εμάς. Και στο βιβλίο αποδεικνύεται ότι ο Μάικλ Τζάκσον έχει πολλά κοινά στοιχεία με έναν άγνωστο άντρα που η μεγαλύτερη του επιθυμία είναι να αυτοκτονήσει.
Και σε αυτό το βιβλίο σου και σε άλλα κυριαρχεί ένας σουρεαλιστικός τόνος. Ο σουρεαλισμός της πραγματικής ζωής σε ηρεμεί ή σε αναστατώνει; Θα έλεγα ότι τα βιβλία μου χαρακτηρίζονται περισσότερο από παράδοξα και παράλογα στοιχεία κι όχι ακριβώς σουρεαλιστικά. Υπάρχει βέβαια ένας γλωσσικός σουρεαλισμός αλλά αυτό που συμβαίνει στα βιβλία μου θα το χαρακτήριζα αγέλαστη κωμωδία
Δεν έχω πρόβλημα, προσαρμόζω την ερώτηση. Η παραδοξότητα στην πραγματική ζωή σε ηρεμεί ή σε αναστατώνει; Η παραδοξότητα, αν και μπορεί να γεννήσει πολλές ανησυχίες και απροσδόκητες καταστάσεις, όχι πάντα ευχάριστες, με ανασταίνει. Η μη παραδοξότητα, η κανονικότητα, ένας ρυθμός πολύ φυσιολογικός, που βέβαια ώρες ώρες μας βολεύει και τον χρειαζόμαστε, με σκοτώνει. Χωρίς παράδοξο και χωρίς έκπληξη δεν μπορώ να ζήσω αυτή την μέτρια ζωή που ζούμε, ούτως ή άλλως, όλοι.
Περίγραψέ μου ένα παράδοξο γεγονός που έχεις ζήσει και κατόπιν συνειδητοποίησες ότι αντιπροσωπεύει την οπτική σου για τα πράγματα. Τα παράδοξα περιστατικά που μας συμβαίνουν, στην πραγματικότητα μπορεί να μη μας συμβαίνουν ακριβώς έτσι. Είναι το δικό μας φίλτρο που τους δίνει νέα διάσταση. Πολλές φορές δυναμιτίζουμε ένα περιστατικό, το εμπλουτίζουμε με πολλά στοιχεία ενώ μπορεί να μην είναι τόσο συγκλονιστικό στα μάτια του διπλανού. Εμείς «γεννάμε» παράδοξα περιστατικά ή δίνουμε το έναυσμα για να συμβούν. Δηλαδή το γεγονός μπορεί να έχει συμβεί αλλά η οπτική μου γωνία είναι τόσο αλλοιωμένη σε σχέση με το πραγματικό γεγονός που εγώ σώνει και καλά θέλω να το βλέπω όπως θέλω να το βλέπω. Είναι πολύ ενδιαφέρον καθώς, ορισμένες φορές, υπάρχει ένα στοιχείο απάτης ή οφθαλμαπάτης, ψυχικής ανισορροπίας ή επιθυμίας να γεννήσεις κάτι. Να ένα περιστατικό: Ήμουν πεπεισμένος ότι ένας συμμαθητής μου από το γυμνάσιο είχε πεθάνει, είχα δει το κηδειόχαρτο με το όνομα και το επώνυμό του, δεν τον έβλεπα πουθενά στη γειτονιά, είχαμε χάσει κάθε επαφή και μάλιστα το συζητούσα και με παλιούς συμμαθητές, και πρόσφατα τον είδα σε μια καφετέρια και έπινε φραπέ. Εγώ είχα θεωρήσει ότι είχε πεθάνει, αναπαρήγαγα μάλιστα την είδηση του θανάτου του, μου πήγαινε με άλλα λόγια αυτό το σενάριο και το πίστεψα.
Του μίλησες; Όχι. Πώς να μιλήσω σ’ έναν νεκρό άνθρωπο;
Το τελευταίο βιβλίο σου έχει εξομολογητικό χαρακτήρα. Πόσο θάρρος χρειάζεται ένας συγγραφέας για να εκθέσει έτσι τη ζωή του σε γνωστούς και αγνώστους; Το στοιχείο που σχεδόν με ώθησε να το κάνω αυτό είναι το στοιχείο της κόπωσης. Έχω ήδη γράψει κάποια έργα που λειτουργούν περισσότερο με την κλασική μορφή ενός μυθιστορήματος, έχω κατά κάποιο τρόπο αποδείξει ποιος είμαι, οπότε απελευθερώθηκα. Δεν με ενδιέφερε πια να είμαι μόνο storyteller απλώς ήθελα να δημιουργήσω μια ζωική μάζα ειλικρίνειας. Ήμουν έτοιμος. Αλλά χρειαζόταν πρώτα να εξαντληθώ, να εξοντωθώ και να πω: δεν μπορώ άλλο πια να γράψω μια στρωτή ιστορία. Κουράστηκα να έχω άμυνες. Οπότε απελευθερώθηκα και άρχισα να χώνω.
