1. Πώς εξηγείτε το «φαινόμενο Muse», το γεγονός πως θεωρούνται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα τοτ πλανήτη;
2. Στη χώρα μας, σχεδόν χωρίς προώθηση, η συναυλία τους θα γίνει η πρώτη σε εισιτήρια γι’ αυτό το καλοκαίρι. Πού αποδίδετε την εδώ δημοφιλία τους;
3. Αν θεωρήσουμε, αυθαίρετα ή μη, ως κορυφαία live acts αυτή τη στιγμή τους Radiohead, Arcade Fire και Muse, ποια είναι η θέση του κάθε γκρουπ στη σημερινή σκηνή;
4. Με το χέρι στην καρδιά, η δική σας προσωπική άποψη για τους Muse ποια είναι; Σας αρέσουν;
Σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα απαντούν ο Μάκης Μηλάτος και ο Μάνος Μπούρας, δύο δημοσιογράφοι που έχουν φάει την ποπ και ροκ κουλτούρα με το κουτάλι για δεκαετίες ολόκληρες, και ο Σταύρος Στριλιγκάς, από τη διοργάνωση του Ejekt.
Δεν έχει ούτε μια καλή κουβέντα να πει για τους Muse ο Μάκης Μηλάτος
Προέρχομαι από μία γενιά και μία εποχή που στεκόμασταν πάντα επιφυλακτικά απέναντι στο σουξέ. Το ίδιο έκαναν οι εφημερίδες, τα έντυπα, οι κριτικοί. Δεν λέω πως αυτός είναι απαραίτητα ο σωστός τρόπος αλλά η μουσική ιστορία έχει αποδείξει πως -τις συντριπτικά περισσότερες φορές- ό,τι κάνει επιτυχία, ό,τι είναι εύκολο να καταναλωθεί από μεγάλα ακροατήρια, ό,τι ξεσηκώνει τα πλήθη, ό,τι γίνεται mainstream (ακόμη και «εναλλακτικό»), δεν είναι απαραίτητα και καλό. Σε όλους τους τομείς της τέχνης (και όχι μόνο), επιτυχία και ποιότητα ελάχιστες φορές συμβαδίζουν. Τις περισσότερες φορές αυτές οι δύο έννοιες είναι πολύ μακριά η μία από την άλλη.
Ο συνδυασμός «επιτυχία = ενδιαφέρον» είναι μία «εφεύρεση» της περιόδου του lifestyle που πάντα ήθελε να δικαιώνει αυτό που θέλουν οι πολλοί και να συμβαδίζει μαζί του. Είναι τα τελευταία 20 χρόνια που αποτελεί ένα είδος ανδιαμφισβήτητου credit η επιτυχία. Αυτό που παλιά μας έκανε επιφυλακτικούς τώρα είναι σαν να δικαιώνει κάτι.
Οι Muse νομίζω πως είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Συζητάμε γι’ αυτούς, μας απασχολούν, τους θεωρούμε καλούς, τους δίνουμε «παράσημα» που δεν δικαιούνται μόνο και μόνο γιατί κάνουν επιτυχία. Αν όμως γυρίσουμε λίγο πίσω το κεφάλι μας και δούμε ποιοι και πόσοι γνώρισαν επιτυχία αλλά αυτό το πήρε ο αέρας μετά από λίγα χρόνια, τότε αυτό δεν σημαίνει και πολλά.
