Απ’ το Δελφινάριο ώς την Επίδαυρο και απ’ τον Samuel Becket μέχρι τον Δημήτρη Ψαθά, θα νόμιζες ότι είναι μια κάποια απόσταση, όμως ο Δημήτρης Πιατάς την έχει καλύψει ξανά και ξανά σαν να ‘ναι μια ανάσα. Με δεκαετίες καριέρας πίσω του και φάσμα θεατρικών εμπειριών ικανό να προκαλέσει ίλιγγο, δεν έχει εδραιωθεί απλώς ως ένας απ’ τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς των τελευταίων δεκαετιών, αλλά κι ένας απ’ τους πιο εργατικούς ανθρώπους του εγχώριου θεάματος, σταθερά τολμηρός και πάντα αξιόπιστος ακόμη και στις πιο ρισκέ επιλογές του, με τον τρόπο που καταφέρνει να προσθέτει μια κομψότητα στο γκροτέσκο και μια παιδική αφέλεια στο υπερβολικό.
Φρέσκος απ’ το τέλος άλλης μιας σεζόν επιτυχημένων παραστάσεων του La Nonna στο θέατρο Ακάδημος, ο Πιατάς αυτές τις μέρες έχει επαναφέρει την προσοχή του σε ένα ολότελα καινούργιο τέκνο της καλλιτεχνικής του διαδρομής. Η Πανδημία, ένα project που παλεύει να ολοκληρώσει εδώ και μια πενταετία και «κλείδωσε» το μοντάζ του πρακτικά λίγες ώρες πριν την συνάντησή μας, είναι η πρώτη σεναριογραφική και σκηνοθετική κινηματογραφική δουλειά του Δημήτρη Πιατά, ένα χορταστικό απόσπασμα της οποίας θα αποκαλύψει το Σάββατο στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Γαστρονομικού Κινηματογράφου της Αθήνας, στα πλαίσια του πάνελ Πρόσκληση σε ένα Κινηματογραφικό Γεύμα.
Παρ’ όλα αυτά, αν ρωτήσεις το Google «τι είναι ο Δημήτρης Πιατάς», το πρώτο που θα σου πετάξει είναι ένα ξερό «ο Δημήτρης Πιατάς είναι ένας Έλληνας ηθοποιός», τελεία. Χαίρω πολύ. Άντε, αν κοιτάξεις λίγο πιο κάτω, να μάθεις κι ότι είναι «Έλληνας ηθοποιός, γεννημένος το 1951 στην Αθήνα», πάλι τελεία. Αν κατέβεις κι άλλο, αρχίζουν τα πρώτα κουτσομπολίστικα. Αυτά που έχουν μαζεμένες όλες τις πιπεράτες ατάκες που έχει πει κατά καιρούς, για το πώς η καλλιτεχνική αγορά της Ελλάδας είναι ένα μπακάλικο, το πώς το πρωινάδικο του Κωστόπουλου είναι κατάντια, η τηλεόραση είναι μια ζούγκλα, οι θεατές έχουν κοντή μνήμη και τα τουρκικά σήριαλ είναι υποπροϊόντα. Όλα ωραία και καλά. Ανοίγεις ένα να δεις τι έχει πει, να καταλάβεις λίγο ποιος είναι όταν κατεβαίνει απ’ τη σκηνή.
