Από τη στιγμή που άρχισε ο άνθρωπος να οργανώνεται σε κοινωνίες, έβαλε σε λειτουργία ένα εργοστάσιο αναπαραγωγής αδιεξόδων. Υπαρκτά αλλά και ανύπαρκτα τα αδιέξοδα αυτά, προκαλούνται τις περισσότερες φορές από ένα ερώτημα: τι σημαίνει ελευθερία και πώς μπορεί να επιτευχθεί;
Στην προσπάθεια ν’ απαντηθεί το ερώτημα, έχουν γραφτεί και έχουν ακουστεί εκατομύρια λέξεις. Στις λέξεις που ακολοθούν όμως, ο Νίκος Ερηνάκης συνδέει την επίτευξη της ελευθερίας με τη δημιουργικότητα, δίνοντας μια νέα και πιο σύγχρονη διάσταση στο θέμα.
Αφορμή για τη συνάντηση μας είναι η έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, «Αυθεντικότητα και Αυτονομία. [από τη δημιουργικότητα στην ελευθερία]» από τις εκδόσεις Κείμενα.
Καταπιάνεσαι με δύο έννοιες, την αυτονομία και την αυθεντικότητα. Έχουν απασχολήσει πολλούς φιλοσόφους, εσύ τι καινούργιο έρχεσαι να προσθέσεις; Οι περισσότεροι στοχαστές είτε ταυτίζουν την αυθεντικότητα με την αυτονομία είτε, σε άλλες περιπτώσεις, εκλαμβάνουν τη μία ως βασική προϋπόθεση της άλλης. Η πρόθεσή μου, αντίθετα, είναι να διακρίνω τις δύο έννοιες όσον αφορά στη βαθύτερη ουσία, στη λειτουργία και στον ρόλο τους στην κοινωνικο-πολιτική, αισθητικο-καλλιτεχνική και ηθική μας σκέψη και πρακτική. Με στόχο την αποδέσμευση της αυθεντικότητας από την αναγκαιότητα μόνο για εργαλειακό ορθολογισμό και την ύπαρξη κάποιας μορφής εαυτού, καθώς και την αποσαφήνιση του ρόλου της ως ενός στοιχείου ζωτικής σημασίας της θεωρίας του καλού, προτείνω μία καινοτομική θεώρησή της, με βάση τη δημιουργικότητα. Αν τα επιχειρήματά μου είναι έστω και στο ελάχιστο επιτυχή, ευελπιστώ ότι μας παρέχουν μία καλύτερη κατανόηση της φύσης της δημιουργικότητας, της αυθεντικότητας και της αυτονομίας, καθώς επίσης και της αμοιβαίας σχέσης τους, στην καθημερινή μας ζωή και στον δρόμο προς την επίτευξη της ελευθερίας ως ταύτισής της με την αυθεντικότητα-ως-δημιουργικότητα.
Όλα αυτά, σε μια εποχή τόσο έντονης βιοπολιτικής διαχείρισης (λόγω της πανδημικής κρίσης αλλά και όχι μόνο βεβαίως) του καθημερινού προσωπικού και συλλογικού βίου, αποκτούν ακόμα πιο ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον.
Θεωρείς, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ένα δημιουργικό ον; Ακριβώς, ένα δυνάμει δημιουργικό ον. Θεωρητικά και πρακτικά σε αυτό που ονομάζουμε νεωτερικότητα, δηλαδή, από τον Καντ και τον Χέγκελ και μετά, το κύριο πρόταγμα της νεωτερικότητας είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η πραγμάτωση της ελευθερίας. Για τον Καντ μέσω της ορθολογικότητας, για τον Χέγκελ μέσω της ιστορικότητας και του λόγου. Αυτό που προσπαθώ ν’ αποδείξω είναι ότι η πορεία προς την επίτευξη της προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας περνάει κυρίως μέσα από την αυθεντικότητα και πιο ειδικώς μέσα από τη δημιουργικότητα. Αυτό μπορεί να θυμίζει μια νεορομαντική σκέψη, αλλά μέσα από νέες έννοιες που επιχειρώ να εισάγω, όπως η συν-αυθεντικότητα, η ισο-αυθεντικότητα και η ισο-αυτονομία, πρόθεσή μου είναι να υπερβώ δεσμευτικές κατηγοριοποιήσεις του παρελθόντος, όπως και, έστω και στο ελάχιστο, τις αδυναμίες που αυτές αποδείχθηκε ότι φέρουν.
