Έχουμε δώσει ραντεβού σε έναν πεζόδρομο στο κέντρο της πόλης. Φτάνω πρώτος. Ο Δημήτρης Καραντζάς φτάνει με ελάχιστη διαφορά δεύτερος. Με ρωτά αν παράγγειλα. Απαντώ όχι. Διακρίνει τρίχες στη μαύρη μου μπλούζα. Με ρωτά αν έχω κατοικίδια. Του απαντώ δύο. Αναρωτιέμαι αν μένει κοντά. Μου λέει πίσω από το Πεδίον του Άρεως. Του θυμίζω πως είναι από τους αγαπημένους μας εδώ στην Popaganda, κάθε χρόνο βρίσκουμε μια αφορμή για να ανακατέψουμε το τσουκάλι με τις λέξεις και τις εικόνες του. Οπότε μάλλον αυτή είναι η ετήσια μας κλασική συνάντηση. Μου λέει πως κάτι είχε υποπτευθεί. Γελάμε.
Ο τριανταπεντάχρονος σκηνοθέτης που απέκτησε το πρώτο σκηνοθετικό του εισιτήριο μόλις στα είκοσι του χρόνια, στο φεστιβάλ Δοκιμές του Αμόρε με το αποκηρυγμένο – «δεν έχει κάτι να πει πια»- Χιόνι στο Στόμα, χαιρετίστηκε αμέσως ως ένα από τα δύο-τρία μεγαλύτερα ταλέντα που θα ανανέωναν το ελληνικό θέατρο. Αν όχι το μεγαλύτερο. Ο «Ιβάνοφ» του Τσέχωφ με την Πειραματική Θεατρική Ομάδα grasshopper, ο «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου για τα 40 χρόνια του Θεάτρου Πόρτα, «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη στη Στέγη και πρώτη ελληνική συμμετοχή στο φεστιβάλ της Αβινιόν, το «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλλο στο Εθνικό, η «Ελένη» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο, ακολούθησαν και έχτισαν τη δυναμική της σκηνοθετικής του καρέκλας. Οι τρεις τελευταίες παραστάσεις μάλιστα την ίδια χρονιά. Στα 26 του χρόνια.
Μια παρουσία, με δύο ή τρία έργα κάθε χρόνο, που δεν έχει σταματήσει στιγμή. Μέχρι δηλαδή να έρθει η πανδημία και τα αλλάξει όλα: «Αυτά τα χρόνια είναι περίεργα. Εγώ πέρασα τρομερά άσχημα μέσα στην καραντίνα. Ένα κομμάτι μου έχει παραμείνει στον βυθό της». Τον ρωτώ αν μετά από αυτό ανακάλυψε κάτι. «Παλαιότερα είχα ένα εσωτερικό ρυθμό» μου λέει «μια σπίντα και μια ζωή μόνιμα στα κόκκινα, με δουλειές που μπορεί άνετα να έπεφταν η μία πάνω στην άλλη. Τώρα θέλω χρόνο. Όταν τελειώσανε οι Πέρσες, έκανα ένα μήνα διακοπές και ήθελα για πρώτη φορά άλλους πέντε. Αλλά η χρονιά είχε ήδη προγραμματιστεί. Αυτό το οποίο κάνω εδώ και δέκα χρόνια, πια δεν το αντέχω. Αυτό δηλαδή που είχα προκαλέσει μόνος μου στον εαυτό μου, να λέω κι άλλο κι άλλο. Το οποίο μπορεί να σε βοηθά να μετατοπίζεσαι, να πηγαίνεις πιο πέρα, αλλά δεν σε αφήνει να σκεφτείς αυτά που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή, ούτε τα καλά ούτε τα κακά».
Σε ξάφνιασε αυτή σου η ανάγκη; Έχει μια πίκρα. Μια μικρή διάψευση γιατί νομίζεις πως μπορείς να έχεις αυτή τη φόρα, αυτή την αντοχή για πάντα. Και είναι δύσκολο να αποκοπείς από αυτό, όπως βεβαίως και από την οποιαδήποτε συνήθεια.
