Θεωρεί ότι το ρεμπέτικο είναι ό,τι καλύτερο έχει παραχθεί μουσικά στα Βαλκάνια, δεν ακούει μουσικές, ούτε καν δικές του, και παρότι γέννημα-θρέμμα της «πυριτιδαποθήκης» των Βαλκανίων και της πάλαι ποτέ κραταιάς κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, δηλώνει «αλλεργικός» με την πολιτική και τους πολιτικούς. Τόσο που έχει φτάσει στο σημείο να λυπάται φίλο του που ενεπλάκη μαζί της, στη γενέτειρά του, το Σαράγεβο – είναι άραγε κι ο λόγος που δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις της Popaganda για την πρόσφατη επικίνδυνη ανάφλεξη στο Κόσοβο, την αδυναμία της Σερβίας να ανακάμψει, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία, που αντί να εκτονώνεται, φαίνεται ότι κλιμακώνεται; Ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ο παλιός καλός βαλκάνιος γνώριμός μας, επανέρχεται στην Ελλάδα με το νέο του άλμπουμ The Belly Button of the World, που ηχογραφήθηκε την περίοδο της πανδημίας, περιλαμβάνοντας πέντε έργα γραμμένα για τρία σόλο βιολιά, μια συμφωνική ορχήστρα, ένα σεξτέτο με ανδρικές φωνές και το συγκρότημα Wedding and Funeral Band.
Επί της ουσίας, δημιούργησε τρεις λυρικές αφηγήσεις βασισμένες σε χριστιανικές, εβραϊκές και μουσουλμανικές λειτουργίες, που εκτελούνται από τρεις σολίστ: τους Mirjana Nesković (από τη Σερβία), Gershon Leiserson (από το Ισραήλ) και Zied Zouari (πό την Τυνησία). Και οι τρεις θα ακουστούν στις τρεις συναυλίες του στη χώρα μας, στη Ραφήνα (στις 17 Ιουλίου), στη Νίσυρο (στις 18 Ιουλίου) και στη Δωδώνη (στις 28 Ιουλίου).
Στις εμφανίσεις της Ραφήνας και της Νισύρου (στο πλαίσιο του 1ου Διεθνούς Φεστιβάλ Νισύρου) τον συνοδεύει η μπάντα Wedding and Funeral Band. Στη συναυλία στο Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης, που θα σηματοδοτήσει και την έναρξη του 7ου Φεστιβάλ του Δήμου Δωδώνης, μαζί του θα έχει και ένα μικρό κλασσικό σύνολο εγχόρδων και χορωδών. Θα ερμηνεύσει και τις ορχηστρικές μουσικές του από την ταινία του Πατρίς Σερό «La Reine Margot» (1994).
«Εδώ και χρόνια δεν ακούω πια τις μουσικές μου», αποκαλύπτει μιλώντας στην Popaganda λίγο πριν ταξιδέψει στην Ελλάδα. «Από καιρού εις καιρόν, ακούω μόνο παλιούς δίσκους παραδοσιακής μουσικής. Από ρεμπέτικα, μέχρι τσιγγάνικα σέρβικα. Όχι άλλη μουσική! Θα ήταν σαν ο γυναικολόγος, όταν αποχωρεί απ’ τη δουλειά του, παρότι έχει αντικείμενο της εργασίας του τη γυναίκα, να θέλει να συνεχίσει να ασχολείται με τη γυναίκα, επιστρέφοντας στο σπίτι του. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα που είμαι επαγγελματίας μουσικός. Δεν ακούω μουσική πια. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να ακούω τη μουσική μου, γιατί επιπλέον, πάντα όταν το κάνω, μου θυμίζει πως θα μπορούσα να το έχω κάνει καλύτερα. Είναι λοιπόν προτιμότερο να μην πολυακούς γενικότερα τις μουσικές σου».
Και το στούντιο δεν είναι εύκολη υπόθεση: «Δεν είναι ποτέ η δεύτερη φορά το ίδιο με την πρώτη. Αν καταφέρουμε και πιάσουμε το αίσθημα της πρώτης ηχογράφησης είμαι χαρούμενος».