Στην ουσία θεωρώ ότι η έννοια της δημιουργικότητας είναι μια πολύ πιο ανθρώπινη λειτουργία σε σχέση με την ορθολογικότητα ή την ιστορικότητα. Όχι ότι και αυτές δεν είναι πολύ σημαντικές για την επίτευξη της ελευθερίας αλλά ίσως αυτό που εκπληρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό την ανθρωπινότητά μας είναι η φαντασία και η δημιουργικότητα ή πιο συγκεκριμένα αυτό που ονομάζω ευφαντασιακότητα και ευφαντάσταση, ένας συνδυασμός ριζικής φαντασίας και γνήσιας δημιουργικότητας. Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει ότι απευθύνεται μόνο σε μια καλλιτεχνική ή διανοητική ελίτ, δεν νομίζω όμως ότι στη συγχρονία θα μπορούσε να μας αφορά ένας τέτοιος νιτσεϊκού τύπου δρόμος περί υπερανθρώπου. Θεωρώ ότι όλες/οι μπορούμε να αγγίξουμε επίπεδα γνήσιας δημιουργικότητας στο πλαίσιο του καθημερινού βίου.
Έχουμε πετύχει να είμαστε ελεύθεροι μέσω της δημιουργικότητας ή περιμένουμε να μας συμβεί; Το έχουμε πετύχει ανά διαστήματα. Αν μπορούμε να μιλήσουμε για εννοιολογικά πεδία, είτε οποιαδήποτε διεύρυνση ή μετατόπιση ενός υπάρχοντος πεδίου είτε ένας μετασχηματισμός του, αποτελεί πολύ καλό παράδειγμα αυτής της διαδρομής προς την πραγμάτωση της αυθεντικότητας και της ελευθερίας. Παραδείγματα στην τέχνη είναι πιο εύκολο να εντοπίσουμε λόγω της ριζοσπαστικής φύσης που είχαν πολλά κινήματα, συλλογικότητες και πρόσωπα. Και μόνο στο πλαίσιο του μοντερνισμού, από τον Ρεμπώ μέχρι τη δεκαετία του ’60, αναδεικνύονται ποικίλα. Στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, η Αθηναϊκή Δημοκρατία αποτελεί ένα σχετικό παράδειγμα, η Γαλλική Επανάσταση επίσης.
Με ποια έννοια; Ότι χωρίς αναγκαστικά τη δυνατότητα πρόβλεψης αυτών, παρατηρούμε ξαφνικά τη φανέρωση σημαντικών δημιουργικών κοινωνικο-πολιτικών και αισθητικο-καλλιτεχνικών μετασχηματισμών που λαμβάνουν ρόλους ριζικής τομής.
Πώς την ορίζουμε την αυθεντικότητα, όμως; Στο βιβλίο σε πρώτο επίπεδο διερευνώ τι δεν είναι η αυθεντικότητα και στη συνέχεια προτείνω συγκεκριμένες ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την πραγμάτωσή της. Αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή που μπορούμε απλώς να ανακαλύψουμε, και στη συνέχεια να βιώσουμε, αλλά εκείνη που θα πρέπει να οικοδομήσουμε δημιουργικά. Απέναντι στη σύγχρονη μεταμοντέρνα τάση προς μια προτυποποιημένη εργαλειοκρατική μαζική κοινωνία του πραγματικού (υλικού) και υπερ-πραγματικού (ψηφιακού) θεάματος, ίσως μέσω της δημιουργικής δημιουργίας, οι πιθανότητες ενός αυθεντικού — τόσο προσωπικού όσο και συλλογικού — βίου μπορούν να αφυπνιστούν και εντέλει να πραγματωθούν.