Ένα απ’ αυτά, πάνω από μια φωτογραφία του, έχει φαρδιά-πλατιά, με πηχυαία γραμματοσειρά ίδια μ’ αυτή του τίτλου της συνέντευξης, μια διαφήμιση για βιβλία για τα UFO στη θρησκεία και την αληθινή ερμηνεία των αγρογλυφικών. Του το λέω και τα χάνει. «Δεν νομίζω να έχω μιλήσει εγώ ποτέ για UFO και θρησκεία», μου λέει. Δεν έχει μιλήσει. Αλλά είναι μια καλή ευκαιρία. Τον ρωτάω ποια θεωρία βρίσκει πιο εύκολα πιστευτή: αυτήν της δημιουργίας του ανθρώπου απ’ τον Θεό, ή αυτήν της εξωγήινης καταγωγής μας. Χαμογελάει. «Αυτό μου θυμίζει τον Erich von Däniken, που ήταν πάρα πολύ στη μόδα τότε που ήμασταν παιδιά των λουλουδιών, κι ο οποίος αναρωτιόταν αν ήταν οι θεοί αστροναύτες. Είχα μια σχέση με τη θρησκεία παλιά, όταν ήμουν μικρός. Ήταν παιδική μου ασθένεια. Τώρα είμαι καλά. Συνήθως αυτό το παθαίνεις βέβαια στην τρίτη ηλικία, που αισθάνεσαι ότι αρχίζεις να αποχαιρετάς και φεύγεις, αλλά επειδή είμαι παράλογος και σουρεαλιστής έτσι κι αλλιώς, το παρουσίασα στο ξεκίνημά μου αυτό το πρόβλημα. Το ξεπέρασα όμως».
Και με πιάνει το κουτσομπολίστικο, να μάθω πώς. «Υπήρξαν θάνατοι, υπήρξαν διάφορα, κι υπήρξε κι αυτό που εμένα με τρομάζει, η μη-μνήμη. Το πόσο εύκολα δηλαδή, ξεπερνάς κάποια πράγματα. Το οποίο είναι και το σωστό να γίνεται δηλαδή, απλώς μετά σκέφτεσαι την ιστορία Alzheimer και πώς αυτό το πράγμα μπορεί να βγει απ’ τα πλαίσια της ασθένειας και να φτάσει και στο επίπεδο ότι με κάθε τρόπο προσπαθείς να θυμηθείς τους προγόνους σου, και καταλήγεις να τους ταυτίζεις με άλλα πρόσωπα. Υπάρχει μια σύγχυση εικόνων, ξέρεις. Άρα, αυτό σημαίνει ότι αρχίζει η μνήμη σιγά-σιγά να σε αποχαιρετάει. Κι ίσως αυτό είναι το πρώτο σημάδι του “αντίο” στη ζωή, αλλά και του τι ακριβώς είναι η ζωή και τι ο θάνατος».
Ωραίος τρόπος να ανοίξεις τη συζήτηση με κάποιον που έχεις μόλις γνωρίσει, αλλά ο Πιατάς δεν φαίνεται να χάνει το κέφι του. Το βλέμμα του παραμένει παιχνιδιάρικο κι έχει ένα ύφος σκανδαλιάς στο χαμόγελό του, όταν μου λέει ότι «μ’ αρέσει που πήγαμε σε μια μεταφυσική συζήτηση. Ζω πολύ μεταφυσικά και ούτως ή άλλως είμαι λίγο Επικούρειος γενικά, και πολύ κοντά στον Woody Allen, που λέει ότι “όταν θα έρθει ο θάνατος, δεν θα είμαι εκεί”, οπότε τι πρόβλημα να έχω εγώ με τον θάνατο; Το πρόβλημα είναι για τον άλλον». Άλλωστε, του υπενθυμίζω, ολόκληρη η ζωή του καλλιτέχνη και του δημιουργού εν γένει, είναι μια διαδικασία της προετοιμασίας της αθανασίας του: αφήνει πίσω του το έργο του, για να εξασφαλίσει ότι δεν θα τον ξεχάσουν. Λάθος υπενθύμιση.
«Όχι, όχι, εγώ δεν θέλω να με θυμούνται. Πίστεψέ με, δεν μ’ αρέσει», ενίσταται. «Κατ’ αρχάς, ξέρω ότι δεν θα με θυμούνται. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το ξέρεις, γιατί αλλιώς θα έχεις πρόβλημα. Δεν με ενδιαφέρει η μνήμη, από μια στιγμή και μετά έχω σταματήσει να μαζεύω φωτογραφίες. Προσπαθώ να απομακρύνω την ιδέα της εικόνας και να αφήνω τη μνήμη να λειτουργεί όσο αντέχει από μόνη της. Να ξαναβρούμε, αν θέλεις, τη φυσική υφή της ιστορίας μας, και να μην μπερδεύεται η χημεία και η φωτογραφία και όλο αυτό το πράγμα, είναι φοβερό. Εμένα με τρομάζει αυτή η ιστορία της εικόνας. Ο Roland Barthes έχει κάνει μια πάρα πολύ ωραία μελέτη για τη φωτογραφία, την οποία θεωρούσε κομμάτι της αθανασίας. Η αθανασία όμως δεν είναι κομμάτι της φύσης μας. Η φύση μας είναι φθαρτή και πρέπει να την αποδεχτούμε. Αυτή είναι και η ομορφιά μας, αν θέλεις».
