N6_T_

Εύχομαι κάπου μέσα μου ο Κατ’ Οίκον Περιορισμός (The Wolfpack) να μη βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πραγματικά το εύχομαι. Όχι τόσο επειδή ο τρόπος με τον οποίο έζησαν οι πρωταγωνιστές του φαντάζει πραγματικά νοσηρός και δε θα ευχόμουν σε κανένα παιδί να μεγαλώσει έτσι, αυτό είναι αυτονόητο. Απλώς, αν μιλάμε για το γέννημα της φαντασίας κάποιου σεναριογράφου/σκηνοθέτη, πρόκειται για ένα ιδιοφυές πείραμα που υλοποιήθηκε με τρόπο άψογο στο σελιλόιντ, που κατάφερε να δημιουργήσει εικόνες που αφήνουν το κοινό να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές μέχρι και στις αισθήσεις τους και, μάλιστα, να καταφέρει ένα πλήρες αισθητικό αποτέλεσμα που συγκλονίζει.

Τα 7 παιδιά της οικογένειας Angulo περνάνε όλη τους τη ζωή μέσα σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μανχάταν. Οι γονείς τους, θέλοντας να τα προφυλάξουν από τους κινδύνους του έξω κόσμου, αρνούνται μέχρι και να τα στείλουν σχολείο, με τη μητέρα τους να έχει μια πιο ανεκτική στάση και τον πατέρα τους (ο οποίος φλερτάρει με το παράλογο και την παρακμή) να είναι πολύ πιο έντονος σε αυτήν του την άποψη. Μόνη διέξοδος των παιδιών, οι άπειρες ταινίες που έρχονται στο σπίτι, τις οποίες, με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν, ξαναγυρίζουν μόνοι τους με πρωταγωνιστές τους ίδιους. Ένα από τα αδέρφια μια μέρα παίρνει τη μεγάλη απόφαση και βγαίνει από το σπίτι για μια βόλτα. Το μικρόβιο της περιέργειας δε θα αργήσει να μολύνει και τα υπόλοιπα παιδιά, ή τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά.

Κατ’ αρχάς, να σημειωθεί πως σε κάθε καρέ που εμφανίζονται τα μακρυμάλλικα παιδιά, η όσφρηση, η αφή, μέχρι και η γεύση ενεργοποιείται. Η οσμή κλεισούρας του σπιτιού, η γεύση του κιμά που ετοιμάζεται για τα λαζάνια, η μυρωδιά του άχυρου που καίγεται, το νερό της θάλασσας που περιτριγυρίζει το σώμα, το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, το δροσερό γρασίδι δεν είναι εμπειρίες τις οποίες απλά βιώνουν οι πρωταγωνιστές, αλλά με τον πολυδιάστατο ρεαλισμό της σκηνοθεσίας και ο θεατής. Η Crystal Moselle στο πρώτο μισό της ταινίας καταφέρνει να αποδώσει τόσο καλά την πραγματικότητα της ζωής σε τέσσερις τοίχους ώστε χωρίς να το καταλάβουμε μετατρεπόμαστε σε μέλη της οικογένειας των Angulo και ζούμε τους ίδιους φόβους που έζησαν και εξακολουθούν να ζουν.

Όταν δε, έρχεται η ώρα να δούμε μερικά από τα δημιουργήματα των πρωταγωνιστών, τα οποία έφτιαξαν «στη φυλακή», το αισθητικό αποτέλεσμα χτυπά ένα σουρεάλ ταβάνι, συγγενικό με τις πιο ιδιαίτερες δουλειές του Harmony Korine. Η γεμάτη κόκκους εικόνα της κάμερας που χρησιμοποιείται για να διασκευαστούν ταινίες όπως το Reservoir Dogs, το Pulp Fiction και τα Dark Knight σε λίγα μόλις δωμάτια, δίνει μια αίσθηση συγκρατημένης τρέλας αλλά και ιδιοφυίας. Φαίνονται περισσότερο σαν κάποιο έργο ενός μεταμοντέρνου δημιουργού παρά ως το παιχνίδι αγανακτισμένων από τον εγκλεισμό νεαρών που διψάνε για ζωή, που το πάθος της δημιουργίας έχει τον πρώτο λόγο. Και η σκηνή που η οικογένεια γιορτάζει το Halloween, από ένα απλό οικογενειακό έθιμο μετατρέπεται σε μια από τις ωραιότερες στιγμές που είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας, όπως και η στιγμή που τα αδέρφια γλεντάνε υπό τους ήχους του Tarzan Boy.


