Ανάμεσα στο δίλημμα του Φαντάσου να Ξυπνούσες μια Μέρα και η Μουσική να Είχε Εξαφανιστεί (Imagine Waking Up Tomorrow And All Music Was Gone) και του Εκεί Που Δεν Το Περιμένεις (Unexpected), τελευταία στιγμή αποφασίζω να παρευρεθώ στο δεύτερο. Όσο και να με θέλγει η ιδέα ενός ντοκιμαντέρ πειράματος σχετικά με την επανεφεύρεση της μουσικής, άλλο τόσο η διάθεσή μου απαιτεί κάτι πιο χαλαρό, που θα με ξεκουράσει και θα με αφήσει να το παρακολουθήσω ξέγνοιαστος. Ρισκάρω να δω μια ταινία που θα αποδειχθεί άνοστη, διεκπεραιωτική και τετριμμένη, αλλά η μυθοπλασία υπερτερεί έναντι του «επιστημολογικού» προβληματισμού. Ας δούμε τι μπορεί να κάνει η Cobbie Smulders εκτός από το να υποδύεται μια από τις προσωπικές μου καψούρες στην ιστορία της τηλεόρασης, την Robin στο How I Met Your Mother, λοιπόν.
Η Samantha διδάσκει σε ένα λύκειο μειονοτήτων του Σικάγο, το οποίο με το τέλος της σεζόν θα κλείσει λόγω περικοπών. Αλλά στα όσα την απασχολούν, προστίθεται και μια εγκυμοσύνη, ενώ δεν είναι ακόμα σίγουρη για το αν θέλει να γίνει μητέρα. Όσο υποστηρικτικό και να είναι το αγόρι της, δεν αισθάνεται έτοιμη. Ανακαλύπτει πως η καλύτερή της μαθήτρια, η Jasmine, είναι επίσης έγκυος και προσπαθεί να την προσεγγίσει και να τη συμβουλεύσει να μην παρατήσει την ακαδημαϊκή της πορεία. Από τη συναναστροφή τους, θα ανακαλύψουν τους εαυτούς τους, αλλά και τα προβλήματα που προκύπτουν σε μια μελλοντική μητέρα που έχει κι άλλα σχέδια για τη ζωή της.
Αν και καταπιάνεται με το ευαίσθητο θέμα της μητρότητας στη σημερινή εποχή, και των δυσκολιών που ανακύπτουν, η Kris Swanberg δεν παρουσιάζει τα πράγματα με αμιγώς κοινωνική/ρεαλιστική ματιά. Δεν αποκαλύπτει όλα τα εμπόδια και τις ανατροπές ζωής που εμφανίζονται, παρά αυτές που αφορούν άμεσα στη διακοπή των ονείρων λόγω των άλλων σχεδίων της φύσης. Αν καταπιανόταν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με την «πτωχή αλλά τίμια» έφηβη Jasmine και αφοσιωνόταν περισσότερο στις δυσκολίες της, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τους κλισέ μονολόγους περί ζωής γεμάτης βάσανα και περί εγκυμοσύνης χωρίς κάποιο σύντροφο να στέκεται δίπλα σου, ίσως μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ταινία πολύ πιο προβληματισμένη. Γιατί, όσα προβλήματα και αν υπάρχουν, δεν τα δείχνει με το πραγματικό βάρος τους, παραμένει ψύχραιμη και αισιόδοξη, ενώ σεναριακά δείχνει να ψάχνει και την εύκολη και γρήγορη λύση.