Έχει να κάνει με την ποσότητα της δουλειάς ή με τον χρόνο που περνά; Και με τα δύο. Πιο κρίσιμο είναι ο χρόνος. Η ποσότητα της δουλειάς θα μπορούσε σίγουρα να είναι λιγότερη, άλλα αν δεν είχα κάνει πράγματα στα οποία στάθηκα ανέτοιμος, ίσως δεν ερχόντουσαν άλλα στα οποία πήγα καλύτερα, επειδή ακριβώς προηγήθηκαν αυτά. Απλώς τώρα, είμαι σε ένα σημείο που φοβάμαι και αναρωτιέμαι μην και αρχίσω να κάνω τα ίδια. Αν αρχίσω να βαριέμαι τότε είναι που θα αρχίσω να επαναλαμβάνομαι. Δεν μιλάω για την πρόβα, μου φαίνεται αδιανόητο να πας σε μια πρόβα και να βαρεθείς. Εννοώ να μην έχεις την ενέργεια και να μη βρίσκεις εύκολα το σημείο αυτό από το οποίο θα τροφοδοτείσαι.
Τι άλλο ανακάλυψες αυτό το χρόνο; Για πρώτη φορά ανανέωσα το συμβόλαιο σε σπίτι που μένω. Είναι μια ανατροπή. Πάντα έφευγα λίγο πριν λήξει. Για πρώτη φορά βλέπω πρασινάδα και όχι ανθρώπους και πολυκατοικίες απέναντι. Επίσης νιώθω απομονωμένα στο νέο σπίτι αν και είμαι κοντά στα μέρη τα πολυσύχναστα που κυκλοφορώ. Μπορεί βεβαίως να βοηθά που δεν έχω πια και την ίδια ένταση που είχα παλαιότερα.
Είσαι ο τύπος που περνά καλά μόνος του; Σε καμία περίπτωση. Απλά ίσως πλέον είμαι πιο συμφιλιωμένος με αυτό.
Η πόλη, ο χρόνος και το θεατρικό κοινό – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά
Πόσα σπίτια έχεις αλλάξει; Έξι. Κοίτα, το ιδανικό μου θα ήταν να μένω σε ξενοδοχεία και όχι τόσο για το λούσο αλλά για το ότι πας σε ένα χώρο στον οποίο δεν έχεις καμία υποχρέωση, δεν σε βαραίνουν πράγματα, είναι ένα μέρος στο οποίο δεν υπάρχει τίποτα δικό σου. Είσαι επισκέπτης, είσαι ήσυχος. Γυρίζεις και είναι όλα τόσο καθαρά. Επειδή δεν περνάω χρόνο στο σπίτι, με βαραίνει η ιδέα πως είναι στην ευθύνη μου. Γι’ αυτό και αλλάζω συχνά, γιατί με βαραίνει ο χρόνος που περνάω εκεί όντας δυσαρεστημένος.
Είσαι έτσι και στο θέατρο; Το πολύ περίεργο είναι πως εκεί λειτουργώ αλλιώς. Στο σπίτι μπορεί να αφήσω ένα ρούχο στο σαλόνι και να είναι εκεί στο ίδιο σημείο δέκα μέρες. Στη δουλειά έχω τρομερή επιμέλεια, τα προβλήματα πρέπει να λύνονται την ίδια στιγμή που παρουσιάζονται.
Διάλεξες ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο από νωρίς και ο κόσμος, κοινό και κριτικοί, σου είπαν με τον τρόπο τους πως έκανες πολύ καλά. Ήταν βάρος αυτή η γρήγορη αποδοχή; Κάπου δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει και μου γύρισε σε εσωστρέφεια και λίγο υποτίμηση των γεγονότων και λίγο σε κρίσεις πανικού. Θα μπορούσε όμως να μου είχε γυρίσει σε μια μανία υπεροχής που ευτυχώς δεν έγινε.
Μετά πως έβαλες τα πράγματα στη θέση τους; Αν αρχίσεις και σκέφτεσαι εξωγενώς, δηλαδή τι να κάνω για να συνεχίσουν να μου δίνουν σημασία, νομίζω κάτι χάνεται. Τις φορές που κλονίζομαι και σκέφτομαι πώς να συνεχίσω και τι θέλω να κάνω παρακάτω, είναι επιτακτικό να επιστρέψω στο γιατί ξεκίνησα. Τι με ενδιαφέρει στα έργα. Πώς μπορώ να βουτήξω ξανά μέσα σε αυτά. Δεν σκέφτομαι τις εικόνες, αλλά τι με συγκινεί στις λέξεις και στο περιεχόμενο. Υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει ικανοποίηση γούστων και είναι εύκολο να γίνει αυτό, ειδικά σε μια εποχή που το έχει γυρίσει στο φθηνό και στο γρήγορο. Αν δεις ένα έργο, ξέρεις αμέσως τι υπάρχει μέσα σε αυτό που αν το αναδείξεις ο κόσμος θα γουστάρει.
