Είναι μια βαρύγδουπη δήλωση, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει – αυτό θα σκέφτηκε το BBC το 2016, όταν ζήτησε από 177 κριτικούς από όλο τον κόσμο να φτιάξουν την ατομική τους 10άδα με τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα μέχρι εκείνη τη στιγμή, γεγονός που παρήγαγε μια λίστα 100 ταινιών με την Οδό Μαλχόλαντ του Ντέιβιντ Λιντς να στρογγυλοκάθεται στην κορυφή ως το απόλυτο κινηματογραφικό αριστούργημα μιας περιόδου που ακόμα δεν είχε βρει την ταυτότητά της. Σήμερα, 5 χρόνια μετά από εκείνο το γκάλοπ, το σινεμά μοιάζει βολεμένο στον αέναο κύκλο αυτοτροφοδοσίας του με προϋπάρχουσες ιδέες και υπερηρωικά κυκλάκια στο ημερολόγιο.
Όμως η επανέκδοση της Οδού Μαλχόλαντ στα σινεμά, 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών (όπου μοιράστηκε το βραβείο σκηνοθεσίας με τους αδερφούς Κοέν για το Ο Άνθρωπος που δεν Ήταν Εκεί), μας επιτρέπει ένα ταξίδι στις αρχές του αιώνα, όταν ακόμα το σινεμά προσπαθούσε να κατασταλάξει σε μια νέα τάξη πραγμάτων, με το σταδιακό “θάνατο” των αυθεντικών σταρ που κουβαλούσαν στους ώμους τους μια ταινία, τις ανακατατάξεις στο στουντιακό σύστημα που όδευε προς συγχωνεύσεις με κολοσσούς και σκηνοθέτες που ευαγγελίζονταν τον ερχομό της ψηφιακής εποχής. Όλα αυτά μετά το 1999, χρονιά-ορόσημο για το σύγχρονο κινηματογράφο, που φιλοξένησε ταινίες καθοριστικές για το μέλλον του, από το Fight Club και το The Matrix μέχρι την Έκτη Αίσθηση και το Magnolia (και το Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ και το 10 Πράγματα που Μισώ σε Σένα και το The Blair Witch Project και το Election και το Μάτια Ερμητικά Κλειστά).
Tα αντικρουόμενα συναισθήματα ορισμένων δημιουργών για το χέρι που τους ταΐζει έχουν αποτυπωθεί σε ταινίες που τραβούν το λαμπερό πέπλο του Χόλιγουντ και αποκαλύπτουν την ανήθικη, άψυχη πλευρά του: οι Κοέν το έκαναν στο Μπάρτον Φινκ, ο Τιμ Μπάρτον στο Εντ Γουντ, ο Ρόμπερτ Άλτμαν στον Παίκτη και όταν ήρθε η σειρά του Λιντς, είχε ήδη συγκεντρώσει την αγανάκτηση και την πικρία που θα μπορούσαν να γεμίσουν μια τηλεοπτική σεζόν αντί για ένα κινηματογραφικό δίωρο. Ταιριαστό, λοιπόν, το ότι η Οδός Μαλχόλαντ ξεκίνησε ως πιλότος σειράς (κάτι σαν άτυπη τρίτη σεζόν του Twin Peaks) που απορρίφθηκε κυνικά από τους υπεύθυνους του δικτύου ABC επειδή τον βρήκαν “αργό”. Ο αποκαρδιωμένος Λιντς κατάφερε παρόλα αυτά να βρει γαλλική χρηματοδότηση για να ολοκληρώσει το project, αυτή τη φορά με τη μορφή ταινίας, γεγονός που εξηγεί πώς “κούμπωσε” το περίφημο δεύτερο μέρος στην προϋπάρχουσα ιστορία.
