ARD/SWR DER WALD VOR LAUTER BÄUMEN, Deutscher Fernsehfilm von 2003,  Regie Maren Ade, am Donnerstag (10.08.06) um 22:45 Uhr im Ersten. Die junge Lehrerin Melanie PrÜschle (Eva LÜbau) kämpft um die Aufmerksamkeit der Schülerinnen und Schüler. © SWR - Honorarfrei, Verwendung nur im Zusammenhang mit o.g. Sendung bei Nennung "Bild: SWR" (S2). SWR-Pressestelle/Fotoredaktion, Tel. 07221/929-2287,-3852 oder Fax -2059.

Μέχρι το φετινό αφιέρωμα στις Νύχτες, μου διέφευγε το όνομα της Maren Ade, έχει σκηνοθετήσει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες, αλλά απ’ ότι φαίνεται το ντεμπούτο της Το Δέντρο Αντί Για Το Δάσος (Der Wald vor lauter Bäumen) είχε αποσπάσει θετικές εντυπώσεις το 2003, όταν και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Sundance. Ποιος καλύτερος τρόπος γνωριμίας με κάποιον σκηνοθέτη από μια προβολή του πρωτόλειού του, ειδικά όταν αυτό έχει λάβει το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής; Χωρίς να έχω καμία απολύτως ιδέα για το τι θα δω, ανηφορίζω προς το Δαναό, ελπίζοντας να βγω κερδισμένος.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας, η 27χρονη Melanie, που μόλις έχει προσληφθεί ως δασκάλα. Ο αδύναμός της χαρακτήρας, όπως και η έλλειψη κοινωνικότητάς της την καθιστούν αντικείμενο εκμετάλλευσης και χλεύης από τους μαθητές και τον περίγυρό της. Προσπαθεί μάταια να εδραιώσει επαφές αλλά η συνεσταλμένη της συμπεριφορά καταλήγει να την κάνει να βγαίνει πάντα πληγωμένη. Σε αυτό το εύθραυστο «ποτήρι», θα πέσει άραγε η σταγόνα που θα το ξεχειλίσει; Κι αν ναι, τι θα συμβεί;

Ο εύκολος τρόπος να περιγραφεί το ντεμπούτο της Ade είναι με δύο λέξεις: Δόγμα 95. Η κάμερα και οι κινήσεις της, οι ερμηνείες των χαρακτήρων, ο φυσικός ήχος με μόνο μια περίπτωση χρήσης μουσικής, το εδώ και το τώρα μαρτυρούν πως στοχεύει σε ένα αποτέλεσμα ανάλογο του κινήματος που οι Δανοί σκηνοθέτες εφηύραν στο παρελθόν. Αν εξαιρέσουμε την παρουσία τίτλων αρχής και τέλους, όπως και την προαναφερθείσα χρήση της μουσικής, τότε μπορούμε με ασφάλεια να εικάσουμε πως το Δόγμα έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πως η Ade ερμήνευσε την κινηματογραφική εικόνα και πραγματικότητα στη συγκεκριμένη ταινία, η οποία, μάλιστα, τυχαίνει να είναι και η διπλωματική της. Τα πάντα είναι γυρισμένα με τρεμάμενο κάδρο, όπως ακριβώς και ολόκληρη η αμήχανη παρουσία της Michele, η οποία καταπνίγεται από έναν κόσμο ο οποίος δείχνει να είναι ολοκληρωτικά εναντιωμένος προς αυτήν. Ακόμα και μέσω της εκ του μακρόθεν παρατήρησης της ζωής, αποτυγχάνει να πάρει τα μαθήματα που χρειάζεται για να πετύχει και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να φοιτήσει στο σχολείο της ζωής, όπως και να διδάξει ως δασκάλα.

Γιατί, αν τελικά μιλάει για κάποιους αυτή η ταινία, είναι οι χαμένοι της παρτίδας που ονομάζεται ζωή. Για τους καθηγητές που στο σχολείο η ώρα τους μετατρεπόταν σε ώρα του παιδιού. Για τους φίλους και συναδέλφους που πάντα εισέπρατταν κοροϊδία για την παραμικρή λέξη που ξεστόμιζαν. Για τους ανθρώπους που θεωρούνται βαρετοί και τους αποφεύγουν όλοι όταν προσπαθούν να κοινωνικοποιηθούν. Για τους ευάλωτους που έβγαζαν προς τα έξω τις αδυναμίες τους και γίνονταν το κλωτσοσκούφι του καθενός. Εξ ονόματος αυτών, η Ade εκφράζει μια μοναξιά και με θλιμμένο χαμόγελο προσπαθεί να δείξει μια κλιμακούμενη αγανάκτηση που φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή.

Και τελικά γι’ αυτό έκανε ντόρο πριν από 13 χρόνια. Γιατί δεν προσπάθησε να υπερβάλλει πουθενά ή να κατευθυνθεί προς την όποια αισιόδοξη οπτική, κάτι που πολλοί σκηνοθέτες κάνουν όταν πρόκειται να σκηνοθετήσουν για πρώτη φορά. Αντιθέτως, το κλίμα της λύπης θα αντικατασταθεί μόνο με αυτό της σοκαριστικής χαρμολύπης όταν συνειδητοποιήσουμε με ποια μορφή θα βρεθεί δικαίωση για την άμοιρη πρωταγωνίστρια, ερμηνευμένη με τόσο πόνο από την Eva Löbau που είναι σχεδόν αδύνατο να μη συμπονέσει κανείς τον χαρακτήρα της και να μην έρθει στη θέση της.

