Ο διεθνούς ακτινοβολίας αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου επιστρέφει στο πόντιουμ της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 20 Ιανουαρίου, διευθύνοντας την μεγαλειώδη Πρώτη Συμφωνία του Άντον Μπρουκνερ.
Λίγο πριν την εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μιλά για το νέο έργο του Δημήτρη Παπαδημητρίου που θα παρουσιάσει σε α’ εκτέλεση, τη σχέση σκηνοθεσίας και μουσικής διεύθυνσης, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής του Άντον Μπρούκνερ.
Είναι η πρώτη φορά που θα διευθύνετε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μετά την πανδημία. Πιστεύετε ότι μας άλλαξαν τα τελευταία δύο χρόνια;
Φυσικά, αλλάξαμε αρκετά! Παίξαμε πολλή μουσική για την κάμερα ή το μικρόφωνο. Συνηθίσαμε να ακούμε με τα κριτήρια ενός δίσκου και όχι της ζωντανής εκτέλεσης. Σε ένα βαθμό βελτιωθήκαμε τεχνικά ως μουσικοί, αλλά χάσαμε κάτι από τη δύναμη επικοινωνίας μας με το κοινό. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο είναι ότι ο κόσμος, με πολύ λιγότερο φόβο από πριν, γεμίζει τις αίθουσες. Επανήλθε σε μεγάλο βαθμό η πίστη στη ζωντανή επικοινωνία και στο κοινωνικό στοιχείο της μουσικής εκτέλεσης.
Η συναυλία είναι αφιερωμένη στον πρόσφατα εκλιπόντα Κάρολο Τρικολίδη. Ποια θεωρείτε ότι ήταν η σημαντικότερη συνεισφορά του Κάρολου Τρικολίδη ο οποίος υπήρξε μελετητής του Μπρουκνερ στην πολιτιστική ζωή του τόπου;
Είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ ως σολίστ με τον Κάρολο Τρικολίδη το 2004 σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Μου έκανε εντύπωση το πάθος του την ώρα που διηύθυνε. Αν και τότε είχα ήδη συνεργαστεί ως σολίστ με πολλούς και σημαντικούς μαέστρους, δεν είχα νιώσει από κανέναν αυτή την τρομακτική ενέργεια που έδωσε ο Κάρολος σε αυτή τη συναυλία. Έκτοτε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω αρκετές συναυλίες του και πάντα μου έκανε μεγάλη εντύπωση η σπάνια μαεστρική του φύση και το ταλέντο του. Ο Κάρολος Τρικολίδης άφησε πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη όχι μόνο με τις αξέχαστες εμφανίσεις του εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και με τη σπουδαία παιδαγωγική του δράση.
Όταν πια ήταν κοντά στο τέλος, είχαμε την χαρά με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, να του στείλουμε την υπέροχη Πολωνέζα από τη σουίτα “Παραμονή Χριστουγέννων” του Ρίμσκι- Κόρσακοφ, βιντεοσκοπημένη με ένα κινητό από την πρόβα, με τις θερμότερες ευχές όλων μας. Ελπίζω να κατάφερε να την ακούσει. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είμαι σίγουρος ότι θα είναι μαζί μας στις 20 Ιανουαρίου, και θα κουνάει κι αυτός τα χεριά του στη μουσική του αγαπημένου του Άντον Μπρούκνερ.
Πρόκειται να διευθύνετε την πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Έχετε διευθύνει ξανά την ΚΟΑ σε έργα του, στις ηχογραφήσεις του Χρονικού ενός Πρώιμου Φθινοπώρου, του Πρώτου Κοντσέρτου για πιάνο και της σουίτας για ορχήστρα Μινιατούρες. Ποιο θα λέγατε ότι είναι το μουσικό ιδίωμα του Δημήτρη Παπαδημητρίου;
Έχω διευθύνει πολλά έργα του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Το πιο υπέροχο όταν περιμένεις ένα νέο έργο από τον Δημήτρη, είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς τι εκπλήξεις σου επιφυλάσσει κάθε φορά. Ο Δημήτρης είναι ένας μάγος του πολυσυλλεκτικού ή εκλεκτικιστικού ύφους στη μουσική του. Ένας πραγματικός κοσμοπολίτης συνθέτης που τολμάει όχι μόνο να χρησιμοποιεί σύγχρονα και σκληρά ιδιώματα, αλλά τολμάει να γράφει μουσική που τραγουδιέται ή μπορεί να τραγουδηθεί. Η αμεσότητα που χαρακτηρίζει τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου δεν είναι ποτέ μπανάλ, αλλά πάντα το αποτέλεσμα ενός πηγαίου και μεγάλου ταλέντου.
Ποιους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες θαυμάζετε;
Σύγχρονους, με την έννοια “εν ζωή”, θα επέλεγα μαζί με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Γιώργο Κουρουπό, τον Γιώργο Κουμεντάκη, τον Περικλή Κούκο, τον Φίλιππο Τσαλαχούρη, τον Δημήτρη Μαραμή, τον Νέστορα Τέιλορ, τον Νίκο Κυπουργό.