Η λέξη “εξηγεί” κουβαλάει περίπλοκη ιστορία στο σύμπαν της Οδού Μαλχόλαντ εντός και εκτός οθόνης: η ταινία του Λιντς, ένα χολιγουντιανό παραμύθι με ξεφτισμένες άκρες που σιγά-σιγά κατακλύζουν την αφήγηση και το μετατρέπουν σε γνήσιο εφιάλτη, έχει από την πρώτη στιγμή προβολής της την στάμπα της ακαταλαβίστικης. Η μη γραμμική δομή της (πολύ της μόδας το 2001, οπότε εμφανίστηκε και το Memento του Κρίστοφερ Νόλαν) και οι χαρακτηριστικές παρακάμψεις του Λιντς στο εμπειρικό και σουρεάλ (που σήμερα θα συνοψίζαμε με το: #mood) πολλές φορές συμπυκνώνουν τις συζητήσεις γύρω από την ταινία στην απορία “τι σημαίνουν όλα αυτά;”, που, ως συνήθως, χάνουν το πραγματικό νόημα. Ο ίδιος ο Λιντς έχει υπάρξει αρκετά διπλωματικός γύρω από το θέμα της πλοκής της Οδού Μαλχόλαντ (“δεν χρειάζεται όλα να έχουν εξήγηση, το κοινό μπορεί να αποφασίσει” κτλ), αλλά δεν έχει αρνηθεί εντελώς να παίξει το παιχνίδι της απαίτησης για αφηγηματική “τακτοποίηση” της ταινίας, συμπεριλαμβάνοντας στη μετέπειτα έκδοσή της σε DVD μια λίστα 10 στοιχείων που βοηθούν στην αποκρυπτογράφησή της. (Στην πραγματικότητα, η Οδός Μαλχόλαντ δεν είναι τόσο ακατάληπτη: μια κοπέλα από την επαρχία φτάνει στο Χόλιγουντ με όνειρα μεγάλης καριέρας, κάνει δεσμό με μια ηθοποιό που στη συνέχεια τη χωρίζει για χάρη ενός σκηνοθέτη που της εγγυάται μεγάλους ρόλους, η επαγγελματική ζήλεια και προσωπική αποτυχία τυφλώνουν την κοπέλα, η οποία πληρώνει έναν εκτελεστή να σκοτώσει την πρώην της, στη συνέχεια αυτοκτονεί παραδομένη στις τύψεις της και λίγο πριν ξεψυχήσει, ονειρεύεται την ιστορία της με happy ending, που είναι το πρώτο μέρος της ταινίας.) Αλλά αν κάποιος έχει διάθεση να ξεφύγει από την εμμονή της πλήρως κατανοητής πλοκής, μπορεί να εκτιμήσει τις αισθητικές απολαύσεις της ταινίας, τις μικρές λιντσικές σφραγίδες που παραμορφώνουν την πραγματικότητα, το χιούμορ και τη σχεδόν πένθιμη αποτίμηση του Λιντς για τη βιομηχανία των ονείρων και τη σκληρή μεταχείριση που επιφυλάσσει στις γυναίκες που πιάνονται στο μηχανισμό της. (Ωστόσο η ταινία μετέτρεψε εν μια νυκτί την άγνωστη Ναόμι Γουάτς, που μέχρι τότε ζούσε στη σκιά της πετυχημένης κολλητής της φίλης, Νικόλ Κίντμαν, σε περιζήτητο ταλέντο στο Χόλιγουντ.)
Μπορούμε να αντιπροτείνουμε “καλύτερες ταινίες” του αιώνα που διανύουμε: εκεί που για πολλούς είναι το Καμία Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους ή το Θα Χυθεί Αίμα του Πολ Τόμας Άντερσον, θα στρέψουμε το ενδιαφέρον σε λιγότερο αυτονόητους τίτλους όπως το Αόρατη Κλωστή (ένας Πολ Τόμας Άντερσον θα υπάρχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) ή το Anchorman (υπάρχει πρόβλημα με το γέλιο;) ή το Mamma Mia 2: Here We Go Again (η μόνη ταινία στην ιστορία του σινεμά με την Σερ να κατεβαίνει από ελικόπτερο και να τραγουδάει το “Fernando” των ΑΒΒΑ) ή το Λεβιάθαν ή το Κρυμμένος ή το Spirited Away, το Ψάχνοντας το Νέμο, το Yi Yi, η τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Και για κάθε μια από αυτές τις μαγευτικές αντιπροτάσεις, η Οδός Μαλχόλαντ θα είναι εκεί για να υπενθυμίζει τις χαραμάδες ανάμεσα σε κάθε αριστούργημα, που δεν αφήνουν το φως να μπει μέσα, αλλά το σκοτάδι.