Νιώθεις πως ξέρεις το κοινό: Όχι, αλλά ξέρω έναν μηχανισμό που κρύβεται μέσα σε αυτό, τι είναι αυτό που θέλει μια μεγάλη μερίδα. Να δει απλοϊκά μια ιστορία που θα το συγκινήσει, κι αυτό δεν το λέω υποτιμητικά. Απλά βλέπω μια βιομηχανία να στηρίζει πολύ περισσότερο κάτι που δεν θα ενοχλήσει και δεν θα προβληματίσει. Όταν ξεκινούσα ήταν πιο ανοιχτά τα πράγματα. Τώρα, όσο πιο φτηνά και εύκολα, τόσο καλύτερα. Συζητάμε για παράδειγμα για την άνθηση των ελληνικών σειρών. Αυτοί που βλέπουν τις ξένες σειρές στις πλατφόρμες, με θέματα πολιτικά και κοινωνικά και ενθουσιάζονται και τις συζητάνε, είναι οι ίδιοι που μιλούν για άνθηση της ελληνικής μυθοπλασίας που έχει σαν θέμα την ηθογραφία με το χωριό, την καλή σύζυγο, τον λεβέντη άντρα. Είναι το ίδιο κοινό, αλήθεια; Δεν ξέρω, σοκάρομαι. Θα ήθελα η άνθηση της ελληνικής τηλεόρασης να μην είναι σαν να είμαστε στην πλατεία του χωριού και να κουτσομπολεύουμε.
Μάλλον άνθηση ποσότητας υπάρχει. Ναι αλλά θεματικά παραμένει η βεντέτα, η τιμή της αδερφής και η κατσίκα του γείτονα.
Στο θέατρο τι ισχύει; Άλλο πονεμένο κομμάτι, γιατί δεν υπάρχει ιδιαίτερη ελληνική δραματουργία. Υπάρχουν μόνο φωνές ανθρώπων που γράφουν για κάποια χρόνια. Αν και νομίζω γίνονται πια προσπάθειες από κάποια θέατρα να κάνουν εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Στ’ αλήθεια όμως νομίζω ότι έχουμε μια πολύ μικρή σύγχρονη παραγωγή. Σαν να έχουμε γυρίσει την πλάτη στο ελληνικό έργο. Αν με κάτι χάρηκα φέτος πολύ είναι πως στο πρόγραμμα του Πειραματικού στο Εθνικό είδα ονόματα που όντως δεν ξέρω ποια είναι. Και σε αυτό υπάρχει μια ελπίδα. Πως υπάρχει μια γενιά πολύ νεότερη από σένα που μπορεί να έχει καταλάβει κάτι καλυτέρα από σένα!
Το θέατρο, οι επιλογές και μια κάποια απόλαυση στη διαδικασία
Πως διαλέγεις ένα έργο; Αρκετές φορές έχει να κάνει με ποιους θέλεις να δουλέψεις εκείνη την περίοδο. Και άλλες φορές με την ανάγκη να μιλήσεις για κάποια πράγματα, τη δεδομένη στιγμή. Για παράδειγμα, οι Πέρσες ήταν μεγάλη ανάγκη να γίνει τώρα. Κάπως ένιωθα πως μετά από όλο αυτό που συζητάμε περί καραντίνας, πολιτικής εκτροπής, όπως την νιώθω εγώ έστω, και άλλων περίπλοκων θεμάτων, έπρεπε να υπάρχει η παραβολή τους μέσα από το κείμενο του Αισχύλου.
Φέτος τι στίγμα θες να δώσεις; Φέτος είναι κάπως μπλεγμένα τα πράγματα. Έχω μπαγκάζια από την προηγούμενη φορά, τον Θείο Βάνια που ανεβαίνει μετά από δύο χρόνια αναβολής λόγω πανδημίας στο Προσκήνιο και “Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα” στο Θέατρο Κεφαληνίας. Και μετά, με τη νέα χρονιά, δύο καινούργια. Τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα στο Εθνικό τον Μάρτιο και Το Σπίτι, τον Μάιο στη Στέγη.
Στο Θέατρο Προσκήνιο τι έχουμε να περιμένουμε; Τον Θείο Βάνια στις 26 Οκτωβρίου και στη δεύτερη σεζόν το έργο του Ευγένιου Ο Νηλ «Ο παγοπώλης έρχεται» σε σκηνοθεσία Ακύλα Καραζήση.