Είναι ο καλλιτέχνης ένα άτομο με αυτιστικά στοιχεία που προσπαθεί να επικοινωνήσει αυτό που είναι μέσω του έργου του. Δεν πιστεύω σε μια σαφή εικόνα του καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος που ζει κάπου, είτε απομονωμένος είτε μέσα στον κοινωνικό ιστό. Δεν πιστεύω ότι σώνει και καλά υπάρχουν κοινά στοιχεία σε όλους τους καλλιτέχνες. Κάποιοι ναι, είναι αλήθεια ότι έχουν αυτιστικά στοιχεία και τους αγαπώ πολύ αλλά υπάρχουν και άλλοι που είναι αστικά, συμμετοχικά όντα, που είναι πολύ ζωηροί και κοινωνικοί και έχουν μια άλλη οπτική γωνία για το τι είναι τέχνη και το τι θέλουν οι ίδιοι να πουν.
«Έτσι θα πάμε μέχρι το τέλος γεμάτοι πληγές και επιθυμίες.» Είναι μια φράση που υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Είναι αυτό θετικό ή αρνητικό; Δεν είμαι ποτέ αρνητικός. Είμαι γεμάτος ζωή και ό,τι σκοτεινό περιγράφω στα κείμενα μου είναι πάντα έναυσμα για ζωή και όχι παραίτηση ή θάνατος. Ο θάνατος για εμένα είναι όχημα για ζωή. Επειδή ξέρεις ότι κάποια στιγμή αυτό θα τελειώσει λες «ας γεμίσουμε τουλάχιστον με ομορφιά αυτό το κενό», διότι αλλιώς είσαι ζωντανός-νεκρός και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ανάμεσα μας. Η επιθυμία με τρέφει και όχι τόσο το όνειρο καθώς μεγαλώνω, δηλαδή γερνάω. Όσο λειτουργεί η επιθυμία είμαστε ζωντανοί. Όσο λειτουργούν δηλαδή οι αισθήσεις μας, που είναι η μοναδική ελπίδα, και θέλουμε να αγγίξουμε τη σάρκα ενός κοριτσιού, να φάμε ένα ωραίο φαγητό, να δούμε ένα τοπίο. Πιστεύω στις αισθήσεις γιατί εάν αυτές δεν λειτουργούν η ευφορία ή η δυσφορία παύουν να υπάρχουν σαν έννοιες.
«Βάλτε μου έναν καλό βαθμό και θα σας χορεύω όλη τη νύχτα.» Είναι η ανάγκη της αποδοχής που μας οδηγεί να κάνουμε ότι κάνουμε; Η ζωή είναι διαγωνισμός. Είναι απαράδεκτο βέβαια αυτό, μεγάλη ξεφτίλα. Είναι κάτι που σιχαίνομαι. Ο καθένας προσπαθεί καθημερινά να αποδείξει πόσο καλά τα πήγε για να κοιμηθεί ήσυχα το βράδυ, ότι τα κατάφερε και σήμερα, πήρε το βαθμό του, όλα πολύ ωραία, γάμησε ωραία, έχει λεφτά. Μπορεί να ακούγεται κλισέ αλλά δυστυχώς ισχύει. Η ζωή δεν είναι διαγωνισμός και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει απόλαυση και στην ήττα. Δεν προσφέρει μόνο η νίκη τη χαρά. Άλλωστε η ήττα είναι επαναπροσδιορισμός, είναι δραπέτευση από αυτό που ήμασταν μέχρι τώρα.
Νιώθουν οι άνθρωποι την ανάγκη να βάλουν τη ζωή τους σε μια σειρά, να χωρέσουν στα κοινωνικά καλούπια κι ας ασφυκτιούν; Πράγματι. Σχετικά πρόσφατα ήπια ένα καφέ με έναν παλιό φίλο, απ’ αυτούς που ξέρεις ότι δεν έχεις πια κανένα κοινό μαζί τους, αλλά συντηρείς μια τυπική σχέση. Θυμόμουν ότι αυτό που δε μου άρεσε ήταν η τετραγωνισμένη του σκέψη, ότι όλα τα τακτοποιούσε με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο στο κεφάλι του. Τη μέρα που τον είδα, λοιπόν, βρισκόμουν σε κακή διάθεση κι εκείνος με ρώτησε τι μου συμβαίνει. Του απάντησα ότι ήμουν πεσμένος γενικά, χωρίς συγκεκριμένη αφορμή. Τότε μου είπε “Αποκλείεται, για να τα βάλουμε κάτω, να τα δούμε ένα ένα “κοινωνικά” “ερωτικά” “οικονομικά” “οικογενειακά” “σωματικά”. Σκέφτηκα να διαλέξω κατηγορία “Γεωγραφία”, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν υπήρχε.