Η ποπ κουλτούρα είναι γεμάτη από «ξεχασμένες» επιτυχίες, από γκρουπ που τα σκέπασε η σκόνη του χρόνου, που τα θυμόμαστε όταν αναφερόμαστε μόνο στην περίοδο που έδρασαν. Είναι άλλωστε έτσι από τη φύση της: η κουλτούρα του εφήμερου. Ελάχιστοι μουσικοί, ελάχιστα γκρουπ, ελάχιστοι δίσκοι και τραγούδια -σε σχέση με τον μουσικό όγκο που έχει παραχθεί τα τελευταία 50 χρόνια- αποκτούν μια κάποια διαχρονική αξία και επιδραστικό χαρακτήρα. Όλα τα υπόλοιπα γίνονται λίπασμα…
Αντιλαμβάνομαι γιατί κάνουν επιτυχία και ειδικά στην Ελλάδα όπου αυτό το στομφώδες, πομπώδες, μελοδραματικό και (τάχα μου) ροκ ύφος είχε πάντα μεγάλη πέραση, όμως η πραγματική καλλιτεχνική τους αξία -κατά τη γνώμη μου- είναι πολύ περιορισμένη. Δεν θα αφήσουν τίποτα πίσω τους και μετά από κάποια χρόνια θα τους θυμούνται μόνο οι «ιστορικοί» της μουσικής.
Δεν έχω ούτε μια καλή κουβέντα να πω για τους Muse σε κανένα επίπεδο εκτός ίσως από το ότι δεν είναι και η χειρότερη περίπτωση συγκροτήματος που γνωρίζει επιτυχία. Υπάρχουν πολύ χειρότερα απ’ αυτούς…
«Ροκ με το στανιό», είναι οι Muse για τον Μάνο Μπούρα
Oι Muse δεν έκρυψαν ποτέ τις φιλοδοξίες τους να αναρριχηθούν στην κορυφή της ροκ ιεραρχίας και κατά κάποιον τρόπο το κατάφεραν. Αρχικά ξεκίνησαν σαν στυγνοί αντιγραφείς των Radiohead, αντίθετα όμως με τους τελευταίους πλησίασαν τον εμπορικό ήχο μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε (εκεί που οι Ραδιοκέφαλοι ακολούθησαν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση). Τη δυναμική τους αναγνώρισε εξ αρχής η Madonna, ας μην ξεχνάμε, που τους ενέταξε στην εταιρία της, κι από το ξεκίνημά τους μέχρι και σήμερα δεν έχουν κάνει τίποτα που να μπορεί να θεωρηθεί έξω από τις νόρμες και τις τακτικές που έχουν στο οπλοστάσιό τους οι πολυεθνικές για να κάνουν επιτυχημένο ένα συγκρότημα.
Η δημοφιλία τους έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα τραγούδια τους είναι πιασιάρικα, γίνονται εύκολα αγαπημένα σε μη εκπαιδευμένα αυτιά, κι ασφαλώς στο ανελέητο σπρώξιμο που έχουν φάει όλα αυτά τα χρόνια από τα Μέσα που ασχολούνται με τη ροκ μουσική (κι όχι μόνο βέβαια). Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα από τα περίπου είκοσι ονόματα που ανακυκλώνουν στις λίστες τους τα ροκ ραδιόφωνα – και στη χώρα μας, ή μάλλον κυρίως σ’ αυτή – ακόμη και δύο δεκαετίες περίπου μετά το ξεκίνημά τους κι ενώ η δισκογραφική τους παραγωγή παρουσιάζει μια ραγδαία φθίνουσα ποιοτικά πορεία.
Οι Muse ελάχιστη σχέση έχουν τόσο με τους Radiohead όσο και με τους Arcade Fire στα live τους. Ο Matt Bellamy είναι σαφώς περισσότερο επιδειξίας απ’ όσο θα μπορούσαν να φανταστούν και να υλοποιήσουν σαν σκηνική παρουσία οι παραπάνω. Η σκηνική τους ένταση είναι, θεωρώ, πλασματική, δεν έχει να κάνει τόσο με τη δύναμη που μπορεί να εκπέμψει αυτόφωτα η μουσική τους αλλά αποτελεί προϊόν πλασματικής θεατρικότητας και υπερβολής στο ακραίο της σημείο. Είναι με άλλα λόγια «ροκ με το στανιό», σύμφωνο με όλους τους σωστούς κανόνες που ανεβάζουν την αδρεναλίνη ψηλά και μια βάσιμη υποψία εναλλακτικής boy band σε ότι αφορά στο μπροστάρη τους μα και τα υπόλοιπα δύο μέλη του γκρουπ.
