Ένα στενό τετ -α -τετ με την ποίηση είναι πάντα μια πρόκληση τόσο συναισθηματική όσο και νοητική που περιπλέκεται όταν επιχειρείς να αναλύσεις έναν ποιητή σε νότες. Σ΄ αυτό το εύρος πεδίου, ο συνθέτης Anastazios αποφασίζει να παίξει κυριολεκτικά στα δάχτυλα έναν από τους πιο αντισυμβατικούς και – ίσως νουάρ; – ποιητές μας, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, επιλέγοντας να μελοποιήσει μερικά από τα πιο αγαπημένα ποιήματα για πιάνο, βιολί, ακορντεόν και μπάσο.
Από τον «Κήπο που Έσβησε και Εχάθη», όπως λέγεται ο τελευταίος δίσκος, 5 κομμάτια αναδύουν νοσταλγικό άρωμα αποτελώντας μια καλή αφορμή για να εκμαιεύσεις από τον διακριτικό Anastazios απαντήσεις σε 5 ερωτήσεις.
Ανάμεσα σε πολλούς ποιητές επέλεξες τον Λαπαθιώτη. Γιατί; Ο Λαπαθιώτης ήρθε σαν χείμαρρος σε μια περίοδο που ένιωσα την ανάγκη να καταπιαστώ και πάλι με το τραγούδι, τέλη του 2013 αρχές του 2014. Ενώ ξεκίνησα με λίγα ποιήματα παλαιών ομοτέχνων του, συνέχισα με τον Λαπαθιώτη. Μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί μαζί του ως συνθέτης. Ξαναδιαβάζοντάς τον πίστεψα ότι η μουσική μου θα ταίριαζε πολύ στην ποίησή του. Η επιλογή κατά κάποιον τρόπο μου προσφέρθηκε από μόνη της και όχι συγκρίνοντάς τον με αμέτρητους άλλους ποιητές. Ήρθε φυσιολογικά. Παρ’ όλ’ αυτά, η μουσική «πλαισίωση» στη φόρμα ενός τραγουδιού δεν είναι η πλέον κατάλληλη για πλήθος ποιητές αλλά η προσεκτική ανάγνωση του έργου τους. Ο Λαπαθιώτης, αντιθέτως, γράφει με έναν τρόπο πιο άμεσο. Καλύπτει ευκολότερα τις βασικές απαιτήσεις ενός «κλασσικού» τραγουδιού.
Πέρα από αυτό, όμως, με τον Λαπαθιώτη υπάρχει μια βαθύτερη σχέση που με οδήγησε στην σύνθεση τουλάχιστον είκοσι ακόμη τραγουδιών σε ποιήματά του. Διαθέτουν πολλά στοιχεία που με συγκινούν αυτά καθ’ εαυτά ως πραγματικότητα και όχι απλώς ως ομορφιά του ποιητικού του τρόπου. Για παράδειγμα, το «Τραγούδι» είναι ένα κείμενο χωρίς κάποια ιδιαίτερη λογοτεχνική αρετή αλλά μια κατάσταση που βιώνει ο αφηγητής του. Ίσως να προσεγγίζω το κείμενο ως κραυγή του δημιουργού-ανθρώπου και όχι (μόνο) ως πνευματικό πόνημα. Υπάρχουν, όμως, και ποιήματα, όπως π.χ. το υπέροχο “Χειμωνιάτικο Τοπίο”, που το έχω ήδη μελοποιήσει, στα οποία δεσπόζει η τέχνη του λόγου και όχι η αμεσότητα της κατάστασης.
Για αρκετούς η τέχνη είναι ανεξάρτητη από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ποια είναι η απόψή σου; Ποια είναι σχέση του μουσικού συνθέτη με τον ποιητή και τι θεωρείς ότι θα αφουγκραστεί ο σημερινός ακροατής σε αυτή τη μελοποίηση; Η τέχνη είναι αναγκαστικά μέρος της κοινωνίας όπως και ο καλλιτέχνης μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της. Οπότε δεν μπορεί να είναι πλήρως αποκομμένη. Η τέχνη είναι ένας καθρέφτης που αστράφτει ολόκληρος αλλά και ελάχιστος. Όμως, δεν αξιολογώ θετικότερα την πρώτη περίπτωση από την δεύτερη ή το αντίστροφο. Ο καλλιτέχνης είναι όπως νιώθει, το ίδιο και η δουλειά του σαν σώμα που αναπνέει μέσα στην δυναμική της κοινωνίας. Μπορεί να επηρεάσει και να παρασύρει ολόκληρα τμήματά της, μπορεί μόνο λίγους δέκτες της. Μπορεί να δράσει θορυβωδώς και σύντομα, μπορεί και το αντίθετο. Δεν υπάρχει κανόνας και η κοινωνική αποδοχή δεν είναι απαραίτητα αξιολογικό κριτήριο για την δουλειά του καλλιτέχνη, ειδικά όταν η δημοκρατία δεν είναι μία έννοια πανίσχυρη στην ενημέρωση. Παρ’ όλο που η τέχνη γίνεται μέσα στην κοινωνία, τείνω να πιστεύω ότι όταν είναι εμφανώς εξαρτημένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι βαδίζει σε θολά μονοπάτια. Και μιλώ πιο πολύ για την τέχνη που σκοπό έχει το κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι αυτή που επηρεάζεται από αυτό.