Μόλις κυκλοφορεί ο νέος δίσκος του The Belly Button of the World. Ανάθεση για για τρεις βιολιστές. «Κατάγομαι από το Σαράγεβο. Το πρώτο μου όργανο ήταν το βιολί. Έχω μεγαλώσει με τις διαφορετικές παραδόσεις που παίζεται το βιολί. Κι έγραψα το κοντσέρτο για 3 βιολιστές που ακριβώς έρχονται από τρεις διαφορετικές παραδόσεις. Τη χριστιανορθόδοξη, την εβραϊκή και τη μουσουλμανική. Είναι εντελώς διαφορετικές οι τεχνικές τους», εξηγεί. «Και στο δίσκο έχω τρεις σολίστες. Για τη χριστιανική ιστορία κατάγεται από το Βελιγράδι, για την εβραϊκή από το Ιεροσόλυμα και για τη μουσουλμανική από την Τυνησία. Αυτό είναι ο δίσκος που θα ακούσετε στις συναυλίες μου σε λίγες μέρες».
Τα τελευταία 30 χρόνια έχει διαρκώς μουσικές αναθέσεις. Οι πιο πρόσφατες παραγγελίες ήταν για το Festival de St.Denis, οι οποίες, ερμηνευμένες από συμφωνική ορχήστρα το 2002 και το 2016, παρουσιάστηκαν πάνω από πενήντα φορές σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο. «Αλλά δεν έχω τον χρόνο να τελειώσω έναν δίσκο, γιατί κάνω διαρκώς ζωντανές εμφανίσεις», ομολογεί. Όντως. Τα τελευταία 25 χρόνια κάνει περιοδείες σε όλο τον κόσμο, δίνοντας εκατοντάδες συναυλίες ετησίως, παντού: από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της υφηλίου έως μικρά χωριουδάκια. «Πιθανότατα χωρίς τον covid δεν θα τελείωνα ποτέ ένα δίσκο όπως το “The Belly Button of the World”. Με τον κορονοϊό είχα δύο χρόνια και πραγματικά χάρη σε αυτόν ο δίσκος ολοκληρώθηκε και κυκλοφορεί», παραδέχεται.
Η Ελλάδα τον αναγνωρίζει, τον ακολουθεί, τον αγαπάει, δεκαετίες τώρα. Η σχέση μοιάζει αδιαπραγμάτευτη. «Αυτή η μουσική είναι οικεία στην Ελλάδα!», παραδέχεται. «Νιώθω ωραία που έγραψα κάποια τραγούδια στην Ελλάδα, που ακόμα τα παίζουν και τα τραγουδούν. Νομίζω ότι αυτοί οι δίσκοι που έκανα στη χώρα αφήσαν ίχνη που για ένα συνθέτη που προέρχεται από αυτή τη μικρή μουσική κουλτούρα είναι μεγάλο. Υπάρχει κεντρική βαλκανική μνήμη. Αλλά φυσικά έχουμε πολλά κοινά σημεία μετά από 5 κοντά αιώνες και οι δύο με τους Οθωμανούς».
Τίποτα δεν θεωρεί ότι προέκυψε τυχαία: «Οι Έλληνες έχουν ισχυρά ίχνη στις μουσικές του κόσμου. Εγώ προσωπικά είμαι εντυπωσιασμένος από το ρεμπέτικο. Για μένα το ρεμπέτικο είναι σαν τους Pink Floyd. Δεν είναι μουσική για βιαστικούς. Πρέπει να έχεις χρόνο, να είσαι καλά με τον εαυτό σου. Για αυτό μου αρέσει τόσο το ρεμπέτικο. Είναι μουσική που αναπτύσσει αργά μελωδίες και αρμονίες. Είναι πιθανώς η μίξη της οθωμανικής και της ελληνικής μουσικής. Είναι, μουσικά, ό,τι καλύτερο έχουν παράξει τα Βαλκάνια».
Τα νιάτα του τα έζησε στην Κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία. «Αν προέρχεσαι από μια πρώην κομμουνιστική χώρα, κουβαλάς το τραύμα», λέει σήμερα. «Αλλά ποτέ δεν ήθελα και δεν θέλω να ανακατευτώ με την πολιτική και τους πολιτικούς. Έχω έναν φίλο που έγινε πολιτικός στο Σαράγεβο και ειλικρινώς τον λυπάμαι».
Γιατί; «Δεν είναι η πολιτική μια δουλειά για ανθρώπους που θέλουν να δουν τα απτά αποτελέσματα της δουλειάς τους. Όλα βαίνουν αργά στην πολιτική. Μπορεί να δουλεύεις χρόνια και να μην κατορθώνεις παρόλα αυτά να έχεις ένα αποτέλεσμα, μπορεί να να μην πετυχαίνεις το παραμικρό. Για αυτό τον λόγο δεν θα μπορούσα να γίνω ποτέ πολιτικός».