Στη φαντασία τους ασελγούνε οι κάκτοι
πέρα από τη φάρμα. Η νύχτα είναι σα μια
τρομαχτική και ωραία λιποθυμιά
κάτου απ’ του φεγγαριού τον καταρράχτη
Πώς να χωρέσεις κάλλιο μην ερχόσουν
σε τούτη την ελάχιστη στιγμή.
Κι έτσι κυνηγημένος, τρέμεις μη
Και τα φιλιά μου ακόμη σε προδώσουν!
Σαν το βαθύ χαμόγελό σου, κι όπως
χαράζει απ’ τους μαιάνδρους της σγουρής
γενειάδας σου απαράλλαχτα θαρρείς
οι κάκτοι ανθούν , κι ημέρωσε ο τόπος.
Τρεις μήνες αγωνίας, κι εσύ αφήκες
Να κοιμηθούν σε μόνη μια βραδιά:
Αν σου έχει λείψει η φλόγα απ’ την καρδιά
πάρ την απ’ τις ζυγές πιστολοθήκες
και χτύπα με. Περσότερο από χίλια
πέζος, σου αποτιμούν την κεφαλή…
Κάθε μια νέα σου δόξα αντιλαλεί
η έρημος σε διακόσια τόσα μίλια
Μια γη από πέτρα κίτρινη, κι αγκάθι
σε βύζαξε. Έρωτα μου. Είναι βαρύ
το χρέος σου σε μια γη φαρμακερή
που ανθούν οι κάκτοι αντάμα με τα πάθη!
«Κι αν μ’ αγαπάς παράφορα, με κάνεις
να πλήττω , όταν το ακούω τόσες φορές! »
Μα διάβολε, μικρή μου Ντολόρες,
πως θα με πείσεις, δίχως… να πεθάνεις!»