«Κεφάλαιο για την κλασική μουσική της Ελλάδας». Με αυτά τα λόγια έχει χαρακτηρίσει τον βιολίστα Ηλία Λιβιεράτο ο Λεωνίδας Καβάκος.
Κορυφαίος Α’ στις βιόλες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και δραστήριος σολίστ με εντυπωσιακό αριθμό εμφανίσεων τα τελευταία χρόνια, ο Ηλίας Λιβιεράτος είναι ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους Έλληνες μουσικούς της νέας γενιάς.
Στις 8 Μαρτίου, μαζί με τον Τιμόθεο Γαβριηλίδη-Πέτριν, είναι σολίστ στο συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους, «Δον Κιχώτης». Λίγο πριν διηγηθεί σε νότες την ιστορία του Σάντσο Πάνθα μιλά για τον Στράους, τους μουσικούς διαγωνισμούς και τα σχέδιά του για το μέλλον.
Ο Δον Κιχώτης του Ρίχαρντ Στράους έχει έναν σαφή προγραμματικό χαρακτήρα. Θεωρείτε ότι αυτού του είδους η μουσική είναι πιο ελκυστική για το σημερινό κοινό που δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στην ακρόαση πιο «αφηρημένων» συνθέσεων;
Για να είμαστε ειλικρινείς, η μουσική του Στράους είναι αρκετά περίπλοκη και όχι ακριβώς αυτό που θα ονομάζαμε εύπεπτη. Σίγουρα όμως, η ύπαρξη ενός storyline πίσω από τη σύνθεση και η ταύτιση κάποιων χαρακτήρων με κάποια όργανα (τσέλο – Δον Κιχώτης, βιόλα – Σάντσο Πάνθα, Δουλτσινέα – βιολί) κάνει πιο εύκολη και διασκεδαστική την παρακολούθηση, ειδικά σε μη μυημένους. Γενικά θεωρώ πως ακόμη και σε πιο αφηρημένες συνθέσεις, όταν ο ακροατής γνωρίζει κάποια πράγματα για την εποχή που γράφτηκε το έργο, τι συνέβαινε στη ζωή του συνθέτη, και ακόμη και μια μικρή ανάλυση του έργου από άποψη δομής, αρμονίας κ.λπ., ταυτίζεται πιο εύκολα. Γι’ αυτό είμαι και υπέρ του να υπάρχουν κάποιες ολιγόλεπτες ομιλίες πριν τη συναυλία και γι’ αυτό είναι και τόσο επιτυχημένες οι εκπαιδευτικές συναυλίες μας με τη Μ. Ευθυμίου και τον Χ. Παπαγεωργίου.
Πώς θα περιγράφατε τον Σάντσο Πάνθα, που καλείστε να υποδυθείτε μέσω της ερμηνείας σας;
Ο Σάντσο Πάνθα είναι ένας κοντός ευτραφής χωρικός που πείθεται από τον ονειροπόλο-ημίτρελο Δον Κιχώτη να γίνει ο ακόλουθός του στις περιπέτειές του. Αποτελεί μια κωμική φιγούρα και τη φωνή του ρεαλισμού που προσπαθεί να “συμμαζέψει” τον ιδεαλιστή αφέντη του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στράους διάλεξε τη βιόλα γι’ αυτό τον ρόλο. Παρόλο που ως μουσικοί αφιερωνόμαστε εν πολλοίς στο να φτιάξουμε έναν όμορφο, ευγενή ήχο, νομίζω ότι ο συγκεκριμένος ρόλος χρειάζεται κάτι πιο κωμικό και ακαλλιέργητο στην ερμηνεία του. Είναι μια ασυνήθιστη πρόκληση.
Είστε εξοικειωμένος με το έργο του Θερβάντες; Αποτέλεσε αυτή η συναυλία ένα κίνητρο για να μελετήσετε τον Δον Κιχώτη;
Ομολογώ πως όχι, καθώς το διάβασμα βιβλίων δεν είναι κάτι που με τραβάει πολύ. Βέβαια, ο Δον Κιχώτης είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, πολύ πρωτότυπο για την εποχή που γράφανε μόνο για ανδραγαθήματα ιπποτών, και επηρέασε από ό,τι διαβάζω πάρα πολύ τη μετέπειτα λογοτεχνία.
