Σας έχει τύχει να αισθανθείτε πλήξη παρακολουθώντας μια κατά γενική ομολογία σπουδαία όπερα ή ακούγοντας ένα μείζον κλασικό έργο; Σίγουρα. Η πλήξη έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις, όπως και το αντίθετό της, το ενδιαφέρον. Κοιτάξτε, κάθε προκατάληψη βασίζεται σε γενικευτικά δεδομένα τα οποία συνήθως δεν έχουν αξία. Τα στερεότυπα δημιουργούν κάποιες κατηγορίες προς κοινωνική χρήση, όμως η παρακολούθηση μιας όπερας είναι κάτι πολύ προσωπικό. Προσωπικά, πλήττω περισσότερο στο δραματικό θέατρο, παρ’ ότι έχω μια πολύ στενή σχέση και μ’ αυτό ως θεατρολόγος. Το μουσικό θέατρο, ακόμα και σε κακές παραστάσεις με ευθυμεί, μου δίνει κίνητρα, μου δίνει ερεθίσματα.
Υπάρχει χαμηλή παιδεία στο κοινό όταν μιλάμε για όπερα ή είναι άδικη η γενίκευση; Όχι, δεν το πιστεύω, αυτό. Πρώτον υπάρχει πια μια μεγάλη μερίδα κοινού που έχει παιδεία και δεύτερον, πολλά έργα της όπερας δεν χρειάζεται να είσαι ενημερωμένος για να τα παρακολουθήσεις. Χαίρομαι όταν έρχονται και μου λένε μετά από μια παράταση «δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά μου άρεσε πολύ» ή τέλος πάντων «δεν με απώθησε». Η αλήθεια είναι ότι μια οπερατική παράσταση πολλές φορές βασίζεται σε κάποιος κώδικες, λίγο αυτοαναφορικούς. Εκεί ναι, είναι δύσκολο να παρακολουθήσει ο μη ειδικός. Και για ένα μεγάλο διάστημα, έτσι γινότανε το μουσικό θέατρο. Τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες όμως, κάποιοι σκηνοθέτες όχι αναγκαστικά επαγγελματίες της όπερας, επιχειρούν να το αλλάξουν αυτό. Και παρ’ όλη τη μεγάλη αντίδραση του κοινού και των ίδιων των τραγουδιστών, οι διευθύνσεις των λυρικών θεάτρων ποντάρουν σ’ αυτούς τους σκηνοθέτες, γιατί θέλουν να κρατήσουν τα προσχήματα. Να μην αποξενωθεί το γενικό κοινό.
Διερωτάστε ποτέ αν διώχνετε κόσμο πέρα από το να φέρνετε, με τη λογική που δουλεύετε; Είναι ένα ζήτημα. Υπάρχει μια ένταση γύρω από αυτό το θέμα. Εργάζομαι στη Λυρική Σκηνή ως τακτικός συνεργάτης πια, οπότε το σκέφτομαι δυο φορές, γιατί όταν είσαι εξωτερικός συνεργάτης απλά έρχεσαι και πουλάς το προϊόν σου – κι αν τους αρέσει έχει καλώς, αν όχι, φεύγεις. Οφείλουμε να μην αποξενώνουμε το κοινό για την επιβίωση του θεάτρου, ειδικά στις μέρες μας. Μπορούμε να πηγαίνουμε εν γνώσει μας ενάντιά τους, όχι όμως να κάνουμε ό,τι να ‘ναι. Ναι, υπάρχει αντίδραση… Και ενίοτε οι τραγουδιστές της όπερας έχουν συντηρητικά ένστικτα. Προτιμούν το παραδοσιακό, γιατί εστιάζει στη φωνή, στο τραγούδι. Το σωστό γι αυτούς είναι αυτό που πηγαίνει με τη μουσική και όχι αυτό που εναντιώνεται ως ένα βαθμό σ’ αυτήν.
Το μοντέρνο είναι αυτό που εναντιώνεται; Από τη στιγμή που μπαίνεις ανάμεσα σε ένα έργο και σε έναν ερμηνευτή, ως διάμεσος με λόγο και με δυνατότητα παρέμβασης και όχι απλά ως ένας διαχειριστής του σκηνικού γεγονότος, οπωσδήποτε παρεμβάλεις την προσωπική σου αισθητική και κρίση. Αυτό ενίοτε φέρνει εντάσεις.
Έχετε απορρίψει ποτέ μια σκηνοθετική σας ιδέα ως υπερβολικά τολμηρή; Φυσικά. Αυτονόητο είναι κι όποιος λέει ότι δεν το κάνει είναι υποκριτής. Αυτό που εσύ θεωρείς μια ενδιαφέρουσα, έξυπνη, τρελή λύση, μπορεί να αποξενώσει το κοινό, αλλά και τους ίδιους τους ερμηνευτές. Χρειάζονται και συμβιβασμοί σ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί στο τέλος-τέλος, όσο και να προσπαθήσω να υποχρεώσω έναν ερμηνευτή να κάνει κάτι, αν δεν το πιστέψει έστω και λίγο, θα το κάνει άσχημα.
Ή μπορεί να πει «αυτός θα μας εκθέσει»… Καλά αυτά πάντα ακούγονται. Όπως σε όλους τους χώρους έτσι και στον καλλιτεχνικό ο καθένας έχει άποψη, όλοι ξέρουν καλύτερα κλπ. Είναι μέρος της δουλειάς.