Μετανιώνω, όμως, που την είδα; Όχι, γιατί ήταν μια τρυφερή, ευχάριστη ιστορία που μου έδειξε με περισσή ομορφιά τη γκριζάδα των φτωχών περιοχών και τη γυναικεία φιλία, την αναζήτηση του εαυτού μέσα από τη συναναστροφή με κάποιον άλλο που στερεοτυπικά θεωρείται πιο αδύναμος. Δε θέλησε να κάνει ένα δύσμορφο δράμα για την αποκρουστικότητα της κοινωνίας και αυτή είναι μια επιλογή προσωπική και απόλυτα σεβαστή. Προτίμησε να ακολουθήσει τα χιλιοειπωμένα και να τα κάνει με σωστό τρόπο παρά να το παίξει η έξυπνη της υπόθεσης, αυτή που επαναορίζει το ιδίωμα, αποφεύγοντας τη χαζομάρα ή τα βάθη που δε μπορεί να φτάσει. Και γι’ αυτό καταλήγει ειλικρινής και μάλιστα αρκετά ευχάριστη για τα δεδομένα της. Όσο για την Smulders, παραδίδει μια απόλυτα ικανοποιητική ερμηνεία, χωρίς υπερβολές ή αποστασιοποιήσεις. Όσο φυσική χρειάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται άψογα με την ώριμη Gail Bean.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω που οφείλεται η κατάμεστη αίθουσα στην προβολή της Σιωπηλής Δολοφόνου (The Assassin). Πιθανόν η μορφή της μαυροφορούσας Shu Qi στο τελευταίο τεύχος του Σινεμά να έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτό, γιατί μέχρι πρότινος το όνομα του Hou Hsiao-Hsien σπάνια αναφερόταν σε συζητήσεις γύρω από τον ασιατικό κινηματογράφο. Όπως και να ‘χει, τόσο το καλύτερο, πρόκειται για ένα δημιουργό που αξίζει να γίνει γνωστός και να συζητηθεί περισσότερο, δεδομένης της εκπληκτικής φιλμογραφίας του, έστω και αν οι περισσότεροι βλέπουν μια ταινία που εν μέρει παρεκκλίνει από το συνηθισμένο του ύφος. Γιατί, πάνω απ’ όλα, πρόκειται για μια ταινία εκπληκτική, ένα αισθητικά άρτιο ταξίδι στα πέρατα της Κίνας του 9ου αιώνα.
Η Nie Yinniang απουσιάζει αρκετά χρόνια από την πατρίδα της, την επαρχία Weibo της Κίνας. Πέρασε όλα της τα χρόνια μακριά από το σπίτι και την οικογένειά της, βρισκόμενη στη μαθητεία μια καλόγριας, που σκοπό είχε να τη μετατρέψει στην ικανότερη δολοφόνο της Κίνας. Έπειτα από μια αποτυχημένη αποστολή, τιμωρείται από τη δασκάλα της με την ανάθεση της δολοφονίας του κυβερνήτη της Weibo, ο οποίος τυγχάνει να είναι ξάδερφός της, αλλά και ο μεγάλος της έρωτας. Εν μέσω πολιτικών δολοπλοκιών και εσωτερικών συγκρούσεων, η νεαρή εκτελέστρια, καλείται να αποφασίσει το μονοπάτι που θα ακολουθήσει.
Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά θεωρώ ότι ο κινηματογράφος του σήμερα μειώνεται αξιακά από την υπερβολική πολυπλοκότητα. Προσπαθώντας να δείξουν την ευφυία τους, οι συντελεστές μιας ταινίας αναλώνουν αρκετή φαιά ουσία σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ξεχνώντας πως πρωτίστως έχουν να κάνουν με την τέχνη της εικόνας και της αναπαράστασης, σταματώντας να σκέφτονται απλοϊκά και να εμπλουτίζουν τις ιδέες τους εκ των υστέρων. Η Φυλή (The Tribe) που είδαμε νωρίτερα μέσα στη χρονιά ήταν μια ταινία άριστη, όχι μόνο λόγω περιεχομένου, αλλά και λόγω της απλής (όχι όμως κι αφελούς) σκέψης της. Παρουσίασε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, αξιοποιώντας την έλλειψη ομιλίας για να παράγει μια ταινία βωβή. Όχι μόνο στον ήχο, αλλά και στην αντίληψή της. Οι ηθοποιοί ξαναέπαιζαν με τα σώματά τους, οι χαρακτήρες τους απομνημονεύονταν εύκολα, η πλοκή γινόταν άμεσα κατανοητή και το μήνυμα ευκόλως αντιληπτό. Ό, τι πιο κοντινό έχουμε δει στον πρώιμο κινηματογράφο, όχι απαραίτητα αισθητικά, αλλά κυρίως σε θέμα αντιμετώπισης της εικόνας. Και γι’ αυτό, τελικά, είναι μια ταινία σημαντική, γιατί αντιλαμβάνεται πως τον πρώτο λόγο έχει η απεικόνιση και όχι το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο αυτής. Και για τον ίδιο λόγο η Σιωπηλή Δολοφόνος είναι, ίσως, η ταινία της χρονιάς.
