Πρόκειται για έναν από τους πλέον ανερχόμενους αρχιμουσικούς της νεότερης γενιάς που διαπρέπει στο εξωτερικό. Ο Έκτορας Ταρτανής, σταθερός συνεργάτης της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών εδώ και χρόνια, επιστρέφει στο πόντιουμ της ορχήστρας στις 2 Δεκεμβρίου.
Στο πρόγραμμα, έργα των τριών «κλασικών»: Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Λίγο πριν την εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής, μιλάει μεταξύ άλλων για τη συνθετική του δραστηριότητα, αλλά και τη γοητεία της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν.
Εκτός από τη μουσική διεύθυνση, ασχολείστε και με τη σύνθεση. Πώς θα περιγράφατε το συνθετικό σας ιδίωμα;
Θα έλεγα πως αντλώ όλη μου την έμπνευση για δημιουργία από το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδος, η οποία συνέχεται άμεσα με την φιλοσοφική μας κληρονομιά και το μυθολογικό μας εύρος. Το θεωρώ καλλιτεχνική και ηθική μου υποχρέωση να διασυνδέσω τις πνευματικές μου ρίζες με τη μουσική του σήμερα. Γι’ αυτό κάθε έργο είναι εν τέλη και το αποτέλεσμα μίας διαλογιστικής εξερεύνησης. Το μεγάλο πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η μεγάλη δοκιμασία του 21ου αιώνα είναι πως κάθε ακουστικό φαινόμενο έχει πλέον χειραφετηθεί. Αυτό σημαίνει πως ο σημερινός συνθέτης έχει μια πληθώρα εργαλείων και ηχητικών δυνατοτήτων στη διάθεση του και οφείλει να κάνει ορθή χρήση, δομώντας μια τάξη και αρμονία, η οποία είναι ικανή να μεταδώσει και να αποκαλύψει ένα βαθύτερο νόημα στον ακροατή. Πιστεύω στην μελωδία, πιστεύω στην τονική και την ατονική μουσική όπως και σε παραδοσιακές αλλά και σύγχρονες μεθόδους σύνθεσης. Δεν υπάρχει ποιοτική διάκριση πάνω σε αυτές τις κατηγορίες, αλλά αυτό που μετράει είναι η ποιότητα και η δεξιοτεχνία της συνδυαστικής όλων αυτών των παραμέτρων. Πόσο βαθιά ή ψηλά φτάνει η σκέψη και η έμπνευση; Πώς μπορώ μέσω της δόμησης ενός νέου μουσικού έργου να διανοίξω έναν νέο ορίζοντα; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που με απασχολούν όταν συνθέτω. Μουσική δίχως φιλοσοφία παραμένει εφήμερη. Νομίζω πως είναι καιρός να σοβαρευτούμε λιγάκι. Ο πρόγονος πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια μας υπενθυμίζει διαχρονικά πως «ούτε η μουσική οφελεί άνευ απάθειας.» Το κατά πόσο εκπληρώνω τις προσωπικές μου καλλιτεχνικές και αισθητικές απαιτήσεις είναι στον κάθε έναν να κρίνει, εφόσον ακούσει τη μουσική μου.
Σε αρκετά έργα σας έχετε μελοποιήσει στίχους Γερμανών ποιητών όπως του Πάουλ Τσέλαν και του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση;
Η ποίηση είναι η μικρή αδελφή της μουσικής. Ένιωθα πάντα μια έλξη προς την ελαφρά αφηρημένη ή μεταφυσική ποίηση, αν θέλετε. Σαν καλλιτέχνης που ασχολείται με κάτι εντελώς άυλο, όπως είναι η μουσική, βρίσκομαι αυτομάτως στη μεθόριο του ορατού ή φυσικού και του αόρατου ή λεπτοφυούς κόσμου. Αυτό το πέρασμα, αυτή η θύρα που διασυνδέει αυτές τις διαστάσεις της ύπαρξης, με ενδιαφέρει πολύ και οι λεγόμενοι ποιητές ασχολήθηκαν κυρίως με ακριβώς αυτό το μυστήριο. Η μουσική και η ποίηση είναι απλώς δύο διαφορετικοί δρόμοι, μέσω των οποίων προσπαθούμε να οδηγηθούμε στην ανεύρεση αυτής της άλυτης αλχημικής εξίσωσης. Διασυνδέοντας αυτούς τους κόσμους, δηλαδή μελοποιώντας βαθυστόχαστη και μυστηριακή ποίηση, προσπαθώ να αδελφοποιήσω αλλά και να εκχυλίσω την πεμπτουσία της ποίησης και της μουσικής.
