Ως συνήθως, το βράδυ μετά την Τελετή Λήξης των Νυχτών Πρεμιέρας με βρήκε να κάνω τη σούμα του πως πέρασα φέτος, τι είδα, τι θα μου μείνει από αυτά που είδα, τι συζητήσεις έκανα τα πρωινά με τον «πυρήνα» που σχηματίστηκε στις δημοσιογραφικές προβολές, πόσο θα μου λείψει το αποτελούμενο από κρακεράκια και παγωμένο τσάι ροδάκινο πρόγευμα. Και, φυσικά, τη σύγκρινα με τις διοργανώσεις των προηγούμενων ετών στις οποίες παρευρέθηκα.
Σκέφτηκα τι έχω δει στο παρελθόν, τι ξεχωρίζω. Αγαπημένο μου αφιέρωμα του θεσμού, ακόμα και σήμερα παραμένει το αφιέρωμα στις «πίσω» ταινίες της Nikkatsu για τα 100 χρόνια της το 2012. Πόσο τυχερός αισθάνθηκα που πρόλαβα εισιτήριο για Το Ξύλινο Σπίτι του Yasuzo Masumura και που μπόρεσα να δω τα Φιλιά του ίδιου στο Αττικόν σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα το ’11. Το πάρτυ που έκανα με την παρέα μου μέσα στην αίθουσα του Δαναού στην προβολή του Until The Light Takes Us το ’10. Τη γροθιά στο στομάχι των Μαθημάτων Αρμονίας, την κατακόρυφη ψυχολογική μου πτώση με το Νησί της Θλίψης και τις 3 ώρες που πέρασαν σαν νερό στη Ζωή της Αντέλ το ’13.
Όπως και εκείνες τις χρονιές, έτσι και φέτος η αίσθηση της ποιότητας δεν έλειψε ούτε στο ελάχιστο από το σύνολο του Φεστιβάλ. Μπορεί να έγινα πιο κυνικός μέσα στη χρονιά, να έχασα ένα κομμάτι του ενθουσιασμού μου, μα και κάτω από αυτές τις συνθήκες κατάφερα να δω τις όχι ιδιαίτερα προβεβλημένες ταινίες που μου υπενθύμισαν γιατί αγαπάω τον κινηματογράφο.
Τα βραβεία φέτος δε μπορώ να πω ότι με βρήκαν σύμφωνο, καθώς η γνώμη μου διαφέρει κατά πολύ με αυτή της επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού, σε σημείο που απόρησα πώς μπορεί να βραβεύτηκε η τάδε και η δείνα ταινία για προσωπικούς μου λόγους. Θεωρώ παράδοξο μια ταινία σαν το ’71 να βραβεύεται με τη Χρυσή Αθηνά ενώ διαγωνιζόταν δίπλα σε ονόματα όπως το Η Απόσταση Μεταξύ Μας και το Συ Ότι Πράος Και Αγαπητός Εί, τα οποία, αν μη τι άλλο, προσέφεραν μια μικρή ψηφίδα στο κινηματογραφικό μνημείο με τον τρόπο τους. Άποψή τους και άποψη μου, σεβαστές αμφότερες θα πει κανείς και δίκιο θα ‘χει. Αλλά αυτό δεν αφαιρεί από την εξίσωση, παρά το σεβασμό μου προς την επιτροπή, την κάθετη διαφωνία για τις ταινίες και τους λόγους που βραβεύτηκαν.
Αντί, λοιπόν να καταθέσω ένα πληκτικό οδοιπορικό στις προηγούμενες μέρες, η σύνοψη που επιλέγω να πραγματοποιήσω θα γίνει με τη μορφή μιας δικής μου βράβευσης των ταινιών που παρακολούθησα στο φεστιβάλ. Όχι μόνο από το τμήμα του Διεθνούς Διαγωνιστικού, μα από το γενικότερο σύνολο. Και δε θα μείνω αποκλειστικά σε καθιερωμένα βραβεία, μα θα φτιάξω και δικούς μου τίτλους, που ταιριάζουν γάντι σε αυτά που μου έκαναν εντύπωση. Μη σας κάνει εντύπωση που ο Fincher ανήκει στην πιο «ακίνδυνη» από τις κατηγορίες, οποιαδήποτε άλλη «βράβευση» του θα ήταν η μεγαλύτερη αδικία που θα μπορούσα να διαπράξω εις βάρος των υπόλοιπων ταινιών. Πάμε λοιπόν.
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του Διαγωνιστικού: Ισοψηφία ανάμεσα στο Σύ Ότι Πράος και Αγαπητός Εί και Η Απόσταση Μεταξύ Μας. Αν το ένα είναι η πειραματική, συμβολική και κοινωνική ματιά, η άλλη είναι η ευφυής και καλοδουλεμένη αληθοφάνεια και μελέτη του ατόμου σε περίοδο συναισθηματικής δοκιμασίας. Δύο όψεις-ένα κέρμα.
Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Εντονότερου Mindfuck: Στο Σκοτάδι. Το σενάριο είναι μόνο η αρχή του προβληματισμού, η σκηνοθεσία του δημιουργού της είναι αυτή που καταφέρνει να μετατρέψει την αφήγηση σε ένα κόσμημα μεταμοντέρνο και λαμπερό, που τίποτα δεν είναι σίγουρο για την αλήθεια και τη φαντασία. Οποία κομψότης.
