Μέχρι το πρώτο μπάσο των Massive Attack να χαϊδέψει σαν τρελαμένος εραστής τη νύχτα, έπρεπε να καταφέρεις διάφορα, όπως για παράδειγμα να διασχίσεις την ξεφλουδισμένη από τη ζέστη Συγγρού, και μέσα από συνεχόμενες λιποθυμιές να καταλήξεις όρθιος, αν και κάπως γερμένος στην πρώτη είσοδο, εκεί που ζητούν το εισιτήριο δηλαδή για πρώτη φορά, και να τσεκάρεις έντρομος αν το έχεις μαζί σου ή αν η μπαταρία του κινητού σου αποφάσισε να εγκαταλείψει έτσι ξάφνου τα εγκόσμια, ως το απόλυτο αιώνιο άγχος.
Οι Mount Kimbie ακούγονται στο βάθος, προσπερνάω τα κορίτσια με τις μικροσκοπικές κοκακόλες – είμαι κύριος, κάνω διατροφή και αντέχω – και σπεύδω όσο πιο κοντά μπορώ στην σκηνή. Ο ήλιος που καίει τα σπαρτά κάνει πάρτι στο τσιμέντο – το αγνοώ και κοιτάω να δω τι ακριβώς συμβαίνει και το κυριότερο αν είμαι μόνος σε αυτό που συμβαίνει. Δεν είμαι. Κατσικώνομαι στη σκιά μπροστά στον πύργο του ήχου, βγάζω το μπουκάλι νερού -είπαμε διατροφή ντε- και το αφήνω να με απορροφήσει. Εντωμεταξύ παρατηρώ. Υπάρχουν περίπου διακόσιοι γενναίοι, τολμηροί, θρασύτατοι άνθρωποι εκεί μπροστά κάτω από το άγριο λιοπύρι που χορεύουν, δεν λικνίζονται έτσι απλά, αλλά χορεύουν, κουνάνε πόδια, σπρώχνουν χέρια στον αέρα – οι Mount Kimble έχουν ωραίο indie ανεβαστικό μπιμπλίκι, τίποτα το τρομερά σπουδαίο να ξαναγυρνάς μετά το βράδυ σπίτι, πολύ τίμιο όμως, ειδικά αν σκεφτείς πως είναι οι πρώτοι που θα σύρουν τον χορό σε μια ημέρα παύλα βραδιά που σκοπεύει να καταλήξει εντελώς αλλιώς.
Μέχρι όμως να καταλήξει έτσι, δηλαδή εντελώς αλλιώς, μπορούμε να περάσουμε από μια αγγλική παμπ, από αυτές που οι φίλοι μας, μετά από δεκάδες μπίρες καταλήγουν να αρπάζουν τις κιθάρες τους και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους (πολλαπλής) και να αρχίζουν τα τζαμαρίσματα. Ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται, οι Beak παίρνουν τις θέσεις τους, κυριολεκτικά, εγώ παραμένω στην σκιά για τρία τραγούδια, μετά όμως -πες λίγο ο ήλιος που γλάρωσε, το ντραμς που ξεσάλωσε, η κιθάρα που ανάσανε και το πλήκτρο που σάλταρε- βρέθηκα λίγο πιο μπροστά από το μπροστά, κοιτώντας εντελώς εντυπωσιασμένος το πιο μεθυστικό καθιστικό music session που θα μπορούσε να δει και να ακούσει άνθρωπος εκεί που δεν το περιμένει. Οι Beak βεβαίως δεν είναι δια τας γραφάς ένα τυχαίο συγκρότημα. Ο κύριος υπεύθυνος είναι ο ένας εκ των Portishead, o Geoff Barrow και αν αυτό δεν σημαίνει κάτι για κάποιους -αν είναι ποτέ δυνατόν-, ρίξε μια ματιά στη δισκογραφία τους. Έτσι ίσως καταλάβεις τι ήταν αυτό το ηχητικό πεταλούδισμα -καθόλου κατάμαυρο αν πάει εκεί ο νους σου- που τόσο χαριτωμένα μας περικύκλωσε. Και λέω χαριτωμένα, γιατί η απολαυστική χαλαρότητα της βρετανικής πρόζας που συνόδευε τα κομμάτια στα μεσοδιαστήματα (των δύο, ο μακρυμάλλης των πλήκτρων, άρτι αφιχθείς από την πλαζ όπως υποψιάζομαι, απλώς μειδίαζε που και που), έδινε μια ωραία κόντρα διάθεση στο αισθητικό μέτρο της μουσικής πλατφόρμας που δεν άλλαζε διόλου μορφή. Υπέροχοι. Και στις δύο τους πραγματικότητες.