Ωστόσο, υπάρχουν βασικές παρανοήσεις γύρω από τις έννοιες της αυθεντικότητας και της αυτονομίας. Μια κύρια είναι ότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα επικρατεί μια πεποίθηση ότι υπάρχει ένας αληθινός, αυθεντικός εαυτός, μέσα μας κάπου, τον οποίο πρέπει είτε κάπως ν’ ανακαλύψουμε (αρχαιότητα και διαφωτισμός) είτε κάπως να εκφράσουμε (ρομαντισμός) είτε κάπως να δημιουργήσουμε (υπαρξισμός). Απέναντι σε αυτό υπάρχει μια έντονη αμφισβήτηση, σχετικά με την ύπαρξη του εαυτού, ότι δηλαδή είναι μια ψευδαίσθηση, πλην όμως συχνά αναγκαία, ώστε να συγκροτούμε μια ταυτότητα και να επικοινωνούμε. Μέχρι τώρα, η έννοια της αυθεντικότητας περιλάμβανε υποχρεωτικά έναν τέτοιον τρόπο ζωής, ώστε σε όλες τις ενέργειές μας καθένας να εκφράζει τον πραγματικό, αληθινό του εαυτό. Αν όμως οι θεωρίες της αυθεντικότητας βασίζονται στην ύπαρξη ενός αληθινού εαυτού και πλέον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξή του, τότε οι θεωρίες αυτές καταρρέουν. Γι’ αυτό θεωρώ ότι μια θεώρηση της αυθεντικότητας, αποδεσμευμένη από την ύπαρξη ενός εαυτού, μπορεί να υπερβεί κάθε τέτοια κριτική και να προτείνει νέα προτάγματα και απαντήσεις στα αδιέξοδα της ύστερης νεωτερικότητας. Ειδικά από τον 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα επικρατεί μια γενικευμένη «κουλτούρα της αυθεντικότητας», μιας ψευδεπίγραφής όμως αυθεντικότητας, με χαζοχαρούμενα μότο τύπου «να είσαι ο αληθινός εαυτός σου ή γίνε αυθεντικός» ενώ παράλληλα δείχνουν κάποιον να καπνίζει μια μάρκα τσιγάρα ή να οδηγεί ένα νέο αυτοκίνητο — τραγέλαφος.
Να είσαι ο εαυτός σου. Ακριβώς, αυτό το βλέπουμε να κυριαρχεί από τεχνικές marketing σε όλα τα επίπεδα μέχρι και προεκλογικές εκστρατείες. Δεν μπορούμε παρά να εστιάσουμε σε αυτό που βιώνουμε στη σύγχρονη εμπορευματοποιημένη κοινωνία της μαζικής κουλτούρας όπου κάθε έννοια, ιδέα και αξία κεφαλαιοποιείται εργαλειακά χάνοντας την αυταξία της στο βωμό του θεάματος και του μάρκετινγκ προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται ούτε καν για την απόλαυση της κατανάλωσής τους αλλά για την ψευδαίσθηση ότι μέσω της κατανάλωσής τους πραγματώνονται οι ιδέες, έννοιες και αξίες που έχουν καταστρατηγηθεί για την επικοινωνιακή προώθησή τους.
Αυτή η παρανόηση νομίζω μας έχει οδηγήσει στην απομάκρυνση από τη βασική αναρώτηση σχετικά με το τι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Έχουμε βουτήξει στο φαίνεσθαι, μέσα κυρίως από μια ψηφιακή υπερ-πραγματικότητα (κοινωνικά δίκτυα κ.α.) και αυτό μ’ ένα ψευδές πέπλο της αυθεντικότητας που παρουσιάζουμε μέσα από την εικόνα μας προς τους άλλους. Ενώ στην ουσία οικοδομούμε μια ψευδοεικόνα σε μια ψηφιακή υπερ-πραγματικότητα που, επειδή την εκλαμβάνουν οι άλλοι ως ετερότητα, μας προσεγγίζουν αναλόγως κι έτσι καταλήγει εν τέλει να ενημερώνει εμάς τους ίδιους για το ποιοι ακριβώς είμαστε. Αυτό διαστρεβλώνει την αντίληψη που έχουμε για μας αλλά και την θέση που έχουμε στις ευρύτερες κοινότητες των οποίων είμαστε μέλη, άρα και στην κοινωνία εν γένει. Αυτό το τριαδικό σχήμα ανάμεσα στο ποιος επικοινωνείς ψηφιακά ότι είσαι, στο πώς οι άλλοι το αντιλαμβάνονται και βάσει αυτού σε προσεγγίζουν και το πώς εν τέλει αυτό επηρεάζει εσένα στο ποιος πραγματικά γίνεσαι, πρέπει να αναγνωρισθεί, συνειδητοποιηθεί και αντιμετωπισθεί ώστε να μετασχηματισθεί σε κάτι το θετικό και όχι στο παθογενές όπως συμβαίνει τώρα.