«Κατασπαράσσουμε τον χρόνο όπως μας κατασπαράσσει κι αυτός.» Ναι, ο χρόνος είναι κάτι που με αφορά. Και όχι ο θάνατος τόσο. Πιστεύω στην κατάργηση του χρόνου, πιστεύω ότι είναι μια καθαρά διαδικαστική συνθήκη ο χρόνος. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι χρόνος μπλέκεται, τώρα είμαι εδώ, σε δύο χρόνια είμαι κάπου, είμαι βρέφος, είμαι πεθαμένος. Στη δική μου συνείδηση όλα είναι μια ονειρική κατάσταση. Ενστερνίζομαι τη στερεοτυπική αλλά πολύ όμορφη άποψη ότι όλοι είμαστε ήρωες στο όνειρο κάποιου άλλου.
Στο κεφάλαιο Πόλεμος κάνεις σαφή αναφορά σε μια επίθεση που δέχεται η κοινωνία από τους φασίστες. Πώς προέκυψε αυτό; Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου γράφτηκαν τότε που υπήρχε η μεγάλη έξαρση επεισοδίων με τη Χ.Α., τον Σεπτέμβριο του ’13 και ήθελα οπωσδήποτε να κάνω αναφορά σε αυτό και να δώσω το στίγμα μου για όσα με έκαιγαν. Ήθελα να αναφερθώ στην ντροπή αυτής της χώρας, σε αυτό το μίασμα και ήθελα να γράψω ότι ναι, μας επιτέθηκαν οι φασίστες αλλά τελικά εμείς επιζήσαμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν.
Έχεις φόβο ότι θα μπορούσε ποτέ η Χ.Α. να αναρριχηθεί στην εξουσία; Όχι. Πιστεύω ότι είναι καταδικασμένοι να ηττηθούν. Κάτι που είναι ήδη στον πυρήνα του πεθαμένο, θα πεθάνει τελειωτικά.
Ως συγγραφέας πώς νιώθεις για το κλείσιμο του Ε.ΚΕ.ΒΙ.; Είναι ένα πολύ ωραίο νέο, αφού τώρα ο Σαμαράς και οι φίλοι του θα μπορούν μόνοι τους να διαβάζουν όλα τα βιβλία που βγαίνουν και να μας ενημερώνουν αν τους έρθει καμία καλή ιδέα. Είναι ντροπή και αίσχος, βέβαια, το κλείσιμο του Ε.ΚΕ.ΒΙ., μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβεί αυτό, είναι για γέλια, πραγματικά, αυτή η ιστορία.
Πώς θα χαρακτήριζες το ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Θα το χαρακτήριζα άναρχο. Σαφώς υπάρχουν πολλοί βιβλιοφάγοι, γνώστες της λογοτεχνίας, άνθρωποι που αγαπούν τη γραφή, διακρίνουν και αναζητούν το ύφος, τις ιδέες, ξέρουν την κλασική λογοτεχνία, αλλά επίσης είναι ανοιχτοί σε κάθε ενδιαφέρουσα νέα πρόταση. Αυτοί είναι-κατά κάποιο τρόπο-οι ιδανικοί αναγνώστες. Την ίδια ώρα, υπάρχουν κάποιοι που αγοράζουν βιβλία στην τύχη, διαβάζουν ότι διαβάζει κάποιος γύρω τους, αφού οι ίδιοι δεν έχουν την ικανότητα ή ακόμα τη διάθεση να ψάξουν λίγο παραπάνω το όλο θέμα.
Στη νέα ελληνική λογοτεχνία ποιους ξεχωρίζεις; Τον Χρήστο Αστερίου γιατί είναι ένας αξιοπρόσεχτος storyteller, είδος που δεν υπάρχει ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη γιατί είναι ένας κλασικός Έλληνας συγγραφέας με φαντασία και την Ιωάννα Μπουραζοπούλου, που είναι μια συγγραφέας με πολλή σκέψη, βάθος και ικανότητα να πλάθει ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Έχεις ονειρευτεί ποτέ τον θάνατό σου; Δεν έχω ονειρευτεί το θάνατό μου, αφού δεν πιστεύω στο θάνατο. Ακόμη και ο φόβος του θανάτου έχει σχεδόν εξατμιστεί με τα χρόνια. Η προοπτική του θανάτου είναι πηγή ζωής, όχι με την κλισέ εκδοχή του να ζει κανείς καλά κάτω από έναν ψυχαναγκασμό, αφού μία φορά ζούμε, αλλά επειδή ακόμα κι αν δεχθούμε την ιδέα της εξαφάνισής μας απ’τον κόσμο, αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να απέχουμε από τώρα. Α, όχι, ξέχασα, ονειρεύτηκα στ’ αλήθεια μια φορά ότι είχα πεθάνει και μετά την κηδεία πήγαν όλοι σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Σε εκείνο το σημείο αναστήθηκα για να φάω λίγη πάπια.
Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει εφτά μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Το βιβλίο του «Το θαύμα της αναπνοής» κατέκτησε το βραβείο Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος. Όταν δε γράφει, διδάσκει κινέζικα.