Τα μόνα είδη μουσικού θεάτρου που διείσδυσαν στην ελληνική κοινωνία, κυρίως την περίοδο του Μεσοπολέμου, είναι η οπερέτα και η επιθεώρηση… Ναι. Αρχικά να πούμε ότι αντίθετα από τη γενική πεποίθηση, στο Μεσοπόλεμο υπήρχε σημαντική ζωή στο πεδίο της όπερας. Μπορώ να σας πω ότι κάποιες μέρες του 1919, τύχαινε να παίζονται μέχρι και τρεις παραστάσεις. Δε συζητάω για οπερέτα, γιατί υπήρχαν από δύο μέχρι πέντε καθημερινά – ήταν το κυρίαρχο θεατρικό είδος. Αυτό είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο και οτιδήποτε άλλο λέγεται είναι μια τεράστια ιστορική παρανόηση. Όποιος ανοίξει τις εφημερίδες της εποχής, θα δει πέντε οπερέτες και δύο έργα πρόζας, τουλάχιστον στο Μεσοπόλεμο. Τη δεκαετία του ’30 τώρα, το ελαφρό μουσικό θέατρο δέχτηκε μια τεράστια επίθεση, κυρίως από το Μεταξά, ο οποίος έβρισκε στους θιάσους επικίνδυνους αντιπάλους πολιτικής κριτικής. Ένα από τα εργαλεία λοιπόν για τη διάλυσή του ήταν η Εθνική Λυρική Σκηνή, που εγκαινιάστηκε το 1940, με πρώτο έργο τη «Νυχτερίδα». Η οπερέτα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο επιβολής μιας εθνικής «γραμμής», που φυσικά έρεπε προς το υψηλό και ανταγωνιζόταν το ευτελές.
Υπήρχε τεράστια διαφορά μεταξύ οπερέτας και επιθεώρησης τα χρόνια εκείνα; Ήταν δύο συγγενή είδη, από την άποψη ότι τα υπηρετούσαν οι ίδιοι ηθοποιοί. Σήμερα είναι αδύνατο να κατανοήσουμε πώς γίνεται αυτό, ωστόσο γίνεται. Μάλιστα όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, βγήκαν από την οπερέτα. Ελάχιστοι προέρχονταν από το θέατρο πρόζας. Εδώ και εξήντα χρόνια όμως τα δύο αυτά είδη έχουν πάρει ξεχωριστούς δρόμους. Η επιθεώρηση είναι ένα ζωντανό είδος που εξακολουθεί να παράγει νέα έργα, με εξαίρεση κάποια ρετρό αφιερώματα του στυλ «Πάμε σαν άλλοτε», σαν αυτά που γίνονται στο Badminton. Σήμερα επιθεώρηση είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Τελεία. Μας αρέσει- δεν μας αρέσει, αυτό είναι. Και υπάρχει. Σε αντίθεση με αυτά που λένε κάποιοι ότι πέθανε, υπάρχει. Απλά κατέληξε σε μια ευτέλεια η οποία ενδεχομένως δε μας εκφράζει, τι να κάνουμε, δικό της πρόβλημα. Η οπερέτα όμως, δεν υπάρχει ως ζωντανό είδος – τέλειωσε τη δεκαετία του ’40. Ας πούμε ότι ο θάνατος του Θεόφραστου Σακελλαρίδη το 1950 ήταν ένα ορόσημο. Αυτοί λοιπόν που αναβιώνουν σήμερα οπερέτες, το κάνουν κυρίως μέσα από μία ρετρό ματιά.
Είναι λάθος το ρετρό; Για ‘μένα ναι, είναι ο λάθος τρόπος. Εμπορικά είναι λογικό, αλλά καλλιτεχνικά είναι λάθος. Γιατί αδικεί τα έργα. Η μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με την οπερέτα είναι ότι πρόκειται για ένα είδος του «παλιού καλού καιρού». Δεν είναι έτσι. Όταν γράφτηκαν αυτά τα έργα, μιλούσαν για τον παρόντα χρόνο. Η πιο γνωστή ελληνική οπερέτα, ο «Βαφτιστικός», ήταν ένα πολιτικό έργο της εποχής του, μια πολιτική ανάγνωση του τι γινόταν στην επιστράτευση του 1918. Είναι δηλαδή σαν να ξεχνάς την Ελισαβετιανή Αγγλία στα έργα του Σαίξπηρ και να τα διαβάζεις σαν παραμύθια, όπως και γινόταν τον 19ο αιώνα . Το ρετρό παραποιεί τα έργα και τα μετατρέπει από έργα «της εποχής τους» σε έργα «μιας άλλης εποχής», που δεν έχει καμιά διέξοδο προς τη δική μας.
Παρακολουθείτε δραματικό θέατρο; Ναι βέβαια. Κι εδώ και έξω, όποτε μπορώ.
Μοντέρνες μουσικές ακούτε; Εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Είμαι του κλασικού, σχεδόν αποκλειστικά… Εντάξει, θα βγω να χορέψω, αλλά δεν θα ακούσω στο σπίτι μου μοντέρνα πράγματα. Μου αρέσουν τα λαϊκά παλιότερης κοπής. Τα καινούρια τα βαριέμαι. Θα ακούσω ευχαρίστως Μάκη Χριστοδουλόπουλο, αλλά Νίκο Βέρτη δε μπορώ να ακούσω, ούτε και ξένα ποπ. Δεν με ενδιαφέρουν. Όχι από σνομπισμό…
ΙΝFO
Η «Νυχτερίδα» θα παίζεται στο Θέατρο «Ολύμπια» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από 22/02, για 14 παραστάσεις. Τα εισιτήρια ξεκινούν από 15 ευρώ. Περισσότερα στο www.nationalopera.gr