Κάποια στιγμή χαιρέτησαν, ήπιαν άλλη μια μπίρα και είπαν «ήσασταν τέλειοι, δεν το περιμέναμε, να περάσετε υπέροχα, είμαστε σίγουροι πως αυτό θα γίνει». Γουρλήδες, να τους φωνάξουμε και για πρωτοχρονιά.
Και μετά έγινε αυτό που γίνεται πάντα. Είχαμε αρκετή ώρα κενό μέχρι να στηθεί το σκηνικό του line up group και εμείς να βρούμε τους φίλους μας. Βρήκα τον Γιώργο και τον Γιώργο που πέρσι ήταν στην Παταγονία αλλά φέτος στην πλατεία Νερού για να δουν για πρώτη φορά τους Μπριστολαδαίους – ο ένας εκ των δύο αγαπούσε και τους Mount Kimbie, περίεργα πράγματα, αλλά η ζέστη τον νίκησε. Μετά ήρθε ο Νικόλας και ο Βαγγέλης-Μιχάλης, ήρθε και ο Τίμος, άραξαν στο γκέστ και δεν τους ξανάδα ως το τέλος, ήρθε και η Ειρήνη, την είδα για λίγο μετά την έχασα, ήρθαν και τα παιδιά του Join radio έτσι για να μου θυμίσουν τις πιο γλυκές μου εποχές, μετά με πήρε η Στέλλα, «έλα είμαστε στην Άμστελ, την από δω την αριστερή», «που να ρθω δεν βλέπεις τι γίνεται;» γιατί πλέον δεν ξέρω αν το είπα αλλά γινόταν του covid το κάγκελο, ακούνητος στην πίστα όπου ήσουν θα είσαι. Και μείναμε ακίνητοι, εκεί μπροστά στον πύργο του ήχου να περιμένουμε να ακουστεί το πρώτο μπάσο που κάτσε να δεις πως το είπα το ποιητικό με το καλημέρα, αν ναι, «μέχρι το πρώτο μπάσο να χαϊδέψει σαν τρελαμένος εραστής τη νύχτα». Ε, η νύχτα έφτασε.
Και ξάφνου, έτσι απλά, όλα έγιναν αλλιώς. Οι πρώτες νότες του Mezzanine -θα είχε την τιμητική του όλο το βράδυ- ακούμπησαν στον αττικό ουρανό, το Heligoland θα ακολουθούσε όπως ήδη είχαμε μελετήσει, όλες οι στάσεις στην βόλτα του συγκροτήματος θα εκπροσωπούνταν, ας με ευλογήσει κάποια στιγμή ο μεγαλοδύναμος να παραστώ σε περιοδεία με Tracey, όχι δεν είμαι γουρούνι, αγνώμων. Ξάφνου ακούγεται το κυρίες και κύριοι η Elizabeth Frazer, δηλαδή εκεί δα μπροστά σου, τη βλέπεις δια γυμνού οφθαλμού, αναπνέει στα εκατό διακόσια μέτρα από σένα, η φωνή καμπάνα μέσα στο κύμα του χρόνου, τραγουδά το Black Milk, πέντε τραγούδια μετά πηδά στο Song to the Siren, συλλαβίζω, γα μω τι μου, σε πόσες κασέτες το χώρεσες, σε πόσους ανθρώπους το χάρισες, σε πόσους που λείπουν ως αστέρια του ουρανού εκεί πάνω θα ήθελες να γείρεις και να το ψιθυρίσεις, κάτσε να το τραγουδήσω για τον Χρήστο, τη Μυρτώ, την Ελένη γιατί τελικώς, ας το φιλοσοφήσουμε, τι είναι οι συναυλίες, πέρα από τις αναμνήσεις μας και ατέλειωτη αγάπη για αυτούς που μας συνοδεύουν και αυτούς που λείπουν;
Ξέρω, θα ακούσεις ίσως κάποια άσχετα! Για το πόσο ελλιπώς συναισθηματική ήταν, χαμένη μέσα στο γραφιστικό της προφίλ – σοβαρά τώρα; Ναι ειπώθηκε! Πόσο λιγότερο σ’ έκανε να κουνάς τον κώλο σου – σοβαρά τώρα; Για το πόσο ευθαρσώς πολιτική ή διδακτική ήταν – σοβαρά τώρα, πάμε πάλι;
Υποσχέθηκα στην Αντιγόνη αυτό, πως δεν θα πω πολλά για την πολιτική στις συναυλίες, θέλει να μπουκάρει να τα πει αυτή, μου αρέσει πολύ όταν μπουκάρει, η γλώσσα της βγάζει ατμούς, κάνεις γωνίες, βγάζει επιθέσεις με δράκους και αυτό είναι ένα πολύ ωραίο πράγμα όταν συμβαίνει.