Είστε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Χέντελ που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Γκέτινγκεν. Πόσο δύσκολο είναι να συνδυάζετε τις καλλιτεχνικές με τις διοικητικές υποχρεώσεις που απαιτεί μια τέτοια θέση;
Το Διεθνές Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν, έχει κλείσει ήδη 103 χρόνια ζωής και είναι το παλιότερο φεστιβάλ με έμφαση στην μπαρόκ μουσική στον κόσμο. Είναι ένα φεστιβάλ με μεγάλη ιστορία και καταλυτική επίδραση, καθώς από εκεί ξεκίνησε το διεθνές ενδιαφέρον που οδήγησε στην άνθηση της όπερας του 18ου αιώνα στις μέρες μας. Είναι ένα φεστιβάλ εποχιακό, οπότε με απασχολεί κυρίως 1,5-2 μήνες το χρόνο για τις σχετικές προετοιμασίες. Φυσικά υπάρχουν διοικητικές υποχρεώσεις όλο το χρόνο, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να εστιάζω και στις υπόλοιπες δραστηριότητές μου κατά τη διάρκεια της σαιζόν.
Τι είδους «παγίδες» κρύβει η διεύθυνση μπαρόκ μουσικής;
Η διεύθυνση της μουσικής μπαρόκ (και ένας από του λόγους για τους οποίους λατρεύω αυτή τη μουσική) απαιτεί ιδιαίτερη γνώση του ύφους της εποχής. Η μουσική σημειογραφία μέχρι και στις αρχές του 19ου αιώνα αφήνει πολλά σημεία ανοιχτά, και πολλές ερωτήσεις αναπάντητες. Ανατρέχοντας στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας της κάθε εποχής, μπορεί κανείς να κάνει το κάθε ιδίωμα δικό του, ώστε μέσα από την εμπειρία αυτή να μπορεί να αποκωδικοποιεί και να ερμηνεύει αυτή τη μουσική. Χρειάζεται, επίσης, πολλή φαντασία και θεατρικότητα στην προσέγγιση, καθώς η μουσική του 18ου αιώνα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τον λόγο και την πληθώρα των ανθρώπινων συναισθημάτων (Affetti).
Έχοντας συνεργαστεί εκτεταμένα με τις μεγαλύτερες ορχήστρες της χώρας μας, σε τι θα λέγατε ότι υστερούν και σε τι ότι υπερτερούν σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές ορχήστρες;
Οι ορχήστρες μας δεν υστερούν σε τίποτα. Μια ορχήστρα του εξωτερικού, όμως, δουλεύει με καλύτερες οικονομικές και θεσμικές συνθήκες. Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην ψυχολογία αλλά και την καθημερινότητα των μουσικών. Ελπίζω η έξοδος από την κρίση και το τέλος της εποχής Covid να φέρει κάτι που θα τοποθετήσει τις ελληνικές ορχήστρες θεσμικά σε μια θέση καλύτερη.
Έχετε σκηνοθετήσει πολυάριθμες όπερες, οπερέτες και μουσικές παραστάσεις, τις οποίες παράλληλα έχετε διευθύνει. Πώς διαχειρίζεστε την ευθύνη που κρύβει αυτός ο διπλός ρόλος για την επιτυχία ή την αποτυχία μιας παραγωγής;
Η ευθύνη της επιτυχίας ή αποτυχίας με βαραίνει είτε διευθύνω μόνο είτε σκηνοθετώ. Η σκηνοθεσία μπήκε στη ζωή μου ως εξέλιξη της ανάγκης να συνδέσω τις μουσικές μου ιδέες με έναν εικαστικό και δραματουργικό κόσμο όπως τον φαντάζομαι. Απολαμβάνω αφάνταστα να στήνω μια παραγωγή από την αρχή ως μαέστρος/σκηνοθέτης, αλλά χαίρομαι εξίσου τις συνεργασίες μου με αξιόλογους σκηνοθέτες που δείχνουν ευαισθησία και είναι σε θέση να αποκωδικοποιούν το μουσικό κείμενο.
Πιστεύετε ότι πλέον η σκηνοθεσία στην όπερα έχει έρθει σε πρώτη μοίρα, σε βάρος της μουσικής;
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ανά περίπτωση, όπως συμβαίνει επίσης και το αντίθετο. Το σίγουρο είναι ότι η όπερα είναι μουσικό θέατρο, και για εμένα η μουσική υπηρετεί το δράμα και το δράμα τη μουσική. Χωρίς την ισορροπημένη συνύπαρξη και των δυο δεν υπάρχει όπερα. Βέβαια, η μουσική είναι πάντα γραμμένη και απλώς χρήζει ερμηνείας. Ένας σκηνοθέτης καλείται να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα νέο σύμπαν κάθε φορά, το οποίο όμως πρέπει να σέβεται την μουσική και να εμπνέεται από εκείνη. Η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά συναρπαστική!