Ο ακροατής, δεν ξέρω πως συνδέεται με αυτή ή άλλες μελοποιήσεις παλαιότερων ποιητών, υπό την έννοια ότι δεν μπορώ να μπω στην θέση του ακροατή. Ποιά είναι η σχέση του με το παρελθόν; Τι ακούσματα έχει; Γιατί ακούει μουσική; Γράφω μόνο από την θέση του συνθέτη και εκεί σταματώ. Φαντάζομαι ότι τα ερεθίσματα που με σπρώχνουν να γράψω κάτι, όπως αυτόν τον δίσκο, κινούνται παράλληλα με τα ερεθίσματα που παρακινούν το εν δυνάμει κοινό του να τον ακούσει. Κατά τον τρόπο που μπορεί να με συγκινήσει όχι μόνο μία κατάσταση αλλά και το παρελθόν που την γεννάει, όπως και ο λόγος με τον οποίον αυτή μεταφέρεται, που είναι και αυτός γέννημα οκτώ και δέκα δεκαετίων πίσω, κατά αυτόν τον τρόπο θα μου άρεσε τουλάχιστον να συγκινηθεί και ο ακροατής. Να αναγνωρίσει την δύναμη των ψυχικών τόπων του Λαπαθιώτη μέσα από το άπλωμά τους στο σήμερα, που με έναν πρόσθετο τρόπο αναπαράγει η μουσική.
Πέντε συνθέσεις, ένας δίσκος. Ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες αυτής της δημιουργίας και της συνεργασίας; Ο δίσκος «Τον Κήπο που Έσβησε κι Εχάθη» (‘The Garden Gone and Lost’) είναι ένας μικρής διάρκειας δίσκος, περίπου 23 λεπτών, με τρία τραγούδια και δύο οργανικά κομμάτια. Η ιδιαιτερότητά του κατ’ εμέ είναι ο συγκερασμός του τραγουδιού με το αμιγώς οργανικό κομμάτι, και η αντίστοιχη ατμόσφαιρα που δημιουργείται από αυτά με άξονα την ποίηση. Όμως, και τα ίδια τα τραγούδια έχουν πολλή μουσική χωρίς φωνή, κάτι που μου φαίνεται πιο ισορροπημένο. Επίσης, επέλεξα λιτή ενοργάνωση.
Η συνεργασία είχε και αυτή ιδιαιτερότητες, όχι όμως ασυνήθιστες, που πηγάζουν μέσα από την συνύπαρξη διαφορετικών ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι για πρώτη φορά με ένα καινούριο υλικό. Και η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα, από την δική μου μεριά, ήταν η προσέγγιση στη φωνή. Τα τρία τραγούδια του δίσκου ερμηνεύει ο Αλέξανδρος Βαλκανάς, με τον οποίο διατηρώ φιλία αρκετά χρόνια πριν συνεργαστούμε. Μελέτησα τη φωνή του και κάποια σημεία τα έγραψα με βάση τις ποιότητές της. Αυτό κυρίως στην χρήση της τεχνητά ψηλής περιοχής, την περιοχή falsetto, για να μιλήσω με τεχνικούς όρους. Η φωνή του αποπνέει μία ευαισθησία που ταιριάζει πολύ στα τραγούδια. Αυτή φαίνεται πολύ έντονα, για παράδειγμα, στα Βραδινά Τριαντάφυλλα, όπου η φωνή είναι και περισσότερο εκτεθειμένη από τα υπόλοιπα τραγούδια. Με τον Αλέξανδρο κάναμε αμέτρητες συναντήσεις για να καταλήξουμε στο στόχο μας, οι οποίες πλαισιώνονταν ανελλιπώς από διαλείμματα φιλολογικού περιεχομένου, καθώς ο Αλέξανδρος είναι φιλόλογος και εγώ βιβλιόφιλος. Επίσης, πολύωρη συνεργασία είχα και με την ακκορντεονίστα Larysa Zhychareva, καθότι οι εκτενείς και αρκετά δύσκολες μη φωνητικές συνθέσεις είναι για ακκορντεόν και πιάνο. Οι άλλοι μουσικοί που συμπράττουν εξαιρετικά στον δίσκο είναι ο Sergiu Nastasa στο βιολί και ο Γιώργος Βεντουρής στο μπάσο.