Τι είδους αντιμετώπιση απαιτεί η διεύθυνση της ορχήστρας όταν υπάρχουν όχι ένας, αλλά δύο σολίστ στο πιάνο, όπως συμβαίνει με το Κοντσέρτο για δύο πιάνα του Μότσαρτ;
Ουσιαστικά δεν αλλάζει κάτι ως προς την διεύθυνση. Απλώς αντί για τρεις δυνάμεις – ορχήστρα, μαέστρος και σολίστ – πρέπει ο μαέστρος να διαχειριστεί τέσσερις. Αν όμως οι δυο σολίστ έχουν καλή χημεία, ένα όμοιο μουσικό ένστικτο και δρουν σαν μουσική ενότητα, πράγμα το οποίο στην περίπτωση μας είναι δεδομένο και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό, ο μαέστρος απλώς συντονίζει αυτές τις δυο δυνάμεις, ορχήστρα και σολίστ.
Η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν συμβολίζει για πολλούς τον θρίαμβο πάνω στην ανθρώπινη τραγικότητα. Με ποιον τρόπο θα λέγατε ότι αποδίδεται μουσικά το συγκεκριμένο νόημα;
Εάν συμφωνούμε πως, ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτού του έργου, η ανθρώπινη τραγικότητα είναι η φυλακή του πεπρωμένου και η ψευδαίσθηση της αναπόφευκτης παράδοσης της μοίρας μας σε αυτή την ντετερμινιστική αντίληψη της ζωής, τότε όντως κάθε μέρος αυτής της συμφωνίας είναι και ένα ηρωικό βήμα προς την τελική απελευθέρωση από αυτά τα γήινα δεσμά. Το κύριο μοτίβο αυτής της συμφωνίας, το περιβόητο τα-ρα-τα-τα, είναι σε σχεδόν κάθε μέτρο του πρώτου μέρους παρών. Το ξανασυναντάμε και στα άλλα, αλλά εκεί αλλάζει την μορφή του. Διαπερνάμε μέσω αυτού του μοτίβου διάφορα εξελικτικά στάδια και μουσικές σφαίρες. Έτσι κυριαρχεί στο δεύτερο μέρος το λυρικό και το ηρωικό στοιχείο. Στο τρίτο μέρος αντιμετωπίζουμε τον χαρακτήρα του εμβατηρίου σε συνδυασμό με πολύ εσωστρεφείς τόνους. Το φινάλε της συμφωνίας παρουσιάζει έναν απίστευτα θριαμβευτικό χαρακτήρα και κάνοντας αναφορές σε κάθε μέρος του έργου ξεπερνάει όλα τα προηγούμενα στάδια και αναδεικνύοντας πως μέσω του προσωπικού, ηρωικού αγώνα μπορούμε όχι μόνο να βγούμε κερδισμένοι από την ζωή, αλλά και να υπερβούμε την γήινη βαρύτητα της τραγικότητάς της.
Πιστεύετε ότι τα social media βοηθούν στην προβολή και ανάδειξη των νέων καλλιτεχνών;
Δυστυχώς τα social media έχουν γίνει πλέον αναπόφευκτο μέρος της καλλιτεχνικής προβολής. Αυτό που πριν 20 χρόνια το έκαναν ατζέντηδες και δημοσιογράφοι για τους καλλιτέχνες εν πολλοίς απαιτείται σήμερα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Και λέω δυστυχώς επειδή δεν θεωρώ πως κάποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτή την εξέλιξη. Δεν νομίζω πως προστίθεται κάποια αξία στο να μοιράζομαι φωτογραφίες του πρωινού μου με όλον το κόσμο, και η ανάδειξη του καλλιτεχνικού μου έργου θα έπρεπε να προβάλλεται από άλλους και όχι από μένα. Δεν είναι μόνο χάσιμο χρόνου, αλλά νομίζω γενικά πως το καλλιτεχνικό επίπεδο έχει πέσει τόσο ραγδαία στις μέρες μας, ακριβώς επειδή – συν τοις άλλοις βέβαια – ο καλλιτέχνης είναι για πολλούς αυτό που δηλώνει και προβάλει. Αυτό μας φέρνει άμεσα από την ποιότητα στην μετριότητα. Αρχές όπως καλλιτεχνική ακεραιότητα και αυθεντικότητα δεν τιμώνται στην βραχύβια επιφάνεια των social media.