Ένα μεγάλο μπέρδεμα είναι αυτό. Από τη μια υπάρχει μια ανάγκη «να είμαστε ο εαυτός μας» και παράλληλα φτιάχνω και ένα ψεύτικο εαυτό που δεν ξέρω αν έχει σχέση με τον πραγματικό εαυτό μου; Αποτελεί μια ισχυρή σύγχρονη παθογένεια και ανήκει κυρίως στη δική μας γενιά.
Υπάρχει και ο αλγόριθμος. Βλέπεις μια ταινία, ακούς ένα τραγούδι και μετά ο αλγόριθμος σου πασάρει κάτι που πολλές φορές δε σου αρεσει. Εκεί, ίσως υπάρχει μια αντίσταση, εκεί καταλαβαίνουμε ότι δεν «είμαστε ακόμα ο αλγόριθμος». Στο τρίτο κεφάλαιο δίνω μεγάλη σημασία στην ιστορία της διαμόρφωσης των δημιουργικών στάσεων (δηλαδή των ιδεών, επιθυμιών, πεποιθήσεων) μας και δράσεων (δηλαδή των πράξεων και των έργων) μας και στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρώ την άμεση σύνδεση που πιστεύω πως έχουν με το διαχρονικό ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης. Αν μια στάση ή δράση μας έχει διαμορφωθεί, χωρίς να παρακάμπτονται οι δημιουργικές μας διαδικασίες, ασχέτως με τις ορθολογικές (που συχνά μπορεί να υπόκεινται πιο εύκολα σε διαφόρων τύπων χειραγώγηση), αυτό σημαίνει ότι ήδη έχουν διαμορφωθεί ορισμένα πράγματα τα οποία δημιουργούν την αντίσταση που μόλις περιέγραψες. Επιχειρώ να διατυπώσω συγκεκριμένες αναγκαίες και ικανές συνθήκες αναφορικά με το τι καθιστά μια διαδικασία και τα αποτελέσματά της, δημιουργικά. Αν οι δημιουργικές μας διαδικασίες παραμένουν ενεργές και απαράκαμπτες, κανένας αλγόριθμος δεν μπορεί να προβλέψει την επόμενη εσωτερική ή εξωτερική δημιουργία μας. Αυτό δεν είναι τόσο απαιτητικό όσο ακούγεται, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική ιδιοφυΐα με την καντιανή ή/και σύγχρονη έννοια. Αντιθέτως, ο αγώνας για ελευθερία μέσω της αυθεντικότητας-ως-δημιουργικότητας κερδίζεται με μικρές συνεχείς μάχες σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας.
Την τωρινή εποχή, όπου κάθε μετατόπιση που προκαλεί η δημιουργικότητα, την καταπίνει το σύστημα και καταφέρνει να την ενσωματώσει, πώς θα μπορέσει μετά να προκαλέσει οποιαδήποτε ανατροπή; Σημαντική ερώτηση. Εδώ φανερώνεται μια πτυχή που πρέπει διαρκώς να αναλογιζόμαστε. Πρέπει να εξισώνεται πάντα η δημιουργικότητα με τη ριζοσπαστικότητα; Τις περισσότερες φορές συμβαίνει και είναι καλό που συμβαίνει. Ωστόσο είναι μια ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη. Έχουμε δει δηλαδή παραδείγματα τα οποία εμφανίστηκαν με ένα ψευδεπίγραφο πέπλο περί αυθεντικότητας και στην πορεία αποδείχθηκαν τερατώδη. Αν αναλογιστούμε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην οποία αναπτύχθηκε υπό μια έννοια η αφετηρία όλης της τερατώδους ναζιστικής λαίλαπας, θα εντοπίσουμε διαβάζοντας λόγους πολιτικών πως συχνά βασίστηκαν σε μια νοσηρή ρητορική περί αυθεντικότητας του αίματος, της φυλής κτλ. Ενώ εδώ εμείς μιλάμε για μια αυθεντικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι ως συλλογική δημιουργία χωρίς αποκλεισμούς.