Δε θα αρνηθώ ότι όταν ξεκίνησαν μου άρεσαν αρκετά, τόσο τα δύο πρώτα τους άλμπουμ όσο και οι εμφανίσεις τους στο Ρόδον και κάποιο Rockwave των αρχών των ’00s. Σύντομα όμως φάνηκε που το πηγαίνει ο Bellamy, κι όταν τον είδα στη Μαλακάσα να πέφτει γρήγορα γρήγορα με το ξεκίνημα στο πάτωμα για να σολάρει με την κιθάρα του, κατάλαβα ότι δεν είχαμε τίποτα πια να πούμε οι δυο μας. Κι ας μη μιλήσουμε καλύτερα για τη μουσική του, πολύ δε περισσότερο για το άθλιο πρόσφατο άλμπουμ τους Drones…
Ακόμη κι αν δεν του αρέσουν, τους παραδέχεται ο Σταύρος Στριλιγκάς
Είναι μια μπάντα που έχει κυκλοφορήσει πολλά πετυχημένα ραδιοφωνικά singles σε μια περίοδο πάνω από 15 χρόνια. Έχουν έναν τραγουδιστή με εξαιρετικές φωνητικές δυνατότητες και έχουν την ικανότητα να γράφουν μελωδίες.
Στέκονται περίφημα σε τεράστιες σκηνές και ο ήχος που βγάζουν «γεμίζει» αχανείς χώρους. Τέλος, προσφέρουν ένα show που θυμίζει τα stadium rock shows του παρελθόντος, με τα props κλπ.
Είναι, με τεράστια διαφορά, η συναυλία με τα περισσότερα εισιτήρια φέτος για την Ελλάδα. Θεωρώ ότι έχει να κάνει με το ότι συγκεντρώνουν κοινό από – περίπου – δύο γενιές, από τους σημερινούς τριαντα/σαραντάρηδες που τους γνώρισαν από το 1999 ως τους σημερινούς έφηβους και εικοσάρηδες που τους θεωρούν την μεγαλύτερη ροκ μπάντα που ξέρουν. Τέλος, έχουν πολλά χρόνια να έρθουν στη χώρα μας.
Σχετικά με τους Radiohead και τους Arcade Fire, δεν έχουν πολλά κοινά τα τρία συγκροτήματα μεταξύ τους. Από την άποψη των εισιτηρίων που κόβουν, οι Muse είναι με μεγάλη διαφορά οι μεγαλύτεροι από τους τρείς, καθώς παίζουν πολλά live ανά τον πλανήτη και γεμίζουν διαρκώς αρένες. Οι Radiohead δίνουν λίγες συναυλίες. Οι Arcade Fire νομίζω ότι απέχουν αρκετά από τις άλλες δύο μπάντες.
«Ποιοτικά», οι Radiohead μπορούμε να πούμε ότι άλλαξαν τη σύγχρονη μουσική. Οι Muse δεν το επιχείρησαν ποτέ, καθώς επέλεξαν – και κατάφεραν – να γίνουν η μεγαλύτερη, μαζική, ροκ μπάντα του πλανήτη του 21ου αιώνα. Οι Arcade Fire δεν έχουν την επιρροή που έχουν οι άλλες δύο μπάντες και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί προσπάθησαν να τους κάνουν τους «νέους U2» πριν λίγα χρόνια, αφού η μουσική τους δεν έχει τα φόντα για κάτι τόσο μαζικό. Ήταν κάτι διαφορετικό όταν έσκασαν πριν 10 χρόνια, αλλά νομίζω ότι δεν κατάφεραν να το εξελίξουν πετυχημένα.
Αν μου αρέσουν οι Muse; Όχι. Δεν μου άρεσαν από την αρχή, γιατί έχω άλλα μουσικά γούστα. Σαν επαγγελματίας όμως, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω πόσο πολύ «ανέβηκαν επίπεδο» στην πορεία τους και πόσο σταθερά ψηλά διατηρούνται, κάτι εξαιρετικά δύσκολο σε μια τόσο ανταγωνιστική βιομηχανία.