Τον Θείο Βάνια πώς τον ξαναέπιασες μετά από δύο χρόνια; Ήταν εύκολο να πάρει και πάλι φόρα; Καθόλου.
Σκέφτηκες να τον εγκαταλείψεις; Όχι γιατί είχα μια ανάμνηση που είχε φτάσει η πρόβα, που με κρατούσε πολύ ζεστό. Αυτό που ήταν πολύ δύσκολο, ήταν να μπορείς να θυμηθείς από σημειώσεις στο βίντεο, τεχνικά που είχες φτάσει. Όπως βεβαίως το να ξαναβρεθείς στο ίδιο επίπεδο σε ερμηνευτική λειτουργία, σε επίπεδο σύνθεσης και στο τι φέρνει τι. Μας πήρε καιρό να ξαναμπούμε στην ουσία του πράγματος. Τώρα ευτυχώς είμαστε σε ένα σημείο που όλοι συγκλίνουμε προς τον ίδιο δρόμο.
Τι αγαπάς σε αυτό το έργο; Αυτό το έργο για μένα είναι αξεπέραστο. Η τρίτη πράξη του, είναι ότι καλύτερο έχει γραφτεί ποτέ. Ο τρόπος που έχει δομήσει ακριβώς πριν τα πράγματα, για να φτάσουν σε αυτό το σημείο, είναι απίστευτος, σαν ένα πολλαπλό όριο. Όλα τα πρόσωπα βρίσκονται στην πιο οριακή τους στιγμή και ενώ νιώθεις πως όλο αυτό είναι σε ένα σημείο που δεν πηγαίνει παραπέρα, τότε γίνεται από τον Σερεμπριακόφ η πρόταση να πουληθεί το κτήμα. Μια στιγμή που στην ουσία μιλά για τον ξεριζωμό όλου αυτού του τοπίου. Και εκεί νομίζω πως η εκτροπή που παθαίνει ο Βάνια, ο οποίος φτάνει σε ένα υπαρξιακό επεισόδιο, είναι και η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή, ως μια έκκληση σε μια ανώτερη ύπαρξη, σε έναν πατέρα θεό, κάποιον που θα σου δώσει ένα λόγο να συνεχίσεις, ένα λόγο που κατά κάποιο τρόπο να αξίζει. Ο τρόπος που είναι δομημένος, χωρίς καμία φλυαρία, με πολύ χιούμορ και απίστευτη σκληρότητα την ίδια στιγμή, νομίζω πως το κάνει αφοπλιστικό. Στα δικά μου έστω μάτια!
Ποιος είναι ο συσχετισμός του με τη σημερινή εποχή; Στη συνθήκη της παράστασης υπάρχει ένα πάρα πολύ μεγάλο τραπέζι που κάπως με το ζόρι χωράει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα σαν ένα τραπέζι που κάθεται όλη η ανθρωπότητα. Είναι σαν να κάθονται εκεί από πάντα ή θα κάθονται για πάντα. Και μέσα σε αυτό υπάρχει διάχυτη η ανάγκη από όλους, σε αυτό το περιβάλλον και σε αυτό το σύστημα, εκεί που νιώθουν το απόλυτο βούλιαγμα και το απόλυτο τέλμα, την τελευταία στιγμή, πριν πεθάνουν, να κάνουν μια απόπειρα ζωής. Αυτό το συσχετίζω απολύτως με το βούλιαγμα που ζούμε σήμερα. Αναρωτιόμαστε το ίδιο. Πώς θα βγούμε από αυτό; Πώς, όντας καθισμένοι και ματαιωμένοι και χτυπημένοι από πάρα πολλά πράγματα, προσπαθούμε να βρούμε κάτι για να συνεχίσουμε να ζούμε;
Το βρίσκεις αισιόδοξο έργο; Ερώτηση παγίδα. Είναι ένα έργο που τελειώνει με τη μετάθεση της ευτυχίας μετά θάνατο. Το μόνο θετικό που μπορώ να βρω, κάτι στο οποίο βεβαίως εγώ δεν πιστεύω, είναι πως όταν ο άνθρωπος νιώσει πως έχει φτάσει στο τέλος του, ακόμη και τότε, μιλάει για μια πιθανότητα μετά από αυτό. Ελπίζει να δει ένα φως. Μια συνέχεια. Κάπως σαν η ανάγκη γι’ αυτή τη ζωή μάλλον να μη τελειώνει ποτέ.