Εδώ μπαίνει ένας πρώτος πολύ δομικός διαχωρισμός όσον αφορά στην προοδευτική διάσταση της αυθεντικότητας και της αυτονομίας σε σύγκριση με την όποια μισαλλόδοξη. Από εκεί και πέρα όμως, ενώ το ριζικά νέο οφείλει να είναι ένας διαρκής στόχος, δεν σημαίνει ότι εντός του δεν ελλοχεύουν και κίνδυνοι, και για αυτό εισάγω τις έννοιες της συν-αυθεντικότητας και της ισο-αυθεντικότητας, δηλαδή την αυθεντικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από την ουσιαστική διάδραση και διασύνδεση με την κάθε ετερότητα, δηλαδή με τον κάθε πιθανό άλλον, ενώ παράλληλα σέβεται τα όρια της κάθε αυθεντικότητας που οικοδομείται από το πρόσωπο με το όποιο άλλο πρόσωπο ή συλλογικότητα. Σε αυτό το επίπεδο, η εξασφάλιση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερους βαθμούς ισότητας αφετηριακών συνθηκών και ισότητας ευκαιριών ως προς τη δυνατότητα ανάπτυξης και πραγμάτωσης της αυθεντικότητας κάθε προσώπου εντός της κοινωνίας είναι κομβική.
Ανέκαθεν όμως η δημιουργικότητα κοίταζε μπροστά, τώρα η εποχή λέει ότι είσαι δημιουργικός αν κοιτάς προς τα πίσω. Γι’ αυτό δεν είναι πανάκεια το νέο για χάριν του νέου. Προχωρώντας προς μια έννοια προόδου, ίσως χρειαστεί, να γυρίσουμε αρκετά πίσω και να πάρουμε κι από το παρελθόν αξιόλογα, χρήσιμα στοιχεία που μπορεί να έχουμε παραμελήσει. Το να επαναφέρουμε πατήματα και άξονες που τόσο πολύ μας λείπουν σήμερα, σε μια εποχή που «όλα είναι όλα». Στην τέχνη βρισκόμαστε εδώ και αρκετές δεκαετίες σ’ ένα αδιέξοδο, όπου δυνητικά όλα μπορούν να είναι τέχνη άρα εν τέλει και τίποτα δεν είναι ακριβώς τέχνη. Παραπλήσια αδιέξοδα εντοπίζουμε και στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο. Άρα, πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε να επαναφέρουμε και να επαναθεωρήσουμε. Αυτό μπορεί να είναι, από μια σκέψη των προσωκρατικών, που δεν τους έχουμε αξιοποιήσει ακόμα, μέχρι και πράγματα του 20ου αιώνα. Αλλά να μπούμε πιο βαθιά στο είναι απ’ ό,τι στο έχειν και στο φαίνεσθαι. Πολλές φορές, επιστρέφουμε στο παρελθόν για να πάρουμε μόνο το κέλυφος, λ.χ. έναν ωραίο τρόπο να ντυνόμαστε, μια επιφανειακή προσέγγιση της αισθητικής, που ενώ η ίδια θα μπορούσε να φέρει μετασχηματιστικά προτάγματα, στη σύγχρονη δημοφιλή έκφανσή της στερείται οποιουδήποτε νοήματος. Αυτό είναι το επόμενο ζήτημα που θέλω ν’ αναδείξω, ότι μ’ έναν τρόπο, βρισκόμαστε σ’ ένα αδιέξοδο της νεωτερικότητας, καθώς κι αυτό που μάλλον παρωχημένα αποκαλούμε μεταμοντερνισμό, δεν είναι παρά το όψιμο στάδιο μιας ύστερης νεωτερικότητας, στην οποία βλέπουμε ότι μια βάναυση ματαιότητα εισχωρεί σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Κάθε εποχή όμως δεν βασανίζεται από τα αδιέξοδά της; Στη δική μας μικροϊστορική εποχή βρισκόμαστε στη στιγμή που φαινομενικά είμαστε σε στάδιο αδιεξόδου. Πρόσεξε όμως, όταν έχουμε πολλές παράλληλες και αλληλένδετες κρίσεις (λ.