Αν και πρώτη της ταινία, επιδεικνύει συμπαγή αντίληψη για το κινηματογραφικό μέσο και ανθρωποκεντρική ματιά με έναν ανθρώπινα σκληρό τόνο. Οπότε δε χρειάζεται να μακρηγορήσω, όσοι δεν την είδατε, έχετε μια ακόμα ευκαιρία στο συγκεκριμένο φεστιβάλ, την οποία καλό θα ήταν να μην την αφήσετε να πάει χαμένη.


neon

Ο Nicolas Winding Refn αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Κάθε του ταινία διχάζει το κοινό και τους κριτικούς, με τους μισούς να πλέκουν διθυράμβους και τους άλλους μισούς να τον θεωρούν υπερεκτιμημένο. Πάντως στην τελευταία του ταινία, το Neon Demon έτυχε ως επί το πλείστον να συμπέσουν οι απόψεις, και να μιλήσουν οι περισσότεροι για μια ταινία μέτρια, που, ενώ έχει τα φόντα για να εξελιχθεί σε εμπειρία μοναδική, παραμένει βουτηγμένη σε προβλήματα. 

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την Jesse, μια πανέμορφη δεκαεξάχρονη που φιλοδοξεί να κάνει καριέρα στο χώρο του μόντελινγκ. Το ταξίδι της στο Λος Άντζελες θα την κάνει να πετύχει από νωρίς το σκοπό της και να αναδειχθεί στα κυκλώματα της μόδας πολύ γρήγορα, προκαλώντας το φθόνο των υπόλοιπων μοντέλων. Θα μπορέσει να μείνει ακέραιη από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός όλο και ανυψώνεται και όλοι δείχνουν να θέλουν κάτι από αυτήν;

Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά: η σκηνοθεσία του Refn είναι άπαιχτη. Ο τρόπος με τον οποίο στήνει, χρωματίζει και φροντίζει τα κάδρα του αγγίζει έναν οπτικό περφεξιονισμό, με τέτοια λεπτομέρεια που δύσκολα τη συναντά κανείς σε άλλους σκηνοθέτες. Τα πάντα είναι βαμμένα σε ένα νέον ημίφως, μυστήριο, σαγηνευτικό αλλά συνάμα τρομακτικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και μια απλή σκηνή διαλόγου να μετατρέπεται σε ένα μικρό θρίλερ του οποίου η ένταση μένει καλά κρυμμένη πίσω από τις εκτενείς σιωπές των πρωταγωνιστών ανάμεσα στις λέξεις που ξεστομίζουν. Σε αυτή την οπτική συνταγή προσθέτουμε και τη μουσική του Cliff Martinez, ο οποίος με σχεδόν μινιμαλιστική ακρίβεια χτίζει μια δυστοπία κρυμμένη πίσω από τόνους γκλαμουριάς και σκότους, ένα αληθινό noir retrowave κόσμημα.

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Όπως στον κόσμο του σκηνοθέτη πίσω από την ομορφιά υπάρχουν μόνο κακές προθέσεις, έτσι και η ταινία καθαυτή πάσχει σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Πρώτα και κύρια, το σενάριο. Οι ατάκες που ακούγονται κάνουν σαφή το ναρκισσισμό του δημιουργού ο οποίος κυνηγά μάταια τη συγγραφή κάποιας ατάκας η οποία θα ακουστεί ιδιοφυής, καταλήγοντας να φαίνεται τραγελαφικός σε ορισμένα σημεία, με τη χτυπητή δηθενιά των λέξεων που χρησιμοποιεί. Επίσης η συγκεκριμένη ιστορία, αν απογυμνωθεί από τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία, είναι απλά άλλη μια ταινία σχετικά με το συγκεκριμένο χώρο και μια αθώα κοπέλα που ευελπιστεί να πιάσει την καλή αλλά ο κόσμος δεν είναι όπως τον νόμιζε. Μάλιστα, δεν προσφέρει –εκτός από μια γκροτέσκα παραλλαγή- τίποτα το καινούριο στις συγκεκριμένες ταινίες, παραμένοντας σχεδόν προβλέψιμη ως προς το που πηγαίνει.

Επιπλέον, η ηθοποιία είναι κάπως ξύλινη. Η εκπάγλου καλλονής πρωταγωνίστρια Elle Fanning, παρά τα εμφανισιακά της χαρίσματα δεν καταφέρνει να φανεί πειστική με τη ρομποτική της ερμηνεία. Για την ακρίβεια, ολόκληρο το καστ ακολουθεί την ίδια ρότα. Δεν ξέρω αν είναι κάποια υφολογική επιλογή του σκηνοθέτη η συγκεκριμένη ψυχρότητα που στοχεύει σε κάποιο επιμύθιο του στυλ «ό, τι λάμπει δεν είναι χρυσός», αλλά είναι δύσκολο να θεωρήσουμε αληθινά τα πάθη των χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, είναι πολύ χτυπητή η απουσία ερμηνευτικού ταλέντου ώστε ηθοποιός και περιβάλλον να δέσουν και να νιώσουμε πως ζούμε σε μια πραγματικότητα κάπως υπερρεαλιστική.

Όλη η ταινία συνοψίζεται σε μια ατάκα που ακούγεται στην ταινία: «αν δεν ήταν όμορφη απλώς θα την προσπέρναγες». Τι ειρωνεία τα ίδια σου τα λόγια να εκφράζουν πλήρως όχι το κατηγορώ σου αλλά αυτό που νόμιζες μέσα στο κεφάλι σου για ακραίο αριστούργημα κύριε Refn. Δείτε το, όμως, για το καθαρά οπτικό της κομμάτι, το οποίο είναι σχεδόν τέλειο.