Λίγο πριν πατήσεις το “play”, αν διάλεγες μόνο ένα κομμάτι από αυτή τη δουλειά σου, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί; Δεν υπάρχει σταθερή απάντηση. Το κάθε κομμάτι δίνει κάτι διαφορετικό με άλλον τρόπο. Εξαρτάται και από την στιγμή. Για παράδειγμα, τα «Βραδινά Τριαντάφυλλα» δεν θα τα άκουγα, ούτως ή άλλως, συχνά διότι μου μεταφέρουν στην ακρόαση την σύνδεση με την απώλεια της μητέρας μου, στην οποία έχω αφιερώσει το κομμάτι αυτό όπως και τον δίσκο. Όταν αποφασίσω να ακούσω το συγκεκριμένο κομμάτι, πρέπει να είμαι έτοιμος να βυθιστώ σε μια άλλη κατάσταση. Γενικότερα, όμως, όταν ξανακούω τα κομμάτια το κάνω κυρίως από περιέργεια για να δω πώς μου φαίνονται μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο χρόνος αλλοιώνει την εντύπωση που αφήνουν οι εκάστοτε ακροάσεις του παρελθόντος. Και αυτό ισχύει για την επαφή μας σε σχέση με όλη την τέχνη.
https://www.youtube.com/watch?v=Uug6azLeZjQ
Περίγραψε μας σε λίγες λέξεις ποιος είναι ο καλλιτέχνης Anastazios. Οι δουλειές μέχρι σήμερα, σχέδια για το μέλλον, καλλιτεχνικοί πόθοι; Ως συνθέτης θεωρώ ότι έχω επηρεαστεί σε κάποια σημεία από την κλασσική μουσική. Όμως, δεν γράφω «κλασσική» μουσική (με την ευρύτερα έννοια της κλασσικής μουσικής μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα). Δεν αναπτύσσω ή πυκνώνω την μουσική μου με τους όρους της, ούτε υπάρχουν συχνά στις συνθέσεις μου οι αρμονικές «ακροβασίες» της. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς, ήδη, στον πρώτο μου δίσκο, το «The Remains of Shade». Για παράδειγμα, το «The Distorting Mirrors of Time», η μελωδία προχωράει επαναλαμβανόμενη όπως σε ένα τραγούδι. Και ενώ επαναλαμβάνεται, άλλες παράλληλες μελωδίες εμφανίζονται σταδιακά και λειτουργούν ταυτόχρονα με την βασική. Αυτή η παράλληλη συσσώρευση υλικού είναι μια τεχνική που εμφανίζεται πριν από πέντε αιώνες, στην Αναγέννηση. Όμως, απορροφάται διαφορετικά στη μουσική που γράφω. Επίσης, το συνολικό ύφος του πρώτου μου δίσκου συνενώνει στοιχεία folk, easy-listening, new age, αν πρέπει να βάλουμε ετικέτες, ενώ τα «κλασσικά» στοιχεία είναι λιγότερα.
Τα αμεσότερα σχέδια για το μέλλον είναι δύο δίσκοι. Ο επόμενος, που θα είναι έτοιμος το Φθινόπωρο, με τίτλο «Υποβρύχια Θέα», για σόλο πιάνο, προσφέρει μεγαλύτερη δραματοποίηση της σκέψης μου. Θα έλεγα ότι τα κομμάτια αγγίζουν αρκετά μουσικά ρεύματα, ενώ κάποια από αυτά εξελίσσονται συχνά με ακραίες αντιθέσεις, παραμένοντας μελωδικά. Είναι μια crossover δουλειά με 12 κομμάτια που τα έχω παίξει ο ίδιος για την ηχογράφηση. Παράλληλα, αναλώνω πολύ χρόνο και κόπο για να διαμορφώσω σταδιακά τις επόμενες δισκογραφικές δουλειές. Σε αυτές, συγκαταλέγεται η πρώτη συνέχεια σε ποιήματα του Λαπαθιώτη του τωρινού δίσκου. Την προγραμματίζω για το 2018.
Τα σχέδια για το μέλλον, σε αυτή την φάση, δεν τα διαχωρίζω από τους καλλιτεχνικούς πόθους. Απλώς, ο πόθος είναι αυτά να μπορούν να πραγματοποιηθούν βάσει των υψηλών καλλιτεχνικών στόχων που θέτω και αναμένοντας το επίπεδο του αποτελέσματος να είναι αυτό που προσδοκώ.