Νίιλν νίινλ ζίιλν το μεγάλο καρούλι με το σκοινί — πλαφ γκλουπ ο κουβάς με το βαρίδι στο νερό δέκα οργιές βάθος. Το στρίγκλισμα πιο διαπεραστικό· και αργό το ανέβασμα. Το πήδημα του νερού στον γκαζοντενεκέ — μικρά ουράνια τόξα. Παρακάλια παιδιών να τ’ αφήσουν να σκύψουν βαθιά στο κυμάτισμα του σκοτεινού νερού. Μαλώματα, κλάματα. Η ηχώ αφηνιάζοντας στις καμάρες, κατρακυλώντας από πέτρα σε πέτρα. Το ξάφνιασμα του παιδιού πάνω απ’ το γεμάτο κουβά — ανάσυραν μια μορφή, τη δικιά του.
Αααα, εεεε… Κυματιστά με μαγικό χρωμάτισμα της φωνής. Ήμερα ως χαϊδευτικά, στην ανάγκη άγρια. Φωνές προτρέποντας τα ζώα στον καυτό κύκλο του αλωνιού δονώντας το σταματημένο αέρα.
Ιούλιος καταμεσήμερο.
Σούρουπο και φωνές μανάδων: Αν-τώνηη… Γιουάνναα… Σπεράν-τσαα… — με την παλιά προφορά. Στη γωνιά σπιθίζουν τ’ αναμμένα καλάμια σπασμένα στο γόνατο. Τσιτσιρίζει το τηγάνι.
Τώρα επιστρέφουν. Κορίτσια μπροστά, αγόρια πιο πίσω, σε παρέες. Έχουν αφήσει την παραλία, παίρνουν το μονοπάτι ανάμεσα στους καλαμιώνες. Έντεκα-δώδεκα χρονών. Παιδιά της πόλης που τα φόβιζε το σκοτάδι — τώρα χρυσωμένα τα πρόσωπά τους: Πανσέληνος, Αύγουστος…
Η ανατολή της σελήνης τούς είχε προφτάσει στο ύψωμα που αντικρίζει το διπλό υπέροχο κόλπο. Πέρα η θάλασσα λαμπύριζε. Πλάι τους, όμως, ο φλοίσβος ανέβαινε απ’ το σκοτάδι. Σκοτεινή κι η αμμουδιά των Αγκαθωπών πιο πέρα. Τρυπούσαν τα γκριζοπράσινα αγκάθια της. Οι λευκοί της κρίνοι αυτόφωτοι έφεγγαν.
Αριστερά πίσω απ’ τους βράχους τούς περίμεναν οι βάρκες. Αντίκρυ το Στρογγυλό και το Σκινονήσι έπλεαν στο φως.
Το πλατάγισμα των κουπιών. Η λάμψη τους έξω απ’ το νερό. Το πλατάγισμα, η λάμψη… Το ταξίδι ελάχιστο, μ’ ένα θέλγητρο μυστικό να προεκτείνει στο άπειρο…
Τώρα επιστρέφουν. Αργά, με μια πληρότητα ως τη θλίψη. Θα στρίψουν τα αγόρια δεξιά. Τα κορίτσια θα συνεχίσουν την απαλή ανηφόρα ίσαμε τις σκάλες του γέρικου σπιτιού με τα κεραμίδια, τις αυλές, τις καμάρες. Απόψε θα ξεχάσουν τις χαραμάδες στα σανίδια, το σκοτεινό κυπαρίσσι. Τυλιγμένα στο μετάξι του φεγγαριού θα τα πάρει ο ύπνος μ’ ένα βότσαλο κουφέτο στο μαξιλάρι.
Αύριο πάλι θα φέρνει ο βοριάς τις φωνές τους καλώντας Πατέρα τον ιερωμένο αρχηγό.
Μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία
Μέσα στους πευκώνες τους βαθυκόκκινες επαύλεις. Βεράντες με τζαμαρίες, ξύλινες δαντελωτές γιρλάντες. Βαθιά πηγάδια με πέτρινες κολόνες. Σπασμένες κρήνες, σχέδια παρτεριών, ανεμοδείχτες. Σιωπή. Στις κλειστές κάμαρες ευωδιάζει το ξύλο των πατωμάτων, των επίπλων. Τρίζει πού και πού τονίζοντας τη μεγάλη σιγή. Χτες κήδεψαν τη γηραιά κυρία, ως το τέλος ευθυτενή και ωραία. Φόρτωσαν το φέρετρο στο φορτηγό. Τη συνόδεψαν μια σκυφτή ξενιτεμένη αδερφή, ο μπαξεβάνης κι ένας γείτονας, στριμωγμένοι πλάι στον οδηγό. Ενταφιάστηκε στο χορταριασμένο οικογενειακό μαυσωλείο. Ίσως να ‘γραψαν τ’ όνομά της — Ιφιγένεια, Ζενή, Φεβρωνία… Χρόνια της έγνοιας και τα σπίτια της εξοχής βουβάθηκαν ένα-ένα. Στις σκάλες και στα κατώφλια τους σωριάζονται οι πευκοβελόνες, τ’ αγριόχορτα. Σπάνια στο μαντρότοιχο μια θεριεμένη μποφόλια, μια γλυσίνα. Στη σέρα λίγες μπιγόνιες, ένα φούλι — κάποια Ελπίδα ή Σπεράντσα επιμένει να τα ποτίζει.
Διονυσία Ανδριτσάνου, Ντελλαγράτσια, Το Ροδακιό 2002.
Η Διονυσία Aνδριτσάνου γεννήθηκε στην Αθήνα τo 1936. Πέρασε παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Σύρο. Πήρε πτυχίο Νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στην Κοινωνική Ασφάλιση. Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις καθώς και κείμενα στα περιοδικά Τομές, Αιολικά Γράμματα και Συριανά Γράμματα.