 

fresh

Στο πανεπιστήμιο, ανάμεσα σε άλλους έκανα παρέα και με έναν τύπο βαθιά χωμένο στο hip-hop, με τεράστια δισκοθήκη, συμμετοχή σε διαφόρων ειδών projects και πάνω απ’ όλα γνώση του αντικειμένου. Αν μας έβλεπε κανείς μαζί, απορούσε τι κοινό μπορεί να έχουμε, αυτός με το αθλητικό urban στυλ του (αλλά στην πένα) κι εγώ με το μαλλί κάτω από τη μέση και τα μαύρα ρούχα μου. Θυμάμαι  χαρακτηριστικά μια από τις συζητήσεις μας, η οποία περιστρεφόταν γύρω από τις συγγένειες της punk και της rap όπου του είχα πει ότι η ειδοποιός τους διαφορά έγκειται στο ότι οι –γνήσιοι και όχι faux- πάνκηδες, αν και από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δε γλυκοκοιτάνε την πιθανή εξέλιξή τους. Η απάντησή του ήταν κάπως έτσι: «Στα γκέτο, υπάρχει η επιθυμία για τα ακριβότερα αθλητικά παπούτσια. Μεγαλώνεις με το να επιθυμείς τα καλύτερα δυνατά ρούχα αφού προσπαθείς να βγεις από τη μιζέρια που ζεις». Καθώς έχει ζήσει και κάποια χρόνια στη Νέα Γη, δεν μπορούσα να τον αμφισβητήσω. Βλέποντας τώρα το Fresh Dressed και ακούγοντας τα ίδια περίπου λόγια από καλλιτέχνες που έζησαν τέτοια σκηνικά, είμαι σίγουρος για την ακρίβεια των λεγομένων του.

Ένα ντοκιμαντέρ παραγωγής CNN που αφορά στη μόδα της hip-hop. Πως ξεκίνησε, ποιοι ήταν οι πρωτοπόροι που έπιασαν αυτό το στιλ και θέλησαν να δώσουν στον κόσμο ρούχα που τους προσδίδουν στάτους ενώ παράλληλα δείχνουν τις ρίζες τους, το πολιτισμικό τους παρασκήνιο. Πως από πιτσιρικάδες που έκλεβαν από μαγαζιά προϊόντα τις Polo φτάσαμε στη FUBU και τις εταιρείες να σπονσοράρουν μεγάλους καλλιτέχνες της σκηνής. Τι σημαίνει στην αργκό του γκέτο το να «μένεις φρέσκος». Πως μερικοί αριβίστες προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία και πως ορισμένοι καλλιτέχνες αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν τις δικές τους σειρές προϊόντων.

Από τη δεκαετία του ’80 που οι συμμορίες φόραγαν τις παραλλαγές τους και ο Dapper Dan δημιουργούσε ρούχα κομψά και προσβάσιμα στα παιδιά των φτωχών συνοικιών, μέχρι τη δεκαετία του ’90 που γίνεται η έκρηξη του hip-hop και η εμφάνιση του γκέτο εμπορευματοποιείται, μέχρι σήμερα όπου υπάρχει ένα πισωγύρισμα στις σταθερές, ακριβές μάρκες, ο Sacha Jenkins πρωτίστως χαρτογραφεί τη γέννηση του look με μαρτυρίες ανθρώπων που στα 80’s κατοικούσαν στις εν λόγω περιοχές και είδαν τα χρώματα των γκράφιτι να αποτυπώνονται στα ρούχα του κόσμου και των μουσικών. Τον αντίκτυπο των εμφανίσεων των Run DMC, LL Cool J και λοιπών στην κοινή γνώμη και τη στροφή των σχεδιαστών προς τις συγκεκριμένες ενδυματολογικές προτάσεις. Γνώμες ακούγονται, animated «διαλείμματα» προβάλλονται εν μέσω των συνεντεύξεων, ιστορίες γεννήσεως εταιρειών και ανόδου στην αγορά περιγράφονται ενώ βομβαρδιζόμαστε με brandnames. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για έναν ύμνο στον καπιταλισμό, αλλά εδώ δεν μας ενδιαφέρει το πολιτικό συμφραζόμενο, παρά η κατανόηση μιας άλλης νοοτροπίας.

