Σάλια, μισόλογα και τρύπιες σκέψεις, του Θεοδόση Μίχου.
Κι όμως, η καλύτερη στιγμή της δεύτερης (μετά τη θρυλική πλέον, στη Θεσσαλονίκη, το σωτήριο 2006) καλύτερης μέχρι σήμερα συναυλίας τους Morrissey στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε στο εναρκτήριο «The Queen Is Dead» («Moz γερά, γαμώ τη Δεξιά» φώναξε κάποιος δίπλα μου), ούτε στο «Everyday Is Like Sunday» (που κάνει τα κορίτσια να ανατριχιάζουν κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη τους), ούτε στο «Speedway» (που -μην τα ξαναλέμε, ή μάλλον, γάμα το, ας τα ξαναπούμε- προκαλεί στα αγόρια ρίγη πιο ηλεκτρική από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι δικό του ή των Smiths ή και γενικώς, μη σου πω), ούτε στο «Meat Is Murder» (που λειτούργησε περισσότερο ως post-rock, ναι, post-rock soundtrack του σχεδόν slasher film με τα χίλια, μύρια, όσα «βασανιστήρια! βασανιστήρια! βασανιστήρια!» στα οποία υποβάλλονται κοτόπουλα, γαλοπούλες, μοσχάρια και γουρούνια για να μπορείς εσύ να βάζεις γάλα στον καφέ, να τρως ομελετίτσα κάθε Κυριακή πρωί, να τηρείς το έθιμο του αθάνατου ελληνικό πάσχα-τος και άλλα τέτοια νόστιμα. Υπήρξε άραγε έστω ένας από τους 6-7 χιλιάδες στο γήπεδο που να μη σκέφτηκε έστω και για μια στιγμή να αποκηρύξει την κρεατοφαγία και να το γυρίσει στις πρασινάδες; Ακόμη κι αν η λιγούρα τον οδήγησε νομοτελειακά στα βρώμικα…), ούτε στο «How Soon Is Now?» που αν ο Johnny Marr ήταν χαιρέκακος ή έστω στριμμένο άντερο σαν τον πρώην συνεργατη του στο έγκλημα, δε θα χρειαζόταν καν να βάλει προϊόν στα μαλλιά του για να το παίξει νέος και ωραίος εφόσον κάποιος θα του είχε σφυρίξει το κάζο του Jesse Tobias που απλώς και μόνο επειδή έχασε για ένα νανοσεκόντ το ρυθμό, κόντεψε να «τραυματίσει» αυτό το άσμα ασμάτων ανεπανόρθωτα – βλέπεις τα μεγάλα τραγούδια δε θέλουν περισσότερο χρόνο για να «δολοφονηθούν» αλλά ούτε και για να περάσουν στην αθανασία, έστω κι αν αυτή δεν υπάρχει.
Η καλύτερη στιγμή της δεύτερης καλύτερης μέχρι στιγμής συναυλίας του Morrissey στην Ελλάδα ήρθε λίγο πριν το τέλος του «Staircase at the University», του μόνου τραγουδιού του World Peace Is None Of Your Business που όταν το πρωτάκουσα, το μάρκαρα μοναχά με δύο αστέρια στο itunes και στο βινύλιο δεν το έχω παίξει ποτέ μέχρι στιγμής. Ήρθε τότε που οι προβολείς φώτισαν για πρώτη φορά τόσο εμφατικά κάποιον άλλο, επί τούτου και όχι από σπόντα (ακριβώς όμως γιατί ο ίδιος ο Morrissey το θέλησε, ο ίδιος το επέτρεψε) κι εκείνος έμεινε στο κέντρο της σκηνής αλλά στη σκιά του κιμπορντίστα, flamenco κιθαρίστα, τσίφτη και καραμπουζουκλή Gustavo Manzur.