χ. πανδημική, κοινωνικο-οικονομική, οικολογική, πολιτισμική, προσφυγική/μεταναστευτική) όπως σήμερα, δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Για παράδειγμα, μέσα σε λίγα χρόνια στο Μεσοπόλεμο γεννήθηκαν τα σημαντικότερα κινήματα του αιώνα στην τέχνη· σε όλο τον 20ο αιώνα απλώς επαναλαμβάναμε πράγματα που είχαν ήδη ειπωθεί ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Σήμερα, εν μέσω της πολλαπλότητας της κρισιακής συνθήκης που βιώνουμε, δεν μπορούν παρά να ξεπηδήσουν νέες κατευθύνσεις και δυναμικές σε διαφορετικά πεδία και πλαίσια. Απαισιοδοξία της σκέψης, αισιοδοξία της πράξης. Απλώς αυτή τη στιγμή είμαστε μετέωροι σε μια αμήχανη κατάσταση και πιστεύω πως μια πτυχή της απάντησης ως προς αυτό που αναζητούμε βρίσκεται στην αναζήτηση της αυθεντικότητας ως μιας σχεσιακής ανάπτυξης της δημιουργικότητας. Όταν μάλιστα αυτή η διάσταση της αυθεντικότητας ανθεί σε κοινωνικά πλαίσια που υποστηρίζουν τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και τη μέριμνα προς τον άλλον, τότε η αυθεντικότητα μπορεί να προσεγγίσει την πληρέστερη μορφή της.
Συγκρούεται η αυτονομία με την αυθεντικότητα; Βεβαίως, και μάλιστα αρκετά συχνά. Αυτό που υποστηρίζω είναι πως η αυθεντικότητα αποτελεί μέρος της θεωρίας του καλού, και οφείλουμε να την προάγουμε σε κάθε επίπεδο, ενώ η αυτονομία αποτελεί μέρος της αρχής του σωστού, και οφείλουμε να τη σεβόμαστε, αξιοποιώντας την για την οριοθέτηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου επιτρεπτών και μη πράξεων.
Ως κοινωνία, ως σύνολο, πρέπει να δημιουργούμε θεσμούς που να προωθούν την αυθεντικότητα σε έναν ίσο βαθμό για όλες/ους και η αυτονομία να υπάρχει ως μια δέσμευση απέναντι στην αυθεντικότητα. Δηλαδή, να προωθούμε την αυθεντικότητά μας, σεβόμενοι την αυτονομία των υπολοίπων. Αυτό, σαν ένα πλαίσιο, μπορεί να μας παρέχει μια καλλιτεχνική και μια κοινωνικοπολιτική ανανέωση. Μια ακραία αυτονομία μπορεί να φτάσει σε καταστάσεις αναρχοκαπιταλισμού, μια ακραία αυθεντικότητα μπορεί να φτάσει σε μια ρητορική μίσους. Θέτοντας αυτό το ηθικό πλαίσιο — μέσα από την συν-δημιουργικότητα και τη συν-αυθεντικότητα, όπως και την ισο-αυθεντικότητα και την ισο-αυτονομία — μπορεί να διανοιχθούν δρόμοι προς μια μεγαλύτερη εκπλήρωση της ανθρωπινότητάς μας.
Ουτοπικό αυτό που περιγράφεις. Πράγματι ουτοπικό. Ξέρουμε ότι όσο κάνουμε ένα βήμα προς την ουτοπία, αυτή κάνει δύο βήματα πιο μακριά. Δε θα την αγγίξουμε ποτέ αλλά θα έχουμε προχωρήσει ένα βήμα μπροστά. Εμένα μ’ ενδιαφέρει σ’ αυτό το βήμα μπροστά να ορίσουμε ένα συλλογικό πρόταγμα όπου εντός του το κάθε πρόσωπο μπορεί να υπάρχει και να εξελίσσεται βάσει της διαφορετικότητάς του. Δεν μας αφορά τόσο η απόλυτη επίτευξη ενός τέτοιου προτάγματος όσο οι μικρές, εφαρμόσιμες και διαρκείς μετατοπίσεις προς αυτό. Δεν θα βρεθούμε ποτέ σε μια κατάσταση απόλυτης αυθεντικότητας και ελευθερίας αλλά τα βήματα προς αυτές παραμένουν αξιοσημείωτες νίκες.