Θα σκεφτόσασταν ποτέ να σκηνοθετήσετε ένα θεατρικό έργο;
Το έχω ήδη κάνει και θα επανέλθω σύντομα!
Στη συναυλία της 20ής Ιανουαρίου πρόκειται να διευθύνετε και την Πρώτη Συμφωνία του Άντον Μπρούκνερ. Γιατί πιστεύετε, ο Μπρούκνερ θεωρείτε στριφνός και δύσπεπτος ακόμα κι από γνώστες του είδους;
Ο μόνος λόγος που μπορώ να σκεφτώ είναι οι διάρκειες των έργων του. Η μουσική του Μπρούκνερ είναι εξαιρετικά συναρπαστική. Είναι ο μάγος του συμφωνικού ήχου! Γι’ αυτό τον έχουν κατακλέψει οι σύγχρονοι συνθέτες μουσικής κινηματογράφου! Η μουσική του αγγίζει αυτό που σήμερα κατανοούμε ως ήχο επικών διαστάσεων. Ο Μπρούκνερ είναι γενναιόδωρος σε όλα του: στο πάθος, στην ένταση, στη μελωδία, στην ενορχήστρωση, στις διάρκειες, στις παύσεις του!
Ποιες οι μεγαλύτερες ερμηνευτικές προκλήσεις του έργου; Ποια οδηγία θα δώσετε στους μουσικούς;
Η Πρώτη Συμφωνία του Μπρούκνερ είναι ήδη ένα έργο ώριμο (όχι νεανικό όπως οι περισσότερες “πρώτες” συμφωνίες πολλών μεγάλων συνθετών). Την χαρακτηρίζει μια διαφάνεια και μια προσέγγιση έντονα επηρεασμένη από τον Μπετόβεν. Κάθε νότα είναι με ακρίβεια υπολογισμένη και καθετί έχει λόγο ύπαρξης και πρέπει να ακουστεί. Γι’ αυτό, η βασική μου οδηγία θα ήταν: «παίξτε σαν να παίζετε Μότσαρτ! Και η μουσική του Μπρούκνερ θα σας ταξιδέψει».
Πώς προετοιμάζεστε/μελετάτε πριν την εκτέλεση ενός τόσο απαιτητικού κειμένου;
Η βασική προετοιμασία συνίσταται στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση του μουσικού κειμένου. Με άλλα λόγια στην αντίληψη της δομής και της κατασκευής του έργου. Όσο πιο άνετα νιώθει κανείς με αυτό, τόσο πιο εύκολα οι νότες και οι φράσεις γίνονται εικόνες, αποκτούν χαμόγελο, ή πάθος, ή οργή, ή έρωτα, ή ζήλια, ή πονηριά, ή κάτι που τελικά δεν μπαίνει σε λόγια. Σιγά-σιγά η ανάλυση γίνεται ερμηνεία και ο ήχος μουσική. Φυσικά, ο μαέστρος δεν παίζει. Η ορχήστρα παίζει και η δουλειά του μαέστρου είναι, μέσα από την διαδικασία της πρόβας και με όπλο την κινησιολογία του, να γίνει ο καταλύτης που θα μετατρέψει τις άψυχες νότες της παρτιτούρας σε μια μουσική ερμηνεία μέσα από ένα εμπνευσμένο ορχηστρικό σώμα.
Ηχογραφήσεις σας έχουν βραβευθεί με διεθνούς κύρους διακρίσεις όπως το βραβείο Echo Klassik, ενώ έχετε υπάρξει και υποψήφιος για Grammy. Τι σημαίνουν για εσάς τέτοιου είδους διακρίσεις;
Είμαι περήφανος γι’ αυτές τις διακρίσεις και ιδιαίτερα ευτυχισμένος που έστω και για λίγο πρόλαβα τη χρυσή εποχή των ηχογραφήσεων. Σήμερα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η δισκογραφία κινείται εντελώς διαφορετικά, ενώ το αγοραστικό κοινό της έχει περιοριστεί κατά πολύ.
Έχοντας κατακτήσει πολλές κορυφές, τι ονειρεύεστε/εύχεστε για το μέλλον;
Υγεία!
Ποιο είναι το προσωπικό κόστος για έναν μαέστρο διεθνούς εμβέλειας όπως εσείς; Ποιες θυσίες κάνατε για να σταθείτε σε αυτό το τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον;
Στην Τέχνη (ειδικά στις παραστατικές τέχνες) δίνουμε εξετάσεις κάθε φορά. Το ίδιο φτερούγισμα που ένιωθα ως σπουδαστής στο Ωδείο Αθηνών νιώθω και τώρα, κάθε φορά. Στη μουσική κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και δεν υπάρχει δυνατότητα για διορθώσεις. Η δουλειά μας είναι πάντα «ή τώρα ή ποτέ».