Τι απαιτεί η μελέτη ενός έργου που δεν έχετε ερμηνεύσει ξανά; Σας βοηθά να αναζητάτε άλλες εκτελέσεις;
Χρειάζεται να μελετήσει κανείς την παρτιτούρα, δηλαδή το κείμενο που έχει μπροστά του ο μαέστρος με όλα τα όργανα, Έτσι μπορώ να αποκωδικοποιήσω ποιος ακριβώς είναι ο δικός μου ρόλος μέσα στο όλον. Επίσης χρειάζονται γενικές γνώσεις ως προς το στυλ του συνθέτη και μια κάποια εμπειρία που επιταχύνει κάθε φορά τη διαδικασία. Και φυσικά, όσο επισκέπτεσαι ξανά ένα έργο, τόσο αυτό ωριμάζει μέσα σου και συνειδητοποιείς πράγματα που δεν είχες χρόνο ή… μυαλό να δεις την πρώτη φορά. Σε όλα αυτά προστίθεται το τεχνικό κομμάτι, που απαιτεί μια αθλητική προετοιμασία, με επανάληψη και σωματική και νοητική εκγύμναση. Σίγουρα το να ακούς άλλες ερμηνείες σου δίνει ιδέες, δεν χρειάζεται κάθε φορά να ανακαλύπτουμε τον τροχό από την αρχή, αλλά παράλληλα προσπαθώ να βάζω πάντα τη δική μου πινελιά και προσωπικότητα.
Είστε αυστηρός με τον εαυτό σας; Πώς διαχειρίζεστε τα λάθη σας;
Πολύ αυστηρός. Τα λάθη, οι ατέλειες και οι διάφοροι προβληματισμοί με βασανίζουν για πολύ καιρό αφού κάτι πάει στραβά. Αλλά είναι και αυτό που με κάνει να βρίσκω λύσεις και να γίνομαι καλύτερος. Βέβαια, όταν ακούω κάποια ηχογράφηση που παίζω όμορφα, καμαρώνω. Βλέπετε μερικές φορές, πάνω στην προσπάθεια της τελειοποίησης, δεν μπορώ να απολαύσω πλήρως το αποτέλεσμα. Είναι σαν έναν πίνακα που πρέπει να απομακρυνθείς λίγο για να τον απολαύσεις συνολικά. Επίσης, εμείς οι μουσικοί παίζουμε χιλιάδες φορές το έργο, ενώ το κοινό το ακούει μία φορά, είναι μια άλλη εμπειρία.
Πώς σας κέρδισε η λιγότερο δημοφιλής βιόλα και όχι το βιολί;
Έχω σπουδάσει και τα δύο όργανα, το καθένα έχει τις αρετές του. Η βιόλα, πιστεύω, είναι πιο κοντά στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής. Είναι ένα πιο ήρεμο όργανο, με ένα σκοτεινό και ενδιαφέροντα ήχο. Εάν παιχτεί όμορφα, είναι δύσκολο να μην γοητεύσει κάποιον. Εδώ στην Ελλάδα που ο κόσμος δεν την γνωρίζει τόσο, όποτε παίζω λαμβάνω ποικίλα σχόλια (θετικά κυρίως!). Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό όταν μελετούσα στην αίθουσα Δ. Μητρόπουλος για μια συναυλία και έρχεται ένας τεχνικός και μου λέει “πω πω τι ήχος είναι αυτός, πώς είναι τόσο μπάσος”, είχε πάθει σοκ!