Περίεργα λόγια από κάποιον που μόλις έχει τελειώσει την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά στο σινεμά, το απόλυτο μέσο καταγραφής της καλλιτεχνικής δημιουργίας από γενέσεως της έννοιας της καταγραφής. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μακρά σχέση με το θέαμα, τόσο ως θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, όσο και ως εμπνευστής των ετήσιων θεατρικών συμποσίων του ΕΚΠΑ στην καρδιά των αθηναϊκών καλοκαιριών. Σε ένα απ’ αυτά τα συμπόσια είχε γνωριστεί μαζί του κι ο Πιατάς. «Είναι φίλος μου πάνω από 15 χρόνια», λέει. «Τον γνώρισα όταν ήταν ακόμη καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Αυτό που με εντυπωσίασε, ήταν ότι φορούσε ένα σκουλαρίκι. Και τον κοίταξα και του είπα “εγώ δεν φοράω σκουλαρίκι, γιατί δεν θα με παίρναν στα σοβαρά ως ηθοποιό. Εσύ καθηγητής φιλοσοφίας και φοράς σκουλαρίκι; Με εντυπωσιάζεις!”. Το σκουλαρίκι το έβγαλε βέβαια όταν έγινε πρύτανης, αλλά το κράτησε μέχρι τότε. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπά το θέατρο πολύ».
Κρατώντας δευτεραγωνιστικό κι αρκετά περιορισμένο χρονικά ρόλο, ο Πιατάς παίζει τον παρουσιαστή μιας κανιβαλιστικής εκπομπής, στην οποία έχει βαλθεί να ξεμπροστιάσει τον χαρακτήρα του Πελεγρίνη αποκαλύπτοντας ότι όλη η καριέρα του ήταν βασισμένη σε μια απάτη. Την ώρα που γινόταν αυτή η συνέντευξη, δεν είχε σκάσει το εξώφυλο του Hot Doc για τα στημένα του Σταύρου Θεοδωράκη, αλλά γενικά πολλά πράγματα δεν είχαν σκάσει όταν ετοιμαζόταν κι η ταινία, πριν από πέντε χρόνια. «Ήθελα έναν πρωταγωνιστή ο οποίος να είναι μια περσόνα σε παρακμή, υπό καταστροφή, και με κάποιο τρόπο άνθρωπος της εποχής μας», εξηγεί ο Πιατάς. «Κάποιος που είχε άλλα όνειρα, ξεστράτησε και τα εκποίησε. Μια περσόνα που θα έφερε από μόνη της αυτού του είδους την έκπτωση. Ο Θεοδόσης βέβαια μετά έγινε διάσημος λόγω αυτών των θεμάτων που ανέκυψαν, αλλά είμαι αθώος γι’ αυτά. Πιθανώς μας βοηθάνε τώρα να ενδιαφέρει η ταινία κάπως σε επίπεδο σκανδάλου, αλλά δεν ήταν ποτέ τέτοια η πρόθεσή μου. Ήταν μια επιλογή που την άξιζε ο Θεοδόσης».