Βραβείο Αρμονίας μέσου και σκοπού και Καλύτερων Ερμηνειών: Οι Σταθμοί Του Σταυρού. 14 χειρουργικά δουλεμένα μονοπλάνα που τυλίγονται γύρω από το λαιμό του θεατή και εμποδίζουν την ανάσα της αισιοδοξίας. Και δύο κεντρικές πρωταγωνίστριες που δε χειρίζονται τις ψυχολογικές τους μεταβάσεις καθόλου άγαρμπα, μα με ιδιαίτερο ταλέντο. Το Κατηγορώ και το Αναδεικνύω συμπορεύονται.
Βραβείο πιο cool παρευρισκόμενου στις Νύχτες: Michael Dowse, κατά κράτος. Γελαστός, ετοιμόλογος, με πλήρη επίγνωση του τι θέλει να κάνει και πως το κάνει, μας προσέφερε το πιο ευχάριστο διάλειμμα από την «βαριά κουλτούρα» με μια απλοϊκή και τίμια ρομαντική κομεντί όπως το Φίλοι Ή Κάτι Παραπάνω. Και δεν ξεχνά ότι έκανε και ένα It’s All Gone Pete Tong.
Βραβείο Μουσικής: Trent Reznor και Atticus Ross για Το Κορίτσι Που Εξαφανίστηκε. Δεν είδα σχεδόν τίποτα από τις μουσικές ταινίες φέτος, οπότε θα ήταν αδικία να αναφέρω τον Υπέροχο Θόρυβο. Ωστόσο, η απειλητική minimal dark ambient μουσική του διδύμου είναι το κερασάκι στην τούρτα της νέας ταινίας του Fincher. Μα τι κερασάκι. Σκοτεινό, έρπον και εφιαλτικό, αν δε σε απορρόφησε η ίδια η πλοκή της ταινίας, η μουσική της θα το κάνει σίγουρα.
Βραβείο Καλύτερου Πλάνου: το εισαγωγικό του Η Απόσταση Μεταξύ Μας. Αν δεν υποκλιθείς στο ταλέντο του σκηνοθέτη που καταφέρνει σε 23 λεπτά, χωρίς να κόψει πουθενά, να χορογραφήσει 3-4 ψυχικές μεταβάσεις και να τις κάνει να φαίνονται τόσο αληθοφανείς, δεν ξέρω που αξίζει να γείρεις προς τα κάτω. Και επίσης του ανήκει και το Βραβείο Σεναρίου για την οξύτατη παρατηρητικότητά του.
Βραβείο «δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα αναφιλητά μας»: Η Ζωή Και Τίποτα Άλλο. Η εμβληματική φιγούρα του Roger Ebert αποκαθηλώνεται, μα η ανθρώπινη πλευρά του και η παρουσίαση των τελευταίων ημερών του, όσο χαμηλά χτυπήματα και να είναι, δε μπορούν να μη συγκινήσουν.
Βραβείο «η έκπληξη του φεστιβάλ»: Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο. Δεν είναι το καλύτερο whodunit που έχουμε δει, ούτε η πιο ξεχωριστή ταινία του φεστιβάλ. Μα η πλοκή της και η ανάπτυξη του σύμπαντός της κράτησαν το ενδιαφέρον αμείωτο σε όλη τη διάρκειά της. Την ευχαριστηθήκαμε πλήρως.
Βραβείο «Θα μπορούσε να την είχε κάνει ο παραγωγός»: Χέρια Βρώμικα. Ο Spike Lee μπορεί να μην έκατσε στην καρέκλα του δημιουργού αλλά του παραγωγού, αλλά η άστοχη, επιδερμική και ρατσιστική άποψη της ταινίας παραπέμπει άμεσα σε αυτόν. Απλά αντί για γκέτο έχουμε τροπικό κλίμα.
Βραβείο «Μπορώ να το δω σε βιντεοκασέτα αν γίνεται;»: 70 Λεπτά Για Να Πεθάνεις. Το απόλυτο nostalgia trip στις ημέρες του VHS. Μυρωδιά b movie και synthάτο soundtrack από τους Tangerine Dream να συνοδεύουν τις άθλιες κομμώσεις των πρωταγωνιστών και το φόβο του πυρηνικού ολέθρου. Γνήσια νοσταλγία.
Απογοήτευση του φεστιβάλ: Το Κανάλι. Αν είναι δυνατόν δηλαδή. Κοτζάμ Ιρλανδία και βγάζει ένα θρίλερ τόσο ανέμπνευστο και βαρετό όσο αυτό; Τα λίγα ίχνη ιδιαιτερότητας δεν το σώζουν. Μεγάλο κρίμα, είχαμε προσδοκίες.
Αυτές ήταν, λοιπόν, οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Αυτά μας έμειναν και για αυτούς τους λόγους. Δε βλέπουμε την ώρα να έρθει η στιγμή που θα ανακοινωθεί το επόμενο πρόγραμμα και θα περάσουμε ένα γεμάτο διήμερο που θα προσπαθούμε να αποφασίσουμε σε ποιες ταινίες θα πάμε, είτε γιατί μας ενδιαφέρουν τόσο που η απουσία θεωρείται αμαρτία, είτε γιατί συμπίπτουν με κάποια άλλη που μας ενδιαφέρει εξίσου. Για εμένα, αυτές τις 10 ημέρες του χρόνου, δεν υπάρχει κάτι άλλο στον πλανήτη. Μόνο σκοτεινές αίθουσες, μεταμεσονύκτια συγγραφή, συζητήσεις γύρω από ταινίες και πρόσωπα που τα πετυχαίνω μόνο κάθε Σεπτέμβρη στα γνωστά μέρη. Χρόνια πολλά στον αγαπημένο μου θεσμό.