Τα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσε η ημι-camp σπανιόλικη αποστροφή του τραγουδιού, το βλέμμα μου παρέμεινε απαρέγκλιτα στραμμένο, ακλόνητα λοκαρισμένο στο πρόσωπο του Morrissey, και με το θράσος κάποιου που μόνο και μόνο επειδή πήρε μία συνέντευξη μερικών χιλιάδων λέξεων από τον τον αγαπημένο του καλλιτέχνη, νομίζει ότι έχει μάθει για αυτόν κάτι που δεν ξέρουν οι υπόλοιποι (που βέβαια, έχουν διαβάσει την ίδια ακριβώς συνέντευξη), νόμισα ότι κατάφερα να διαβάσω πίσω από τις λέξεις – εντάξει, εν προκειμένω πίσω από τη σιωπή. Εκεί πίσω, λοιπόν, μετά από 5 συναυλίες του σχεδόν στο κάγκελο και σίγουρα «στα κάγκελα», δεν είδα ούτε το εμπρηστικό χιούμορ, ούτε τη δογματική απέχθεια για την πολιτική, ούτε την αέναη εσωστρέφεια, ούτε τον συγκρατημένο νιχιλισμό, ούτε τη διαρκή απογοήτευση από τους ανθρώπους ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ούτε την αναπόφευκτη αποξένωση, ούτε τον πηγαίο κυνισμό σε αντιδιαστολή με τον βαθύ ρομαντισμό του, ούτε το ανομολόγητο κυνήγι μιας θέσης στην Ιστορία, ούτε την ολοκληρωτική πίστη στην τέχνη του rock ‘n’ roll ακόμη και ως μέσο αυτογνωσίας, ούτε τίποτα άλλο από όσα συνθέτουν τη Μεγάλη Ιδέα του Morrissey.
Εκεί πίσω, όση ώρα ο Morrissey χτυπούσε το ντέφι και χαμογελούσε χωρίς να χαμογελάει, υπήρχε μόνο μία επίγνωση ενός α λα «That joke isn’t funny anymore» ανώτερου νοήματος (με διαφορετική έννοια, βέβαια, από αυτή που θέλησε να κηρύξει γράφοντας το συγκεκριμένο τραγούδι), κάπως σαν να έχει τελεσιδικήσει γενικώς και ειδικώς μέσα του, έχοντας πια αριβάρει στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο της θλίψης, όχι τόσο για την ασθένειά του, αλλά περισσότερο για το όλον της ανθρώπινης ύπαρξης, μιας υπόθεσης εκ φύσεως θλιβερής εφόσον γεννιόμαστε για να πεθάνουμε, και στο ενδιάμεσο να προλάβουμε να κάνουμε λιγότερα απ’ όσα θα θέλαμε. Σαν να αποφάσισε, τέλος πάντων, ότι ήρθε ο καιρός για τον μεγάλο αποχαιρετισμό στα όπλα, οι μάχες που ήταν να κερδιθούν, κερδήθηκαν, εκείνες που ήταν να χαθούν, πάει, χάθηκαν, κανείς δεν νικάει σε αυτό τον αέναο πόλεμο που λένε ζωή, απλώς έρχεται η στιγμή που ο κάθε κατεργάρης γυρνάει στον πάγκο του, συνήθως κουρασμένος. Ο «πάγκος» του Morrissey είναι φυσικά όσα διατυμπάνισε και χθες με το κινηματογραφικό (εντάξει, youtube-ικό) άνοιγμα του live, μία ωδή στους Ramones, τον Αζναβούρ, τη Nico, τους New York Dolls και φυσικά τον ίδιο του τον εαυτό – μόνο ο Morrissey, άλλωστε θα μπορούσε να προλογίσει τη συναυλία του με ένα βίντεο που θα είχε ως μουσική υπόκρουση ένα τραγούδι («The Bullfighter Dies») που αργότερα θα το έπαιζε και ολοζωντανά.
Βέβαια, υπάρχει σοβαρή περίπτωση όλα αυτά να τα βγάζω από το μυαλό μου που ακόμη είναι under his spell, και απλά μέχρι ο Gustavo να σταματήσει τις flamenco πενιές του, να έβλεπα στον Morrissey αυτά που ήθελα να δω και όχι αυτά που υπήρχαν πράγματι εκεί, να πρόβαλλα σε εκείνον όλα αυτά που μου αρέσουν, τα οποία μετράνε το ίδιο, αν όχι περισσότερο, με το πως είμαι στην πραγματικότητα. Δηλαδή, απλώς να καθρεφτιζόμουν. Αυτό όμως έκανα ανέκαθεν με τα τραγούδια του. Ίσως γιατί όπως για χιλιάδες ακόμη εκεί έξω, έτσι και για μένα, έχουν λειτουργήσει πολλάκις ως αντίδοτο στη μιζέρια, που όπως μου είπε και ο ίδιος (εγώ δεν έχω καταλήξει ακόμη) ήρθε πρώτη, πολύ πριν από τη μουσική. Πολύ πριν από όλους μας.
Στην επόμενη σελίδα: Η άλλη άποψη (που δεν είναι και τόσο «άλλη» τελικά) του Άρη Καραμπεάζη.