Περιστρεφόμενη γύρω απ’ το υπαρξιακό τέλμα που βιώνει ο δημοσιογράφος του Πελεγρίνη, εν μέσω μιας κοινωνικής αναστάτωσης για την οποία εν μέρει ευθύνεται κι ο ίδιος ως κομμάτι του συστήματος που την δημιούργησε, η Πανδημία έχει ως βασικό της δραματουργικό μηχανισμό μια παλιότερη, μικρού μήκους ταινία που είχε γυρίσει ο Πιατάς, μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Μιχάλη Μητούση. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια κάποια αυτοαναφορικότητα σ’ όλο αυτό. «Ναι, είναι κάτι που με προβληματίζει αυτό», παραδέχεται, «το φιλμάκι εκείνο, όμως, το χρησιμοποίησα εδώ για να αντιπαραβάλω το τότε και το τώρα. Απ’ την άλλη, η ταινία έχει πολλά κομμάτια δικά μου μέσα της, μικρά προσωπικά μου μυστικά, που σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με την πίστη μου για τη μνήμη και τη μη-μνήμη».
Θυμάται το πώς είχε φτάσει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το ’75 μ’ εκείνο το φιλμάκι, και σχεδόν βλέπεις το βλέμμα πίσω απ’ τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά του να μετατρέπεται σε οθόνη που πάνω της προβάλλονται εικόνες από εκείνα τα «δυο τσογλάνια πεταμένα στην άκρη του κεντρικού εξώστη του Ολύμπιον, λίγο πιο ‘κει απ’ τον Μιχάλη Κακογιάννη που ήταν στις κεντρικές αράδες, να βλέπει την ταινία μας πριν προβληθεί η δική του, η Ιφιγένεια». Όμως, η Πανδημία δεν έχει να κάνει με τριπάκι αναμνήσεων για τον Πιατά. «Η ανάγκη μου να κάνω την Πανδημία έχει άμεση σχέση με την κρίση. Ήθελα να κάνω κάτι. Έπρεπε να πω κάτι. Ξέρεις, κάτι που με τρομάζει είναι ότι αναζητώ το σημαντικό έργο για την κρίση, που δεν γράφτηκε ακόμη. Είτε θεατρικό, είτε λογοτεχνικό, είτε οτιδήποτε. Σε μια χώρα που καταστρέφεται, δεν έχει γραφτεί τίποτε ακόμη. Μου κάνει εντύπωση αυτή η σιωπή κάποιων ανθρώπων».
Μου υπενθυμίζει ότι το Άξιον Εστί ξεκίνησε να γράφεται στα τέλη του Εμφυλίου, ότι μετά τον πόλεμο ο Νίκος Κούνδουρος έκανε τον Δράκο, ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ετοίμαζε τον Θίασο κάτω απ’ τη μύτη της Χούντας. «Έχουν γίνει συγκλονιστικά πράγματα στη χώρα μου», μου λέει, και τον ρωτάω πότε ήταν η τελευταία φορά που είδε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο τέχνης το οποίο τον συγκλόνισε. Μπλοκάρει. «Καλή ερώτηση αυτή και ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να απαντήσω. Υπάρχουν έργα με καλές προθέσεις, που κάτι θέλουν να πούνε, όπως η Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα, ή η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα που μου άρεσε γιατί έφερε μια περίεργη Ελλάδα μέσα της. Όμως, ναι, έχω καιρό να συγκλονιστώ». Τον ρωτάω τι μπορεί να φταίει, κι αποφεύγει να απαντήσει. «Εξάλλου,» λέει, «μπορεί αυτή τη στιγμή που μιλάμε να γεννιέται κάτι συγκλονιστικό και να το αδικήσουμε».
Επιμένω, κι ανασύρω την αγαπημένη μου ντετερμινιστική θεωρία, που λέει ότι το ταλέντο είναι σαν τρελό γονίδιο που προσπερνάει πάντα μια γενιά. «Δεν το ξέρω, δεν μπορώ να δώσω μια τέτοια απάντηση, είναι κάτι που με ξεπερνάει. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στη χώρα. Η χώρα πάσχει από συντηρητισμό αφενός, κι απ’ την άλλη πάσχει κι από ένα πρόβλημα δημοσιοϋπαλληλίας, με την έννοια της νοοτροπίας. Αυτό το κουβαλάει και η πολιτική μας ζωή, και η οικονομική, και η καλλιτεχνική. Μόνο αν ξεπεραστεί αυτό, θα μπορέσει η χώρα να κάνει μοναδικά πράγματα».
