Εχει έναν πολύ δικό του, διακριτό και γοητευτικό, τρόπο να αφηγείται τις ιστορίες ο Αρης Μπινιάρης. Με απαραίτητο και κυρίαρχο στοιχείο τη μουσική στις παραστάσεις του. Και έχει καταφέρει και κάτι ακόμα: να περιμένουμε πλέον ανυπόμονα την κάθε δουλειά του. Αρα, η κατεύθυνση είχε οριστεί από καιρό: Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, «Ο χορός της φωτιάς». Με μία κατ’ αρχήν απορία και επιφύλαξη: τι ακριβώς θα είναι αυτή η παράσταση; Μήπως ήταν φολκλορική; Νοσταλγική ίσως; Πολύ σύντομα, με το που χτύπησε το τρίτο κουδούνι, οι όποιες επιφυλάξεις παραμερίστηκαν. 

Γιατί μπορεί τα κείμενα της αφήγησής του στην παράσταση να αντλήθηκαν από ντοκουμέντα, επιστολές, ημερολόγια, δημοσιεύματα της περιόδου που οι Νεότουρκοι εκκαθάρισαν τον ποντιακό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα, μπορεί η μουσική, η εξαιρετική μουσική σύνθεση του Φώτη Σιώτα, να μπολιάστηκε με ήχους της ποντιακής μουσικής παράδοσης, αλλά ούτε μια στιγμή δεν περιορίστηκε η ιστορία που αφηγήθηκαν οι ηθοποιοί σε όσα έγιναν σ’ εκείνο το σημείο του πλανήτη, εκείνη τη χρονική περίοδο. Ηταν, εκκινώντας από εκεί, η ιστορία ενός λαού και των κύκλων της ζωής του, που διακόπτεται βίαια από κάποιους εισβολείς, η ιστορία του ξεριζωμού τους, η ιστορία της προσφυγιάς τους. Η ιστορία της κάθε προσφυγιάς.

Ολοι οι ηθοποιοί σε μια κυκλική τελετουργία επί σκηνής «σαν  ένα ρεύμα αρχέγονο, άγριο, (…) σ’ έναν αλλόκοτο αρχέγονο χορό» αφηγούνται, με μουσικότητα ιδιαίτερη στην εκφορά του λόγου, τις ανέμελες στιγμές μιας συνηθισμένης καθημερινότητας. Τα χρώματα στα πρωτότυπα και λειτουργικά κοστούμια (Ματίνα Μέγκλα) συμβολίζουν τα χρώματα της γης στις στιγμές της ευφορίας της. Οι άνθρωποι ακολουθούν τον κύκλο της ζωής, «κάναν το μόχθο, ζωή». Η κίνησή τους απεικονίζει τον ερωτισμό, τη συμπόρευση, τη συμπαράσταση, το παιχνίδι, τη ζωή. Το βίντεο στο βάθος της σκηνής ξεκινάει δείχνοντας τις λεπτομέρειες μιας δαντέλας -το πλέξιμο της ζωής- που σιγά σιγά, καθώς σταδιακά ανατρέπεται η ηρεμία, διαλύεται και γίνεται ορμητικό κύμα. Κι εκείνος ο αρχέγονος χορός, που ασφαλώς συνομιλεί με τους χορούς της αρχαίας τραγωδίας, αναρωτιέται: «Κάποιος έβαψε με αίμα τις ζωές μας. (…) Τι απέγιναν όσοι είχαν μέσα τους το σπέρμα της ζωής;» ακούγεται απ’ όλα τα στόματα. Και τα υφάσματα, αυτά τα υπέροχα πλισέ υφάσματα που ντύνουν τα σώματα αυτού του λαού, φασκιώνουν τα κορμιά τους πια. Δεν είναι πια ανάλαφρα, δένονται σφιχτά στα σώματα όπως ο πόνος, ο ξεριζωμός, το πένθος. Γίνονται τα κουρέλια των ξεριζωμένων, οι επίδεσμοι των χτυπημένων, τα σάβανα των νεκρών. Και το τραγούδι τους δεν είναι πια ξέγνοιαστο. «Σαν ψαλμωδίες ζοφερές, σαν άσματα νεκρώσιμα» μοιάζουν. 

Με μαύρο ύφασμα -της βίας, του θανάτου, της επιβολής, του φασισμού- ντύνεται ο κατακτητής, που η αλήθεια είναι ότι κλωτσάει αρκετά στο όλο κλίμα η παραπανίσια γκροτέσκο εμφάνιση, με φωνή που παραπέμπει σ’ εκείνην του Χίτλερ οπωσδήποτε, ίσως ακόμα και στου πολύ μεταγενέστερου εγχώριου Παπαδόπουλου. 