Έχετε κερδίσει διεθνή βραβεία, όπως το σουηδικό Jan Wallander και το Antonín Dvořák Society Prize στο διεθνή διαγωνισμό Nedbal στην Πράγα της Τσεχίας. Ποια είναι η γνώμη σας για τους μουσικούς διαγωνισμούς;
Καλή γενικά, καθώς είμαι ένθερμος οπαδός των αξιοκρατικών διαδικασιών και όχι των… “ρουσφετιών” και των απευθείας αναθέσεων λόγω φιλίας, κλπ… Ένας σωστός διαγωνισμός είναι ό,τι πιο κοντινό μπορεί να υπάρξει στην αντικειμενικότητα. Φυσικά υπάρχουν και προβλήματα, καθώς η έννοια του διαγωνισμού είναι πιο κοντά στους “αγώνες αλόγων” παρά στη μουσική, όπως σωστά είχε πει ο Μπάρτοκ.
Εδώ και μερικά χρόνια έχετε μια σταθερή συνεργασία με τον Λεωνίδα Καβάκο. Πώς νιώθετε που λαμβάνετε αναγνώριση από έναν Έλληνα μουσικό που αποτελεί κεφάλαιο διεθνώς για την κλασική μουσική;
Υπέροχα. Μόλις βγήκε ο δίσκος που ηχογραφήσαμε μαζί του για τη Sony Classical, και ακολουθούν σπουδαίες συναυλίες σε Ευρώπη και Ασία. Είναι μέντορας για μένα, τον σέβομαι απεριόριστα και ζητάω συχνά τη συμβουλή του σε διάφορα θέματα.
Εσείς πότε κρίνετε ως επιτυχημένη μια συναυλία;
Συνήθως όταν υπάρχει ωραία ενέργεια και μπορώ να μπω βαθιά στο νόημα της μουσικής, να τη ζήσω. Φυσικά, καλό είναι να υπάρχει θετική ανταπόκριση και από το κοινό και να έχουν πάει καλά -τεχνικώς μιλώντας- τα πράγματα που ετοιμάσαμε. Αλλά εάν υπάρξει το πρώτο, συνήθως τα υπόλοιπα έρχονται.
Θεωρείτε ότι η μουσική είναι ομαδική υπόθεση;
Αυτονόητα, ειδικά όταν μιλάμε για μουσική δωματίου ή ορχήστρα.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον; Συνηθίζετε να θέτετε στόχους;
Θα ήθελα να αυξήσω τη συναυλιακή μου παρουσία, και στην Ελλάδα αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Φέτος ήταν μια καλή χρονιά, καθώς σε μια σαιζόν θα παίξω τρεις φορές με ορχήστρα όταν παλιότερα η μια φορά ήταν όνειρο, και είχα αρκετά ρεσιτάλ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στο Ηράκλειο, και φυσικά οι συναυλίες με τον Λεωνίδα Καβάκο στο Musikverein κλπ. Γενικά, με μικρά βήματα, όσο κάνω καλύτερα αυτό στο οποίο έχω ταχθεί, σε βάθος χρόνου έρχεται η αναγνώριση. Μπορεί να μη γίνεται όσο γρήγορα ή με τον άμεσο τρόπο που θα ήθελα, αλλά έρχεται. Σίγουρα με ενδιαφέρει και η διδασκαλία, κάτι στο οποίο είχα πολύ καλά αποτελέσματα μέχρι στιγμής και φυσικά κάποια στιγμή θα ήθελα να αναλάβω ρόλους ώστε να αφήσουμε μια παρακαταθήκη στη χώρα. Νομίζω πως πρέπει η πολιτική ηγεσία να εμπιστεύεται σιγά σιγά και πιο νέους ανθρώπους στη διοίκηση οργανισμών, κάτι που μπορεί να φέρει μια φρέσκια πνοή. Όσο για τους στόχους, υπάρχει ένα γερμανικό ρητό “man denkt, Gott lenkt” που μου είχε πει ο καθηγητής μου Christoph Poppen. Μεταφράζεται κάπως σαν «ο άνθρωπος κάνει σχέδια, αλλά ο Θεός καθοδηγεί». Δηλαδή ποτέ δεν έχουμε πλήρη έλεγχο, ούτε πάνε τα πράγματα ακριβώς όπως τα σχεδιάζουμε. Από την άλλη, δεν μπορούμε να είμαστε σαν ακυβέρνητο καράβι στον ωκεανό. Πρέπει να βάζουμε κάθε φορά κάποιο στόχο και τον επαναπροσαρμόζουμε συνεχώς.