Ότι γράφεις ποιήματα, σε οδήγησε σε αυτή την φιλοσοφική σου αναζήτηση; Πιστεύω στην αδιαμφισβήτητη αξία του ορθού λόγου, αλλά εντοπίζω και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην εργαλειακότητα που ενέχει και προκαλεί. Κατά κύριο λόγο λοιπόν πιστεύω στη δύναμη της δημιουργικότητας και της φαντασίας, γιατί στις γνήσιες μορφές τους αυτοί οι κίνδυνοι δεν δύνανται να υπάρξουν. Η ποίηση λειτούργησε και λειτουργεί μέσα μου με έναν τρόπο πρωταρχικό, με ορίζει, κι έτσι με καθοδήγησε βαθιά μέσα στη φιλοσοφία, και στη συνέχεια η απόπειρα σύζευξης στοχασμού και ποίησης (όχι όμως ταύτισής τους) έλαβε θέση προτάγματος μέσα μου.
Στοχαστής και ποιητής, η μητέρα σου το ξέρει; Δεν τα λέω αυτά στο σπίτι. (γέλια)
Δηλαδή, δε βλέπεις τι γίνεται γύρω μας; Είναι, όμως αξιοζήλευτοι οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα, σήμερα, να κάθονται να συγκεντρώνονται σε τόσο βαθιές πνευματικές εργασίες. Όλο αυτό σε μια εξαιρετικά κυνική εποχή. Ισχύει αυτό, ωστόσο πιστεύω ότι όταν υπάρχουν οριακές αντιθέσεις και αντιφάσεις, τότε γεννιέται και το ριζικά νέο, όχι σε εποχές ψευδεπίγραφων πανηγυριών όπως η δεκαετία του ‘90 ή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όπως δεν ήταν το πριν γιορτή, έτσι δεν είναι και το τώρα απόγνωση. Τώρα μπορούμε πλέον να τραβήξουμε διαχωριστικές γραμμές και να υπερασπιστεί ο καθένας αυτό που κρίνει ότι οφείλει. Κι ας προτιμώ τον κόσμο των ιδεών, δεν μ’ ενδιαφέρει μια κατάσταση που βρισκόμαστε μόνο σε ένα πλαίσιο αφαίρεσης, δεν μου λέει τίποτα αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι και στο πλαίσιο της καθημερινότητας.
Μιλάς για αυθεντικότητα, χρειαζόμαστε όμως αυθεντίες σήμερα; Ειδικά στην Ελλάδα, πέραν κάποιων ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, απουσιάζουν οι σοβαροί κριτικοί και αυτό αντανακλάται και στην ποιότητα της τέχνης που έχουμε. Δεν έχουμε κριτικούς που να μπορούν ν’ αναδείξουν σημαντικές πτυχές που λαμβάνουν χώρα στο σήμερα. Οι κριτικοί θα μπορούσαν ν’ αναδείξουν τις τάσεις, τα ρεύματα και τα πρόσωπα, το ότι δεν υπάρχουν οι πρώτοι όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και τα δεύτερα. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει μια φανέρωση και μια επικοινωνία που θα οδηγήσει στη συν-δημιουργικότητα, γιατί για την ώρα βλέπουμε να υπάρχει μια έντονη εξατομίκευση. Η επικοινωνία χρειάζεται για να δημιουργηθούν κοινά προτάγματα που ήδη μπορεί να υπάρχουν στην καθεμία και τον καθένα ξεχωριστά εν αγνοία τους. Πρέπει να υπάρξει η συνάντηση στο εκάστοτε κομβικό σημείο που αποτελεί τον κοινό τόπο για όλους μαζί και για καθέναν ξεχωριστά.