Κι αμέσως μετά αυτοί οι άνθρωποι γίνονται «ένα εξόριστο κοπάδι σε κίνηση», και αυτόματα θυμίζουν σε όλους τα εξόριστα κοπάδια κάθε εποχής, τους ανθρώπους που αναγκάζονται κάθε τόσο (και σήμερα) ν’ αφήσουν τον τόπο τους, τη ζωή τους, την ιστορία τους. Τους βλέπουμε να βαδίζουν σαν σκοτεινές φιγούρες σ’ ένα φόντο που μοιάζει με τη σκόνη που αφήνουν πίσω τους καθώς περπατούν (μοναδικοί οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου σε όλη την παράσταση)· τους βλέπουμε να απελπίζονται, να οργίζονται, να διεκδικούν, να φανατίζονται από την αδικία που νιώθουν, να θέλουν εκδίκηση, να πιστεύουν ότι είναι καλύτερα «ματωβαμμένοι, αλλά ελεύθεροι». Ενα σημείο της παράστασης που έμεινε λίγο αδιευκρίνιστο, λίγο στο μεταίχμιο, καθώς ο σημερινός θεατής μπορεί να σκεφτεί κάθε λογής φανατισμούς που οδηγούν σε ακραία βία στο όνομα υπεράσπιστης αξιών και τόπων. 

Και μετά ήρθε εκείνο το μυσταγωγικό φινάλε, που πάλι σε κύκλο αυτοί οι άνθρωποι στήνουν το χορό της περηφάνιας, της απελπισίας, της συνέχειας. Ενας χορός που μοιάζει με νανούρισμα και πείσμα μαζί. Ενας χορός που έχει μνήμη και μνήμες, ακολουθεί τα βήματα της συνέχειας. Παρόλο που πια είναι «ρημαγμένοι πληθυσμοί που προχωρούν προς τα παράλια».

Ενα καλοκουρισμένο σύνολο έστησε ο Αρης Μπινιάρης σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο χορόδραμα. Το σύνολο είναι η βασική λέξη, η βασική αρχή και όλοι λειτούργησαν άψογα στη δύσκολη αυτή διαδρομή της σωματικής αφήγησης. Μόνο δύο ξεχώρισαν σε κάποια σημεία της παράστασης, όπως ακριβώς οι κορυφαίοι του χορού, ο Χρήστος Λούλης και η Ιωάννα Παππά – μέρος ενός συνόλου που βγαίνουν λίγο μπροστά. Στην πιο ώριμη στιγμή της η Ιωάννα Παππά, στιβαρός ο Χρήστος Λούλης, που όμως τον έχανα σε κάποιες συλλογικές στιγμές -στιγμές μόνο. 

Λεπτομέρειες όλα αυτά. Το κύριο είναι ότι ο Αρης Μπινιάρης μας έδωσε, μ’ αυτή την παράσταση, την ευκαιρία να δούμε μ’ έναν άλλο τρόπο ένα μέρος της σύγχρονης ιστορίας. Εντυσε με χρώματα τη χαρά και τον πόνο, και μας οδήγησε στο δρόμο της ενσυναίσθησης όσων είναι στο δρόμο. Ξεχωριστή παράσταση. 

Info
Σκηνοθεσία- κείμενο-δραματουργία: Άρης Μπινιάρης, Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα, Σκηνικά: Κωστής Καραντάνης, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου, Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Διακουμοπούλου, Βοηθός σκηνοθέτη: Δώρα Ξαγοράρη, Βοηθός ενδυματολόγου: Νικόλ Κώτσια, Video Artist: Γιώργος Δασκαλόπουλος, Φωτογραφίες:  Θωμάς Δασκαλάκης.
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Ιωάννα Παππά, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα , Κώστας Σεβδαλής, Γρηγορία Μεθενίτη, Ελένη Μπούκλη, Κατερίνα Δημάτη, Μάνος Πετράκης, Νίκος Τσολερίδης, Ορέστης Χαλκιάς.
Μουσικοί: Μιχάλης Βρέττας: βιολί, Νίκος Μαγνήσαλης: κρουστά, Νίκος Παπαϊωάννου: τσέλο.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 8.30μ.μ., Σάββατο: 6 και 9 μ.μ., Κυριακή: 7μ.μ.