Δεδομένου ότι η δημοσιοϋπαλληλία στην καλλιτεχνική και την οικονομική ζωή, ξεκίνησε απ’ την πολιτική, μήπως ένα καλό μέρος να ξεκινήσει η χώρα να ξεπερνάει τις αγκυλώσεις της, είναι οι εκλογές που έρχονται; «Κατ’ αρχάς για να αλλάξει κάτι κάποιος, πρέπει να αλλάξει και τους ανθρώπους. Και αυτό δεν είναι εύκολο, δεν είναι διακόπτης ο κόσμος για να αλλάζει έτσι απλά. Αυτό που με ενοχλεί όμως στους πολιτικούς μου είναι ότι δεν ονειρεύονται. Δεν μπορούν. Ήταν λίγοι οι πολιτικοί που είχαν ένα όραμα. Ο Αντώνης Τρίτσης ήταν μια τέτοια προσωπικότητα. Ήταν ποιητής. Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα κάποια στιγμή τα πράγματα να τα πάρουν στα χέρια τους και οι καλλιτέχνες. Τα δώσαμε στους τεχνοκράτες, ε δεν τα κάνανε καλά. Και ειδικά οι οικονομολόγοι, σκατά τα κάνανε».
Εδώ έρχεται η δική του σειρά να φανεί ντετερμινιστικός: «Τους ανθρώπους με όραμα τους έχει αποκλείσει το ίδιο το σύστημα», μου λέει. «Και σ’ αυτό, βέβαια, παίζετε πολύ μεγάλο ρόλο κι εσείς, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ξέρεις, ένα απ’ τα μεγαλύτερα όπλα που έχει το σύστημα είναι να χρησιμοποιήσει τα ΜΜΕ για να σε κάνει να φανείς γραφικός. Απ’ τη στιγμή που θα σε μετατρέψει σε γραφικό, σε έχει αποδυναμώσει πλήρως, και το Μέσο έχει τη δυνατότητα να σε κάνει γραφικό πάρα πολύ εύκολα». Νιώθοντας έναν ξαφνικό ίλιγγο στην ιδέα να με θεωρεί κομμάτι ενός τέτοιου συστήματος, του λέω τα ευχάριστα: οι δομές των συστημικών Μέσων έχουν ταρακουνηθεί σφόδρα, κάποιες μάλιστα έχουν ήδη καταρρεύσει. Αυτός δεν είναι ένας λόγος αισιοδοξίας;
Ξαφνικά σκυθρωπιάζει, το βλέμμα του σκοτεινιάζει περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή της κουβέντας μας. «Ξέρεις», μου λέει, «λατρεύω την Ιστορία και διαβάζω πάρα πολύ. Έψαξα λοιπόν να βρω σε ποιον απ’ τους κύκλους της βρισκόμαστε. Αν σου πω, θα τρομάξεις… Είμαστε στην Ύστερη Αρχαιότητα. Μια ιστορική περίοδος που ονομάστηκε έτσι γιατί οι ιστορικοί δεν έβρισκαν άλλο τρόπο να την προσδιορίσουν, παρά ως το τελείωμα του Ελληνικού Πολιτισμού, που ακολουθήθηκε απ’ τον Μεσαίωνα. Μια περίοδος στην οποία δεν παρήχθη τίποτε το σημαντικό σε κανένα επίπεδο –αρχιτεκτονικό, πολιτικό, πολιτιστικό κ.λπ.– και η οποία είχε ως κύριο χαρακτηριστικό το ότι το ασήμαντο ήταν το μόνο σημαντικό. Δεν είναι, λοιπόν, αυτή η εποχή μας; Άρα, οι επόμενες γενιές να περιμένουν τον Μεσαίωνα, γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι αυτό δεν είναι καθόλου φάρσα».
* Η ταινία “Πανδημία (Όλα Λοιπόν Ένα)” σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Πιατά με τον ίδιο και τον Θεοδόση Πελεγρίνη στους κεντρικούς ρόλους παίζεται σήμερα Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου (19.30) στο ODEON OPERA 1, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.