Ο ναρκισσισμός είναι δημιουργικός; Θα μπορούσε να είναι αν μπορείς να τον μετασχηματίσεις δημιουργικά. Κλασικό ο παράδειγμα ο Πικάσο και ο Νταλί. Αν χαθείς μέσα σ’ ένα ναρκισσισμό, που η αυτοαναφορικότητά του οδηγεί σε επίπεδα κοινωνικού αυτισμού, θα περιορίσει τη δημιουργικότητα σου γιατί θα υπερτονώσει το εγώ σου, άρα θα μειώσει το πόσο ανοικτός παραμένεις προς τις προσλαμβάνουσες που δέχεσαι από τους άλλους. Η ελευθερία περνάει μέσα από την ηθικότητα και η αυθεντικότητα περνάει μέσα από την ετερότητα.
Η διαρκής σοσιαλμιντιακή επικοινωνία δε στερεί κάτι από τη δημιουργικότητα; Υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα με τη διαρκή διαθεσιμότητα που μας δημιουργεί ένα τρομερό υπαρξιακό άγχος, ειδικά τώρα που οδηγούμαστε ολοταχώς προς μεγαλύτερους βαθμούς τηλεργασίας. Εσωτερικεύεται ως κανονικότητα η απουσία διακριτών χρονικοτήτων εντός της ημέρας, όπως και ορίων ανάμεσα στον προσωπικό και τον δημόσιο χρόνο. Δεν μπορείς να ηρεμήσεις. Δεν σου δίνεται ο χρόνος για να μείνεις μόνος με τον ψυχισμό σου. Και όταν σου το επιτρέψει σε καταπλακώνει ένα χάος που σε αναγκάζει να ψάξεις πάλι τη διάσπαση. Αυτό είναι μια μορφή βίας. Μια μορφή ψυχολογικής βίας στην οποία δίνουμε τη συγκατάβασή μας. Είμαστε εθισμένοι στο σοκ, μια κοινωνία που βασίζεται στο σοκ, δεν μπορεί ν’ αντέξει τη σιωπή. Δες τι γίνεται στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη μουσική, δεν υπάρχει παύση και σιγή πουθενά, όλα είναι υστερία. Η σιωπή μας δημιουργεί αμηχανία. Θέλουμε να υπάρχει κάτι συνέχεια να τραβάει την προσοχή μας, να μας διασκεδάζει (άρα διασκορπίζει) και όχι ψυχαγωγεί. Τον τελευταίο καιρό, η σιωπή είναι ό,τι πιο εύηχο εντοπίζω.
Υπάρχει και άγχος όμως να δείξουμε πόσο καλά περνάμε, φωτογραφίζοντας συνέχεια τη ζωή μας στα κοινωνικά δίκτυα. Βεβαίως, και αυτή η διαρκή επικοινώνηση του εαυτού και του βίου μας ως θέαμα, αποτελεί κυρίαρχη πηγή κατάθλιψης. Δείχνουμε ότι περνάμε καλά για να ενημερώσουμε έτσι ψευδεπίγραφα την προσωπική μας ευτυχία με προσωρινό τρόπο, ενώ επί της ουσίας απομακρυνόμαστε από οποιαδήποτε έννοια πληρότητας και αρά ευτυχίας. Όλα αυτά αποτελούν διασπαστικό θόρυβο, προσπαθώντας να ξεγελάσουμε το διαρκή υπαρξιακό πανικό που μας διακατέχει, ακριβώς λόγω της κενότητας, της ευτέλειας και της ασημαντότητας που καραδοκούν παντού τριγύρω. Σε αντίθεση με αυτά όμως, η σχεσιακή διάσταση της επίτευξης της αυθεντικότητας, μαζί με την παράλληλη εξασφάλιση ίσων δυνατοτήτων προς την ανάπτυξή της για όλους, είναι που εξασφαλίζει τη μορφή της αυθεντικότητας που όχι μόνο δεν είναι κενή νοήματος, εγκλωβισμένη σε αυτοαναφορικά και ναρκισσιστικά πλαίσια, αλλά αντιθέτως μπορεί να προσφέρει ουσιαστικό περιεχόμενο. Να φέρει νοήματα που αφορούν στην κοινωνική πραγματικότητα βάσει ενός πλαισίου διυποκειμενικότητας που δύναται να μετασχηματίζει τόσο το πρόσωπο όσο και τον άλλον με έναν τρόπο δημιουργικά συγκροτητικό και άρα αυθεντικό.