Πόσες φορές τους έχει δει εδώ; Το μετράγαμε πριν τη συναυλία. Έξι στις επτά. Ε, καμιά δεν ήταν σαν κι αυτή. Συγκεκριμένη, όχι αγριεμένη. Θυμωμένη, όχι ανταριασμένη. Στοχευμένη, όχι διάχυτη. Γάζα, Ουκρανία, Οκλαχόμα, Παλαιστίνη. Είπαν πολλά. Σε κάθε τραγούδι. Σκασμό δεν έβγαλαν. Τίγκαραν τα κλιπ τους με στατιστικά στοιχεία για ένα πόλεμο εδώ δίπλα που κανείς δεν τον σταματά και κανείς επί της ουσίας δεν μιλά, “στρέμματα παλαιστινιακής γης που κατελήφθησαν από το Ισραήλ κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά της ίδρυσης του κράτους το 1946, σύνολο 4.244.776”, “Πυκνότητα πληθυσμου ανά εκτάριο στην Ράφα όταν βομβαρδίστηκε το 2024, 176, στο Βιετνάμ όταν βομβαρδίστηκε το 1968, 26”.
@dimitrispants Massive Attack in Athens 2024
Και τα γέμισαν με σχόλια που κάνει το μυαλό να στροφάρει, «και αν τελικά δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά εκεί;», «όλος ο κόσμος μετατράπηκε σε ένα σκηνικό /που τίποτα δεν είναι πραγματικό / η μεγάλη αλλαγή συμβαίνει ήδη / μέσω του φόβου της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας / η καχυποψία είναι μια άλλη μορφή ελέγχου».
Κάποια στιγμή κάποιοι από το κοινό φώναξαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν «λευτεριά στην Παλαιστίνη», το παν μια, το παν δυο, το παν τρεις και σιώπησαν. Τι σημασία είχε. Η Παλαιστίνη, η γενοκτονία, το πώς και το γιατί ήταν κάθε στιγμή εδώ. Παντού, σε κάθε δευτερόλεπτο. Επί σκηνής. Και αυτό είναι κάτι που δεν το συναντάς ποτέ σε τέτοιο βάθος, σε τέτοια ένταση. Ή έστω σχεδόν ποτέ.
Άκουσα το Levels των Avicii, είμαι καλά; Είσαι μια χαρά. Το ξέρεις εξάλλου, δεν φοβόμαστε την pop κουλτούρα. Η χρήση της σε αναλύσεις και διευκρινήσεις είναι εξαιρετική.
Λέγαμε με τον Νικόλα μετά για τα ελληνικά, τις λέξεις στα ελληνικά, πως αν ήσουν ξένος θα είχες μια δυνατότητα 10% να καταλάβεις τι λένε, είναι υπέροχο έτσι όμως όπως έγινε, τι άμορφα και όμορφα «κακοποιημένες» με τις δασείες και τους τόνους λέξεις ήταν, τιμή μας, είπε, και μετά το ίδιο είπε και ο Γιάννης που συναντήσαμε στην έξοδο εκστασιασμένο όπως και ο Γιώργος και ο Δημήτρης του πρώτου ορόφου στην πολυκατοικία του Αγίου Νικολάου που βρέθηκαν μετά σε ένα κεντρικό MacDonalds για λίγο junk food και λίγη ανάλυση για «τι είδαν και τι ένιωσαν»- πολλά, πάρα πολλά. Και μετά σκεφτόμουν τι έχουμε στο μυαλό μας και τι ζητάμε. Στην εποχή του δεν μιλάω καθόλου δηλαδή, κάποιος ανοίγει τo στόμα του. Ξεκάθαρα. Και εμείς βάζουμε το χέρι στο σαγόνι σαν τη Ντενίση στη Μπουμπουλίνα.
Λοιπόν. Σύντομη ανακεφαλαίωση. Δεν έχεις πολλούς από αυτούς που αγάπησες στα νιάτα σου και που δεν ντρέπεσαι τώρα για το πως κατάντησαν. Και ακόμη λιγότερους για τους οποίους να αισθάνεσαι πραγματικά περήφανος, και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να καταπιείς εκτός από τις νότες τους και κάθε τους λέξη.
Ήσουν τυχερός/η/ο αν ήσουν εκεί. Γιατί πέρα της άρτιας μουσικής «εκπαίδευσης» που έλαβες, ήσουν κοινωνός και μιας σημαντικής ιστορίας. Και ενός σοβαρού συμπεράσματος. Μίλα πολύ και μίλα καθαρά, δυνατά και συγκεκριμένα. Μη νοιαστείς αν παρεξηγηθείς. Στην εποχή του τίποτα, το πιο σημαντικό είναι να είσαι το κάτι. Σκέψου δε, αν είσαι και το πολύ!
Το playlist:
Απουσίασαν τα:
Hymn Of The Big Wheel (with Horace Andy) | singles collection
Take It There | Ritual Spirit EP
Τα οποία στις άλλες χώρες ήταν μαζί με τα άλλα.