Γυαλιστερή σαν σατέν ύφασμα και πολύχρωμη σαν τα γκράφιτι που μέχρι πρότινος κοσμούσαν τους τοίχους του Five Points, η παραγωγή του ντοκιμαντέρ δείχνει τα λεφτά που δαπανήθηκαν. Αν και δεν πρόκειται για αμιγώς μουσικό ντοκιμαντέρ, δε σημαίνει ότι δεν ακούγονται και συγκεκριμένες ιστορίες για χαρακτηριστικές φιγούρες της σκηνής. Ας πούμε, μέσω των λέξεων του Karl Kani επιβεβαιώνεται ένα ψήγμα της κοινωνικής συνείδησης του 2pac, οι Run DMC εξηγούν το πόσο ήθελαν να νιώθει το κοινό κοντά τους, ο Kanye West ανάμεσα στις θεωρίες του περί τάξης και εθνικότητας ξαναεπιδεικνύει το τεράστιο Εγώ του.

Όσοι περιμένουν να δουν μια εξιστόρηση της ανόδου της ραπ, ας ψάξουν αλλού, γιατί αυτό το ντοκιμαντέρ ενδιαφέρεται περισσότερο για το attitude και την εμφάνιση παρά για το μουσικό της περιεχόμενο. Όσοι δεν ενδιαφέρεστε για τη μόδα, ενδεχομένως να βαρεθείτε, αλλά δώστε του μια ευκαιρία, καθώς υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία και η ροή του είναι τέτοια που, όπως όλα τα «σωστά» ντοκιμαντέρ, το κάνει να βλέπεται τουλάχιστον ευχάριστα.


PORTRAIT OF JASON

Το όνομα του Cool World το είχα ακούσει εδώ και χρόνια, αλλά λόγω προγράμματος έπρεπε να διχαστώ ως προς το τι θα παρακολουθήσω από το αφιέρωμα στη Shirley Clarke: το γνωστότερο της, Cool World, ή την ταινία που ο Ingmar Bergman χαρακτήρισε ως την καλύτερη ταινία που είδε ποτέ του, το Πορτραίτο του Τζέισον (Portrait of Jason); Δεδομένου του σεβασμού αλλά και της λατρείας που τρέφω προς το πρόσωπο του Bergman (μιλάμε, δηλαδή, για τον ίσως πιο αγαπημένο μου σκηνοθέτη όλων των εποχών), αποφασίζω να τιμήσω την κρίση του, ακόμα και με το ρίσκο να βασίστηκα στη φανφάρα ενός ανθρώπου που δε θα γνωρίσω ποτέ μου. Το πολύ-πολύ να αποκτήσω (αρνητική) γνώμη για την ταινία που ο σκηνοθέτης επαινεί θριαμβευτικά. Αλλά τα αριστουργήματα, τελικά, παραμένουν αριστουργήματα, ό, τι και να ειπωθεί γι’ αυτά, θετικό ή αρνητικό.

Ο Jason Holiday (αληθινό όνομα Aaron Payne) είναι ένας αφροαμερικάνος ομοφυλόφιλος που πουλάει το κορμί του στους δρόμους προκειμένου να βγάλει χρήματα για να ζήσει, ενώ στο παρελθόν έχει ασχοληθεί και με το επάγγελμα του υπηρέτη. Τώρα θέλει να ασχοληθεί με το βαριετέ σε διάφορα καμπαρέ, μιμούμενος τα γυναικεία ινδάλματά του. Η Clarke με τον τότε σύντροφό της, τον ηθοποιό Carl Lee, στήνουν την κάμερα απέναντί του, τον ποτίζουν με αλκοόλ και τον αφήνουν να διηγηθεί τις ιστορίες του, από πού ήρθε, τι ονειρεύεται, πως περνά τον ελεύθερο χρόνο του, τι εμπειρίες αποκόμισε μέσα στα χρόνια, τις κρυφές του επιθυμίες. Να γελάσει, να μεθύσει, να απελπιστεί και να κλάψει. Να γίνει ο αφηγητής μιας τραγωδίας που ο καθωσπρεπισμός της εποχής δεν τολμούσε να ακουμπήσει.