Αντλώντας το υλικό του από την παράδοση της πατρίδας του, ο (μεγαλωμένος στην Ταϊβάν) Hou Hsiao-Hsien αντιμετωπίζει τη mise-en-scene όχι σαν μια σειρά από κανόνες που υπάγονται σε κώδικες, αλλά σαν απλές εικόνες. Απλές εικόνες που την ίδια σημασία θα είχαν αν ήταν ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα ντοκιμαντέρ, μια καρτ-ποστάλ, μια φωτογραφία. Τη σημασία της ομορφιάς, της, ανεξαιρέτου περιστάσεως, εκπάγλου καλλονής, που θα βυθίσει το θεατή στα χρώματά της ενώ του αφηγείται μια απλή ιστορία που θα μιλήσει στα αρχέγονα ένστικτά του και όχι στην ψυχρά ορθολογιστική του διάνοια. Δε σημαίνει, ωστόσο, πως σε αυτά τα υπέροχα σκηνικά και τον διάχυτο νατουραλισμό τους δε θα χτίσει και μια υπέροχη μεταφορά για την αιωνιότητα των ζητημάτων που απασχολούν την ανθρωπότητα από τότε που αυτή συντάχθηκε για πρώτη φορά σε κοινωνίες. Την εξουσία, τον έρωτα, το έλεος, τα παρασκηνιακά παιχνίδια των εξουσιαστών, τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και τον άλλο άνθρωπο, τα διλήμματα, την αγάπη. Ζητήματα εξίσου αιώνια με τα πυκνά σύννεφα που καλύπτουν τις βουνοκορφές, με τον ήλιο που φωτίζει το στάχυ.
Αλλά ταυτόχρονα, θα παρουσιάσει τα πάντα με μια ζεν ηρεμία. Με μια αργοκίνητη κάμερα που ανεβάζει την ταχύτητα και διακόπτει το μονοπλάνο της όταν τα συναισθήματα αγριεύουν και τα σπαθιά ακουμπούν το ένα στη λεπίδα του άλλου. Ακόμα και τότε, όμως, δε θα θρυμματίσει τη φυσικότητά του χάριν του εντυπωσιασμού. Οι μάχες του, αν και χορογραφημένες, δε θα γίνουν ποτέ ιπτάμενες στα πρότυπα ενός Τίγρη και Δράκου, ενός Ήρωα, αλλά θα παραμείνουν γήινα αέρινες. Και θα τις κρατήσει σε μικρές ποσότητες, προκειμένου να δώσει περισσότερο βάρος στη διαλεκτική σύγκρουση των χαρακτήρων ή τις σιωπές τους. Αντί να λερώσει τα πανέμορφα χρώματά του με βρώμικο αίμα, θα προτιμήσει να σπάσει τη σιωπή με έντονους διαλόγους, διαλόγους που ακόμα και χωρίς μετάφραση μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον έντονο χαρακτήρα τους από τα συμφραζόμενα. Καθ’ όλη τη διάρκεια, θα προτιμήσει να κρατήσει την πλοκή σε βραδυφλεγείς ρυθμούς, προκειμένου να μπορέσει ο θεατής να βυθιστεί περισσότερο στον κόσμο που κομμάτι-κομμάτι ο σκηνοθέτης χτίζει. Έναν κόσμο όπου η μαγεία συνυπάρχει με τον ρεαλισμό, με ελάχιστη μουσική υπόκρουση, που οι τζίτζικες συνθέτουν πιο μεθυστική μουσική από τα ανθρώπινα μουσικά όργανα και η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει αναγκαίο κακό. Που δίνονται περισσότερες ευκαιρίες στον χώρο και τις καταστάσεις να αναπνεύσουν, χωρίς να καταντούν μονότονες. Που, αν και οι ηθοποιοί (και ιδιαίτερα η Shu Qi με τη σιωπηλή της ερμηνεία) τιμούν το περιεχόμενο, το βάρος δε δίνεται σε αυτούς και στα λόγια τους, αλλά στο τοπίο που τους περιβάλλει και στις πράξεις τους.
Αν ο Yasujiro Ozu είχε σκηνοθετήσει ποτέ του ταινία πολεμικών τεχνών, το πιθανότερο είναι το αποτέλεσμα να έμοιαζε στη Σιωπηλή Δολοφόνο. Μια θλιμμένη, αριστουργηματική ταινία που βρίσκει τη δωρικότητα πολύ πιο χρήσιμη από την αισθητική φλυαρία και θυμάται τη βασική λειτουργία της κάμερας: να απαθανατίσει, όχι να βιαστεί να καταγράψει όλα όσα θεωρούμε ότι δείχνουμε όταν πατάμε την Εγγραφή. Εκτός και αν μας ανατρέψει την πεποίθησή μας ο Dheepan ή κάποια άλλη από όσες περιμένουμε στο προσεχές διάστημα, αυτή εδώ είναι η ταινία της χρονιάς, προς το παρόν. Μόλις βγει στους κινηματογράφους, σπεύσατε.