Έχεις κάποιον αγαπημένο χαρακτήρα σε αυτό το έργο; Την Έλενα! Ένα πρόσωπο που δεν είχα καταλάβει αλλά κατάλαβα τώρα, εδώ. Υπάρχει μια βία σε αυτό το έργο που μου αποκαλύφθηκε μέσα από αυτόν το χαρακτήρα. Σε σχέση με το τι μπορείς να κάνεις σε κάποιον, ακριβώς επειδή έχει μια δική του ομορφιά. Με ποιον τρόπο θέλεις να την καταστρέψεις γιατί δεν την αντέχεις, όντας στην περιοχή της θλίψης της ματαίωσης και του μηδενισμού
Περνάς καλά με τους θεατρικούς σου χαρακτήρες νομίζω… Πολύ.
Και με τους ανθρώπους; Ναι, τους έχω πάρα πολύ ανάγκη.
Με τους φίλους σου λειτουργείς επίσης ως σκηνοθέτης; Κλέβεις με κάποιο τρόπο τις ζωές τους για να προσεγγίσεις τους χαρακτήρες; Υποσυνείδητα, μάλλον γίνεται υποθέτω. Λίγο τα έργα, λίγο οι ιστορίες, λίγο οι εμπειρίες που τις μπερδεύεις, ακούς πολλές φωνές που η μία τροφοδοτεί την άλλη, γιατί μοιραία, όντας συνέχεια πάνω από κάτι που προσπαθείς να αναλύσεις, να δικαιολογήσεις, να κατευθύνεις, βάζεις στο τέλος στο μικροσκόπιο τόσο πολύ την ανθρώπινη συμπεριφορά και το ανθρώπινο σύμπτωμα που κάπως μπερδεύεσαι. Αλλά έχει και μια γλύκα από την άλλη. Και βεβαίως τον κίνδυνο, έχοντας συνηθίσει αυτή την διαδικασία, να μη έχεις πια την αθωότητα σε μια διαπροσωπική σχέση, να είσαι τελείως άγραφο χαρτί. Μπορεί το κάθε τι να το καταγράφεις ως κάτι συγκεκριμένο ή να βγάζεις ένα πιθανό λανθασμένο συμπέρασμα ή να σου βγαίνει μια άσχετη άμυνα γιατί σου θυμίζει κάτι.
Και κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος, θυμόμαστε την ευκολία του να μιλάει για όλα αυτά που άλλοι δύσκολα μιλούν
Μιλάς ελεύθερα για όλα. Θεωρείς πως οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να το κάνουν, ειδικά αυτή την εποχή; Όλο το κομμάτι της αντίδρασης ή της δημόσιας τοποθέτησης, ξεκινά από τη στιγμή που νιώθω πως υπάρχει πάρα πολύ ισχυρό ζήτημα δικαίου και αδίκου. Δηλαδή κάτι με πιάνει, δεν υπολογίζω τίποτα, δεν με ενδιαφέρει τίποτα και θα επιμένω μέχρι τέλους, χωρίς να αξιολογήσω εκείνη τη στιγμή αν αυτό είναι εναντίον μου ή υπέρ μου. Μου λείπει το κομμάτι των τοποθετήσεων, όχι όμως με την έννοια ότι πρέπει να βγαίνει και να παίρνει ο καθένας θέση επί παντός επιστητού. Οκ, μιλάω, και με έχουν αντιπαθήσει κάποιοι γι’ αυτό και έχω καταλάβει πως κάποια έντυπα δεν παίζουν καν τα δελτία τύπου των παραστάσεων μου κι αυτό είναι τσεκαρισμένο πια 100%. Θα ήθελα, όμως, από ανθρώπους που για μένα είναι σημεία αναφοράς, να παίρνουν θέση σε θέματα που τους αφορούν και μας αφορούν. Δεν εκτιμώ ιδιαιτέρως τη δειλία. Μπορώ να βρω συμπαθητική, σε ανθρώπινο επίπεδο, τη συστολή που εμπεριέχει, αλλά τον ωφελιμισμό της τον βρίσκω χυδαίο.
Το γνωστό θέμα του ‘που να μπλέκεις τώρα…’ Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι το φοβούνται, αλλά αν κάνεις αυτή τη δουλειά που υποτίθεται ασχολείσαι με ιδέες και με τρόπους -τα περισσότερα έργα ασχολούνται με ουτοπίες και για τραύματα που θες να ξεπεράσεις και όχι για παθογένειες που θες να συνεχίσεις- κάπως πρέπει να εμφανίζεσαι, κάπως υποθέτω πρέπει να σε αφορά αυτό.
Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ανεβάζουν έργα που μιλούν για όλα αυτά, αλλά αποφεύγουν να μιλάνε στον δημόσιο λόγο τους γι’ όλα αυτά; Το ότι εγώ μιλάω μέσα από τη δουλειά μου, ναι είναι αληθινό, αλλά δεν είναι και η μόνη αλήθεια γύρω από αυτό. Μπορείς να ερωτηθείς και να επιλέξεις να μην απαντήσεις, δεν λέω να βγεις απαραίτητα και να κάνεις εκστρατεία. Τη στιγμή όμως που θα ερωτηθείς και θα πεις για παράδειγμα «αυτό είναι θέμα της δικαιοσύνης», ε όχι, δηλαδή τι, αν έχεις και εσύ άποψη και την εκφράσεις αυτό σημαίνει πως κάνεις λαϊκό δικαστήριο; Αυτή είναι γελοιότητα φασιστική η οποία λέγεται προκειμένου να το βουλώσεις. Και δεν μιλάω για τις πρόσφατες υποθέσεις του θεάτρου και του #metoo, υπάρχουν άπειρα θέματα γύρω από αυτό.
Τι σε εξοργίζει περισσότερο; Για ποιο λόγο θα έπρεπε να κατέβουμε στους δρόμους και δεν το κάνουμε; Έχω αρχίσει να χάνω την πίστη μου για τους δρόμους. Έχω κουραστεί να πετιέται πάνω μου η ευθύνη, υποτίθεται αυτός που κυβερνά έχει την ευθύνη για τον κόσμο, όχι εγώ κι εσύ.
Είναι αρκετοί που δηλώνουν ξαφνιασμένοι με τις εποχές που ζούμε. Ούτε εγώ περίμενα ποτέ ότι θα ζήσουμε αυτά που ζούμε. Περνιέται ως κανονικότητα κάτι που θεωρητικά θα σήμαινε εξέγερση και αλλαγή. Θυμάμαι πολλές κυβερνήσεις, διαφόρων χρωμάτων και πολιτικών θέσεων στο παρελθόν. Με απελπίζει συνολικά η πολιτική σκηνή πια, η ένδεια που νιώθω είναι ενός συνολικού τρόπου διαλόγου. Ζούμε σε ένα κόσμο, σαν βομβαρδισμένο, συντετριμμένο και καθόλου δομημένο και εμείς κάνουμε πως ζούμε όπως ζούσαμε παλιά. Αυτό είναι παρανοϊκό.
Ζούμε στην εποχή της απάθειας, το λέμε ξανά και ξανά μπας και ξεκινήσει να σημαίνει κάτι… Επειδή έχουμε περάσει στην απόλυτη αποδοχή των πραγμάτων και επειδή μάλλον έχει περάσει η στιγμή που θα μπορούσε να γίνει μια αντίδραση. Νομίζω ότι αυτό που με ταράζει περισσότερο από όλα είναι πως η αντίδραση δεν έγινε στην ώρα της. Κι αυτό σημαίνει πως θα φέρει μια ακραία αντίδραση ξαφνικά και θα είναι δική μας ευθύνη που θα φτάσουν τα πράγματα σε εκείνο το σημείο. Νιώθω πως ο βάλτος πια δεν είναι θέμα πεποιθήσεων, είναι κάτι που το νιώθουν πιστεύω και όσοι στηρίζουν και όσοι δεν στηρίζουν την παρούσα κυβέρνηση. Το ότι είμαστε σε έναν βαλτότοπο που βρωμίζει καθημερινά, είναι κοινή πια σε όλους αίσθηση.
Πιστεύεις ότι η αντίδραση είναι μακριά ακόμη; Είμαστε ήδη στην αντίστροφη μέτρηση για την έκρηξη. Νομίζω όμως, με βάση την ιστορία που διεθνώς επαναλαμβάνεται, κάτι θα γίνει και εμείς θα το δούμε απλώς, κι αυτό είναι το λυπηρό. Και μου έρχεται συχνά στο μυαλό η Μήδεια του Παζολίνι. Αυτό που έλεγε όταν την έφερε ο Ιάσονας στην πατρίδα του: «αυτός ο τόπος θα βυθιστεί, γιατί δεν έχει θεμέλια».