Το Πορτραίτο του Τζέισον δεν είναι αυτό που με στενούς όρους αποκαλούμε «ταινία», αλλά από την άλλη δεν μπορείς να το πεις και ένα απλό ντοκιμαντέρ. Είναι ένα πειραματικό φιλμ, το οποίο αφηγείται με έναν μόνο άνθρωπο τις ιστορίες μιας εποχής μεταιχμιακής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, σε κοιτά στα μάτια, σου λέει αστεία, καταρρέει, περιγράφει εικόνες και περιστατικά, με τα μόνα διαλείμματα να γίνονται για να θολώσει ή να σβήσει η εικόνα, να αλλάξει η μπομπίνα. Όσο θολώνει η εικόνα, τόσο θολώνει και το συνειδητό του «ήρωά» μας από το αλκοόλ και καταλήγει να φέρνει το υποσυνείδητο στην επιφάνεια, αυτά που μια εύθυμη περσόνα δεν μπορεί να κρύψει. Όσο η εικόνα σβήνει και ο ήχος συνεχίζει να τρέχει, τόσο μιλάνε οι σκοτεινές πλευρές του εγκεφάλου, χωρίς σκηνοθεσία του εαυτού. Η Clarke και ο Lee, όπως και το συνεργείο, ακούγονται εκτός κάμερας να γελούν, να διακεδάζουν, να ζητούν την αφήγηση κι άλλων ιστοριών και εν τέλει, όταν η αιθανόλη έχει αρχίσει να κάνει τη δουλειά της, να τον προβοκάρουν έντονα για να τον γδύσουν από τα κρατήματά του. Να κάνουν τα μάτια του να τρέξουν αντί να συγκρατιούνται. Καλές οι ιστορίες με τον Miles Davis, τα μεθύσια και τις αφεντικίνες, αλλά αν δεν πούμε τα βασικά, τότε ποιο είναι το νόημα αυτής της πειραματικής ψυχανάλυσης; Πως βγαίνουν στην επιφάνεια οι κρυμμένοι δαίμονες;

Μέσω της πειραματικής της σκηνοθεσίας, η Clarke κατάφερε να ταυτίσει την κάμερα με το μυαλό του πρωταγωνιστή της. Χαλά την εστίαση της εικόνας όπως αυτός παρεκκλίνει από το θέμα. Αλλά η ιστορία που αφηγείται ο Holiday είναι ευρύτερη από τη δυστυχία του: τη δυστυχία μιας ολόκληρης περιόδου, τη χαρτογράφηση –γεωγραφική μα και χαρακτηρολογική- των πόλεων ανάλογα με την κοινωνική τάξη, τις προκαταλήψεις, τη σεξουαλικότητα. Τις μικρές εικόνες που αποτυπώνονται στα πίσω στενά, μακριά από τις εμπορικές λεωφόρους. Τα μεθύσια που σε φέρνουν στα γόνατα, τις τραβεστί, τους εκδιδόμενους. Και ο αφηγητής είναι τόσο οξυδερκής, παρατηρητικός και διασκεδαστικός που στο one man show που στήνει για να αποφύγει να μιλήσει για αυτά που τον βασανίζουν, καταλήγει να κάνει πληθωρική μια εντελώς μινιμαλιστική ταινία. Και τότε έρχεται ο σπαραγμός του τελευταίου εικοσαλέπτου, ο οποίος ακουμπά τις σταθερές του Bergman. Που όλα βγαίνουν στην επιφάνεια και η σκηνοθεσία συμπλέει με την απελπισία. Που ο Θεός σιωπά και οι υποκρισίες παύουν να υπάρχουν. Είμαστε μόνοι και πρέπει να συνεχίσουμε να υπάρχουμε χωρίς βοήθεια πριν το ξαφνικό τέλος.

Ένα  σπουδαίο δοκίμιο στο ρεαλισμό. Είτε στα πιο ανάλαφρα, είτε στα ψυχικά χαμερπή της μέρη, θα πει με ευκολία τα πράγματα που άλλοι κοπιάζουν να ταξινομήσουν στο χάος τους για να «τα εκφράσουν με τον απόλυτα αυθεντικό τρόπο». Και χωρίς προσπάθεια κατανόησης, αφού η ίδια η εμπειρία τα έχει καταγράψει.